Skip to main content
x
Θαλάσσιες Ζώνες

Θαλάσσιες Ζώνες

Γράφει ο Αλέξανδρος Γουγούσης

Κάθε κράτος το οποίο έχει ακτές, έχει και δικαιώματα στη γειτονική του θαλάσσια περιοχή. Δικαιώματα τα οποία περιλαμβάνουν το ποιος τη χρησιμοποιεί για επιχειρηματικές δραστηριότητες (π.χ. ψάρεμα, ιχθυοκαλλιέργειες), ποιος μπορεί να εξορύξει το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο που βρίσκεται στο υπέδαφός της, ποια χώρα μπορεί να μετακινήσει στρατεύματα εντός αυτής, και άλλα πολλά. Επειδή η θαλάσσια έκταση στην οποία εφαρμόζονται τα παραπάνω δικαιώματα δεν είναι η ίδια για το καθένα από αυτά, το Διεθνές Δίκαιο ορίζει διάφορες «Θαλάσσιες Ζώνες» για τα παράκτια κράτη. Κάποιες βασικές γνώσεις γύρω από τις ζώνες αυτές είναι απαραίτητες για να κατανοήσουμε θέματα που αφορούν τη διεθνή πολιτική. Θέματα όπως η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας του Καστελόριζου από την Τουρκία, η χάραξη της ελληνοαιγυπτιακής ΑΟΖ, η σημασία της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια για την ελληνική και τουρκική αλιεία, η κρίση του «Χόρα» το 1976 κ.ά. 

Αρχικά, το Δίκαιο της Θάλασσας προέβλεπε δύο θεμελιώδεις ζώνες στον θαλάσσιο χώρο: την Αιγιαλίτιδα Ζώνη, όπου το παράκτιο κράτος ασκούσε κυριαρχία, και την Ανοιχτή Θάλασσα, όπου κανένα κράτος δεν είχε κυριαρχία και ήταν ανοιχτή για χρήση και εκμετάλλευση από το σύνολο των κρατών. Στη συνέχεια εμφανίστηκε μία τρίτη ζώνη, η Ειδική Ζώνη Αλιείας, και μία υποθαλάσσια, η Υφαλοκρηπίδα. Πρόσφατα δημιουργήθηκε η ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), και τώρα πια η υφαλοκρηπίδα αλλάζει όνομα και πλάτος και καθιερώνεται ο «Διεθνής Βυθός», ζώνη που θα έπεται της υφαλοκρηπίδας και θα αποτελεί κοινό κτήμα της ανθρωπότητας. Ας εστιάσουμε λίγο περισσότερο σε κάποιες από αυτές τις ζώνες ώστε να καταλάβουμε τις διαφορές τους.

Εικόνα 1: Θαλάσσιες και εναέριες ζώνες ενός παράκτιου κράτους[1]

Αιγιαλίτιδα Ζώνη [2][3]

Η αιγιαλίτιδα ζώνη, γνωστή και ως χωρικά ύδατα, είναι η θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται ακριβώς δίπλα από τις ακτές ενός κράτους, και στην οποία το παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία. Περιλαμβάνει τον υπερκείμενο εναέριο χώρο («Εθνικός Εναέριος Χώρος»), τη θάλασσα, τον βυθό (πυθμένα) και το υπέδαφος της περιοχής. Η περιοχή αυτή θεωρείται ζώνη ουσιώδους σημασίας για το κράτος, τόσο για την ασφάλεια και την άμυνα, όσο και για την προαγωγή των οικονομικών, εμπορικών και πολιτικών του συμφερόντων. Για παράδειγμα, εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων απαγορεύεται η αλιεία σε πλοία που ανήκουν (τόσο από πλευράς εθνικότητας όσο και από πλευράς πλοιοκτησίας) κατά πλειοψηφία σε υπηκόους τρίτων χωρών, εκτός κι αν υπάρχει κάποια σχετική διακρατική συμφωνία. 

Βέβαια, τα εμπορικά πλοία άλλων χωρών έχουν το δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης μέσα από τα χωρικά ύδατα μιας χώρας. Αυτός είναι ο μοναδικός περιορισμός στην πλήρη κυριαρχία του κράτους επί της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η αβλαβής διέλευση δεν περιλαμβάνει τη διέλευση των υποβρυχίων, των αεροσκαφών και το δικαίωμα στο ψάρεμα. Αυτό σημαίνει ότι ένα πλοίο μπορεί να διασχίσει την αιγιαλίτιδα ζώνη κάποιου κράτους χωρίς να ζητήσει άδεια εκ των προτέρων. Όμως, για να γίνει αυτό, το πλοίο οφείλει να διατηρεί συνεχή και ταχεία πορεία μέσα από τα χωρικά ύδατα. Για να θεωρηθεί η διέλευση αβλαβής, το πλοίο οφείλει επίσης να απέχει από ενέργειες που απειλούν την ασφάλεια ή τα συμφέροντα του παράκτιου κράτους. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να ψαρέψει στα ξένα χωρικά ύδατα, δεν μπορεί να κάνει έρευνες για υδρογονάνθρακες, δεν μπορεί να συμμετέχει σε επιχειρήσεις διάσωσης, κ.ο.κ.

Από τον 17ο αιώνα έως τα μέσα του 20ού, τα χωρικά ύδατα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γαλλίας και πολλών άλλων εθνών είχαν πλάτος 3 ναυτικά μίλια (στο εξής ν.μ.). Αρχικά, αυτή ήταν η απόσταση βολής (εμβέλεια) ενός κανονιού, και ήταν το θαλάσσιο τμήμα το οποίο ένα κράτος μπορούσε να υπερασπιστεί από την ακτή. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πολλές χώρες διεκδίκησαν μεγαλύτερο εύρος για τα χωρικά τους ύδατα (π.χ. η Νορβηγία και η Σουηδία διεκδίκησαν 4 ν.μ., και η Ισπανία διεκδίκησε 6 ν.μ.). Με αφορμή τις δοκιμές πυρηνικών όπλων και κάποιες αλιευτικές διαμάχες, ορισμένα έθνη αυθαίρετα επέκτειναν τις θαλάσσιες αξιώσεις τους σε 50 ή και 200 ν.μ. Από τα τέλη του 20ού αιώνα, και μετά από τρεις διασκέψεις της επιτροπής Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών (η τρίτη τελείωσε το 1982), το όριο των 12 μιλίων έγινε σχεδόν παγκοσμίως αποδεκτό. To αποτέλεσμα ήταν η «Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας» [4][1] (γνωστή και ως UNCLOS ή Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ). Στο υπόλοιπο άρθρο, θα αναφερόμαστε σε αυτήν ως «Σύμβαση ΔΘ 1982».

Το σημείο από το οποίο θεωρούμε ότι ξεκινά η αιγιαλίτιδα ζώνη (δηλαδή η μέτρηση των 12 ν.μ.) δεν είναι ακριβώς η ακτογραμμή, αλλά η αποκαλούμενη «γραμμή βάσης». Σε αντίθεση με τα εσωτερικά ύδατα (λίμνες, ποτάμια, κ.λπ.), τα παράκτια ύδατα ανεβαίνουν και κατεβαίνουν κατά την παλίρροια. Αντί να υπάρχουν κινούμενα θαλάσσια όρια, η γραμμή βάσης είναι σταθερή και ξεκινά από το σημείο της χαμηλότερης στάθμης των υδάτων κατά μήκος της ακτής. Το θαλάσσιο τμήμα μεταξύ της γραμμής βάσης και της ακτής θεωρείται επίσης τμήμα των εσωτερικών υδάτων. Τα κράτη έχουν την ίδια κυρίαρχη δικαιοδοσία στα εσωτερικά ύδατα όπως και σε άλλα εδάφη. Δεν υπάρχει δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης από εσωτερικά ύδατα, αλλά υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί που προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο για την προσόρμιση και τον ελλιμενισμό των ξένων πλοίων.

Συνορεύουσα Ζώνη

Ένα παράκτιο κράτος μπορεί επίσης να καθορίσει μια Συνορεύουσα Ζώνη, παρακείµενη στην αιγιαλίτιδα ζώνη, που να εκτείνεται μέχρι 24 ν.μ. από την ακτή. Στη ζώνη αυτή μπορεί να ασκεί τον αναγκαίο έλεγχο για την πρόληψη και τιµωρία σε ό,τι αφορά παραβάσεις τελωνείων, υγειονοµικές παραβάσεις ή οικονοµικούς πρόσφυγες (Άρθρο 33 της Σύµβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας).

Υφαλοκρηπίδα

Η υφαλοκρηπίδα είναι τμήμα του παράκτιου βυθού της θάλασσας. Ορίζεται κατά την Ωκεανογραφία ως το τμήμα το οποίο αποτελεί την ομαλή προέκταση της ακτής κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ως το σημείο στο οποίο αυτή διακόπτεται απότομα.[5] Η υφαλοκρηπίδα σταματά εκεί που ο βυθός αποκτά απότομη κλίση 30-45ο. Το τμήμα με την απότομη κλίση ονομάζεται Υφαλοπρανές. Το πλάτος της υφαλοκρηπίδας ποικίλλει ανάλογα με τη μορφολογία της κάθε περιοχής. Στη βάση του υφαλοπρανούς βρίσκεται το Ηπειρωτικό Ανύψωμα, και, από τα 2.500 μ. βάθος και έπειτα, αρχίζει η Ωκεάνια Άβυσσος.

Η υφαλοκρηπίδα έχει μεγάλη οικονομική σημασία, αφού συχνά βρίσκονται σε αυτήν, ή κάτω από αυτήν, ορυκτός πλούτος (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλα), θαλάσσια ζώα (καβούρια, αστακοί, κ.ά.), καθώς και άβια και έμβια ακίνητα είδη (βενθικά είδη), όπως κοράλλια, σφουγγάρια κ.λπ. Για αυτόν τον λόγο υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την εκμετάλλευσή της. Στο τμήμα της υφαλοκρηπίδας που ανήκει στην αιγιαλίτιδα ζώνη του παράκτιου κράτους, η εκμετάλλευση ανήκει αναμφισβήτητα σε αυτό. Το πρόβλημα που ανέκυψε κάποια στιγμή στο Διεθνές Δίκαιο με την υφαλοκρηπίδα πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης, αφορούσε το αν και αυτή ανήκει στο πλησιέστερο παράκτιο κράτος, ή αν καλύπτεται από την ελευθερία των θαλασσών που ισχύει στην ανοιχτή θάλασσα.

Η υφαλοκρηπίδα έχει ήδη οριστεί στο Διεθνές Δίκαιο και, σύμφωνα με αυτό, παραχωρείται στο παράκτιο κράτος. Για λόγους πρακτικούς και πολιτικούς, όμως, ο νομικός ορισμός της διαφέρει από τον γεωλογικό. Σύμφωνα με τη Σύμβαση ΔΘ 1982, ως υφαλοκρηπίδα ορίζεται κατά βάση ο βυθός της θάλασσας εντός ακτίνας 200 ναυτικών μιλίων από την ακτή.[5] Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τη γεωλογική μορφή του βυθού. Σε περίπτωση όμως που το Υφαλοπλαίσιο ( υφαλοκρηπίδα + υφαλοπρανές + ηπειρωτικό ανύψωμα) εκτείνεται και πέρα των 200 μιλίων από την ακτή, τότε η υφαλοκρηπίδα κατά το Διεθνές Δίκαιο προεκτείνεται είτε ως τα 350 ν.μ., είτε ως τα 100 ν.μ. πέραν της ισοβαθούς των 2.500 μ., είτε ως τα 60 ν.μ. από τη βάση του ηπειρωτικού ανυψώματος.

Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (AOZ)

Η ανάγκη για ορισμό της ΑΟΖ προέκυψε από το γεγονός ότι η υφαλοκρηπίδα αφορούσε μόνο τον βυθό και το υπέδαφος, και άρα δεν κάλυπτε το τμήμα μεταξύ της επιφάνειας της θάλασσας και του βυθού. Η ΑΟΖ περιλαμβάνει τόσο την υφαλοκρηπίδα, όσο και το τμήμα της θάλασσας από την επιφάνειά της και κάτω. Επίσης, καλύπτει και το τμήμα του αέρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, μέχρι ενός σημείου. Η επιφάνεια της θάλασσας θεωρείται μέρος των διεθνών υδάτων.

Σύμφωνα με τη Σύμβαση ΔΘ 1982,  ΑΟΖ θεωρείται η θαλάσσια έκταση εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο. Εκτείνεται πέραν των χωρικών υδάτων μιας χώρας στα 200 ν.μ. από την ακτογραμμή. Στην πράξη, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιείται με τρόπο που να περιλαμβάνει και την υφαλοκρηπίδα. Όμως, ως προς το Δίκαιο και τα συνεπαγόμενα δικαιώματα, είναι δύο διαφορετικές ζώνες. Η ΑΟΖ δεν συμπεριλαμβάνει τα χωρικά ύδατα, ούτε και την υφαλοκρηπίδα πέραν των 200 ν.μ. (370 χλμ.).

Κάπου εδώ αξίζει να αναφέρουμε τη διαφορά μεταξύ κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ένα κράτος ασκεί κυριαρχία στα χωρικά του ύδατα αλλά όχι επί της ΑΟΖ του. Επί της ΑΟΖ έχει μόνο κυριαρχικά δικαιώματα. Οποιαδήποτε οικονομική εκμετάλλευση της ΑΟΖ (αλιεία, έρευνες θαλάσσιου πλούτου, εγκατάσταση θαλάσσιων ανεμογεννητριών, παραγωγή ενέργειας από τα κύματα κ.λπ.) μπορεί να γίνει μόνο από το κράτος στο οποίο ανήκει η ΑΟΖ. Όμως, η οικονομική φύση της ΑΟΖ δεν επηρεάζει την ελεύθερη διεθνή ναυσιπλοία και τις διεθνείς αερομεταφορές (επιτρέπει υπέρπτηση πάνω από αυτή). Επίσης, επιτρέπει στα ξένα κράτη να τοποθετήσουν υποθαλάσσιους σωλήνες και καλώδια[6][7] που θα διέρχονται διαμέσου της ΑΟΖ. Παράλληλα, το παράκτιο κράτος έχει υποχρέωση απέναντι στη διεθνή κοινότητα για τη διαφύλαξη και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντός της ΑΟΖ.[6] 

Γενικά, η ΑΟΖ μιας χώρας εκτείνεται από τα εξωτερικά όρια των χωρικών υδάτων και μέχρι τα 200 ν.μ. (370 χλμ.), τα οποία υπολογίζονται από τις γραμμές βάσης. Εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα αποτελούν οι περιπτώσεις όπου οι ΑΟΖ δύο ή περισσοτέρων χωρών αλληλεπικαλύπτονται, όταν δηλαδή οι ακτογραμμές των εν λόγω χωρών απέχουν λιγότερο από 400 ν.μ. (740 χλμ.). 

Το ζήτημα της επικάλυψης των θαλάσσιων ζωνών γειτονικών κρατών[8]

Όταν οι θαλάσσιες ζώνες ενός παράκτιου κράτους δεν επικαλύπτονται με αυτές των γειτονικών του κρατών, τότε η οριοθέτηση των ζωνών του κράτους αυτού μπορεί να είναι, και συνήθως είναι, μονομερής (χωρίς συνεννόηση με τα γειτονικά κράτη). Όμως, πολλές φορές υπάρχει επικάλυψη, είτε γιατί οι ακτές τους βρίσκονται η μία απέναντι της άλλης, είτε γιατί είναι παρακείμενες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η κύρια διαδικασία οριοθέτησης γίνεται μετά από συμφωνία των εμπλεκόμενων κρατών. Σε περίπτωση αδυναμίας των κρατών να συμφωνήσουν δημιουργούνται διεθνείς διαφορές, οι οποίες θεωρούνται εξ ορισμού νομικές, και καθίσταται αναγκαία η παραπομπή αυτών σε κάποιο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, δικαστικό (κυρίως το Διεθνές Δικαστήριο) ή διαιτητικό. Όμως, η δικαστική επίλυση μιας διεθνούς διαφοράς δεν είναι δυνατή, παρά μόνο εφ’ όσον τα διάδικα κράτη συναινέσουν για την υπαγωγή της διαφοράς σε δικαστικό διακανονισμό.

Η λήψη της απόφασης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Ο πιο βασικός είναι το «Δίκαιο της Θάλασσας». Όσον αφορά την θαλάσσια οριοθέτηση, το Δίκαιο αποτελείται κατά κύριο λόγο από όλες τις αποφάσεις που έχει βγάλει μέχρι σήμερα το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ) και άλλα διαιτητικά όργανα. Αποτέλεσμα αυτών είναι ένα σύνολο αρχών που υπάγονται, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του ΔΔ, στο Γενικό Διεθνές Δίκαιο.[8] Υπάρχει όμως και το θέμα της πρακτικής των κρατών. Δηλαδή, το τι γινόταν στην πράξη όλα αυτά τα χρόνια μέχρι τη στιγμή που ζητήθηκε από το ΔΔ (ή το όποιο διαιτητικό όργανο) η επίλυση της διαφοράς. Αν και, πολλές φορές, κάποιο από τα κράτη που εμπλέκονται στη διαφορά δείχνει μεγάλη επιμονή στην επίκληση της πρακτικής (προφανώς, γιατί η προϋπάρχουσα κατάσταση ήταν προς το συμφέρον του), το Δικαστήριο είναι ιδιαίτερα προσεκτικό ως προς τον βαθμό συνυπολογισμού της πρακτικής. Παρ’ όλα αυτά, ο συνυπολογισμός της πρακτικής των κρατών γίνεται αρχικά δεκτός από το Δικαστήριο, μέχρι να εμφανιστεί κάτι που αντικρούει την πρακτική αυτή.

Στις περισσότερες περιπτώσεις εφαρμόζεται η αρχή της «ίσης απόστασης», η οποία, για τα κράτη των οποίων οι ακτές παράκεινται η μία προς την άλλη πραγματοποιείται με την «πλάγια γραμμή», ενώ όταν αφορά κράτη των οποίων οι ακτές βρίσκονται η μία απέναντι από την άλλη, πραγματοποιείται με τη «μέση γραμμή». Η πλάγια γραμμή είναι μια κάθετη γραμμή επί των ακτών που χωρίζουν δύο κράτη, κάθε σημείο της οποίας απέχει εξίσου από τα εγγύτερα σημεία από τα οποία μετριέται το εσωτερικό όριο (γραμμή βάσεως) της αιγιαλίτιδας ζώνης του κάθε κράτους. Η μέση γραμμή είναι μία γραμμή παράλληλη προς τις ακτές των δύο απέναντι κρατών, της οποίας το κάθε σημείο απέχει εξίσου από τις γραμμές βάσης της αιγιαλίτιδας ζώνης του κάθε κράτους (βλ. Εικόνα 2). Ο τρόπος χάραξης της γραμμής βάσης έχει συνέπειες και ως προς τη χάραξη των εξωτερικών ορίων της ζώνης.

Εικόνα 2: Γραμμές οριοθέτησης σε παρακείμενες και απέναντι ακτές[9]

Οι ρυθμίσεις του άρθρου 12 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης 1958 για την Αιγιαλίτιδα Ζώνη και του άρθρου 15 της Σύμβασης ΔΘ 1982 ορίζουν μια διαδικασία που αποτελείται από τα εξής στοιχεία: α) η οριοθέτηση δύναται να γίνει στη βάση συμφωνίας μεταξύ των σχετιζόμενων κρατών, β) με την απουσία μιας τέτοιας συμφωνίας ενδείκνυται η χρήση της μεθόδου της ίσης απόστασης, εκτός και αν γ) ειδικές περιστάσεις (που συνήθως αφορούν τη γεωγραφική διαμόρφωση των ακτών) υποδεικνύουν κάποια άλλη λύση. Επίσης, στη Σύμβαση ΔΘ 1982 γίνεται αναφορά και στην εφαρμογή αρχών επιείκειας (π.χ. η οριοθέτηση να μην οδηγεί σε πλήρη αποκοπή της θαλάσσιας πρόσβασης  των ακτών ενός κράτους).

Τι γίνεται με τα νησιά

Από τις διατάξεις του άρθρου 121 της Σύμβασης ΔΘ 1982[4] προκύπτει το δικαίωμα των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες. Το άρθρο αυτό υπογραμμίζει ότι τα νησιά αξιολογούνται ως έδαφος του κράτους, αφού διέπονται από το ίδιο καθεστώς με την ηπειρωτική του χώρα. Συνεπώς, τα νησιά μπορούν να έχουν αιγιαλίτιδα ζώνη και υφαλοκρηπίδα, καθώς και ΑΟΖ. Δεδομένου ότι το εύρος της ΑΟΖ μπορεί να εκτείνεται μέχρι και 200 ν.μ., καταλαβαίνει κανείς τη σημασία των νησιών για ένα παράκτιο κράτος, ειδικά όταν τα νησιά αυτά είναι απομακρυσμένα από την ηπειρωτική περιοχή. 

Εικόνα 3: Μετακίνηση της μέσης γραμμής λόγω ύπαρξης νησιού.[9] Με πράσινο η ΑΟΖ
 του νησιού σε απουσία της χώρας Α. Με κόκκινο, η ΑΟΖ του κράτους Α σε απουσία
 του νησιού του κράτους Β. Με διακεκομμένη, το όριο των ΑΟΖ των χωρών Α και Β
 εξαιτίας της ύπαρξης του νησιού. 

Αυτό έχει αποτελέσει αρκετές φορές αιτία για έριδες μεταξύ των κρατών. Ας μην ξεχνάμε ότι μερικές χώρες, όπως οι Η.Π.Α., η Λιβύη και τα Η.Α.Ε, έχουν υπογράψει αλλά δεν έχουν επικυρώσει τη σύμβαση. Και άλλες χώρες, όπως η Τουρκία, το Ισραήλ και η Συρία, ούτε έχουν υπογράψει, ούτε έχουν επικυρώσει τη σύμβαση.[10]

Η μόνη εξαίρεση που εισάγεται με τη Σύμβαση ΔΘ 1982 αφορά τους βράχους, και αναφέρει: «Οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα».[4] Όμως ο τρόπος διατύπωσης είναι ασαφής και ανοιχτός σε διαφορετικές ερμηνείες,[8][11] μιας και δεν κάνει λόγο για την ύπαρξη οικονομικής ζωής ή ανθρώπινης διαβίωσης, αλλά για τη δυνατότητα να συντηρηθεί οικονομική ζωή ή ανθρώπινη διαβίωση. Έτσι, το δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα μπορεί να μην αναγνωριστεί σε κάποια νησιά (ή να τους αναγνωριστεί δικαίωμα για περιορισμένη υφαλοκρηπίδα), ανάλογα με το μέγεθος, τον πληθυσμό, την οικονομική δραστηριότητα, το αν βρίσκονται κοντά στη μέση γραμμή, ή το αν είναι απομονωμένα ή μακριά από την ξηρά. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και με βάση άλλους παράγοντες, όπως η στρατιωτικο-οικονομική ισχύς και η επιρροή ενός κράτους σε διεθνή όργανα και οργανισμούς

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα αγγλικά νησιά στο κανάλι της Μάγχης (μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας). Το διαιτητικό όργανο στο οποίο κατέφυγαν οι δύο χώρες, αναγνώρισε μειωμένη επήρεια στα επίδικα αγγλονορμανδικά νησιά (Channel Islands), και τους απέδωσε έναν θύλακα υφαλοκρηπίδας 12 μιλίων, επειδή θεωρήθηκαν απομονωμένα από το Ηνωμένο Βασίλειο και δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως μία προέκταση της αγγλικής ακτής. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της υφαλοκρηπίδας της Μάλτας, η οποία μπορεί να είναι νησί, αλλά είναι και ανεξάρτητο κράτος. Το Δικαστήριο μετατόπισε τη μέση γραμμή προς την πλευρά της Μάλτας, αποδίδοντάς της μειωμένη υφαλοκρηπίδα. Η Μάλτα εμφανίστηκε έτσι ως «ένα περιορισμένο γεωγραφικό χαρακτηριστικό στο οποίο έπρεπε να δοθεί μειωμένο αποτέλεσμα κατά τη χάραξη της μέσης γραμμής».[8]

Όσον αφορά τον διαχωρισμό μεταξύ «νησιού» και «βράχου», αξίζει εδώ να αναφέρουμε και την περίπτωση Κίνας-Φιλιππίνων.[12][13] Τον Ιούνιο του 2016, το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο, μετά από προσφυγή των Φιλιππίνων, εξέδωσε μια γνωμοδότηση η οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι, για να χαρακτηριστεί μια «έκταση γης» ως «νησί», από νομικής άποψης (δηλαδή να έχει κυριαρχικά δικαιώματα και άρα δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες), θα πρέπει να έχει κατοίκους και οικονομική δραστηριότητα. Αλλά όχι «βαλτούς» κατοίκους (π.χ. τοποθέτηση μιας φρουράς ή ενός φαροφύλακα), αλλά ανθρώπινη κοινότητα η οποία αυτοσυντηρείται και έχει κάποιο ιστορικό βάθος. Με άλλα λόγια, η κοινότητα δεν πρέπει να έχει παροδικό χαρακτήρα, έτσι ώστε οι κάτοικοι να απολαμβάνουν τα οφέλη της ΑΟΖ, και οικονομική ζωή όχι απλά υπαρκτή, αλλά σταθερή. Όπως καταλαβαίνει κανείς, βασικοί παράγοντες αποτελούν η ύπαρξη νερού, φαγητού, καταφυγίου (σε επαρκείς βέβαια ποσότητες), και πόρων, οι οποίοι πρέπει να βρίσκονται επί της «έκτασης γης» και να μην είναι μεταφερόμενοι από άλλες περιοχές. Η σημασία αυτής της απόφασης για την Ελλάδα είναι ότι η γνωμοδότηση αυτή, στην ουσία, εξισώνει από άποψη δικαιωμάτων το Καστελόριζο με τις απέναντι τουρκικές ακτές. Το ίδιο ισχύει και για νησιά τα οποία μπορεί να μην διαθέτουν κάποια ανθρώπινη κοινότητα αυτή τη στιγμή, αλλά αποδεικνύεται από ιστορικά στοιχεία ότι παλιότερα είχαν (και, άρα, έχουν την δυνατότητα υποστήριξης ανθρώπινης διαβίωσης και οικονομικής δραστηριότητας).

Το ζήτημα της Αιγιαλίτιδας Ζώνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας

Οι προστριβές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για τις θαλάσσιες ζώνες ξεκινούν ήδη από τη δεκαετία του ‘70, με αφορμή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου Πελάγους.[7] Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας, και ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί «ειδική περίσταση» που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής. 

Το 1973 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος θα κάνει δημόσια δήλωση περί ύπαρξης κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο, και θα εκφράσει την πρόθεση για εξόρυξή τους. H τουρκική κυβέρνηση θα αντιδράσει παραχωρώντας άδεια διεξαγωγής ερευνών για πετρέλαιο σε υποθαλάσσιες περιοχές κοντά σε ελληνικά νησιά, οι οποίες και θα λάβουν χώρα το 1974 και 1975 από τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος

Η Ελλάδα, θεωρώντας τη διαμάχη νομική, θα προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το 1976 προκειμένου να αποφανθεί ότι τα ελληνικά νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, και να προσδιορίσει την πορεία του ορίου μεταξύ των τμημάτων υφαλοκρηπίδας που ανήκουν στο κάθε κράτος. Το ζήτημα περιπλέκεται από το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει κυρώσει ούτε τη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958, αλλά ούτε και κύρωσε τη Σύμβαση ΔΘ 1982, οι οποίες ορίζουν την έννοια της Υφαλοκρηπίδας και τους τρόπους οριοθέτησής της. Αν και το Διεθνές Δικαστήριο θα εκφράσει την άποψη ότι οι συνθήκες αυτές ισχύουν για όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από το αν τις έχουν υπογράψει ή όχι, το αίτημα θα απορριφθεί διότι το δικαστήριο δήλωσε αναρμόδιο να κρίνει επί της διαφοράς. Λόγω της τουρκικής άρνησης να επιλύσει το θέμα με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, η εκκρεμότητα συνεχίστηκε ως τον Μάρτιο του 1987, οπότε η κρίση έφθασε στα όρια ένοπλης αντιπαράθεσης, όταν το τουρκικό πλοίο Σισμίκ-1, συνοδευόμενο από τουρκικά πολεμικά, επιχείρησε να πραγματοποιήσει έρευνες έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη ελληνικών νησιών. Η κρίση εκτονώθηκε με την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των δύο πρωθυπουργών (του Ανδρέα Παπανδρέου και του Τουργκούτ Οζάλ

To 1995 η Ελλάδα υπέγραψε και επικύρωσε τη Σύμβαση ΔΘ 1982, δηλώνοντας ότι θα ασκήσει το σχετικό δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. όταν το αποφασίσει. Η αντίδραση της Τουρκίας θα έρθει εντός της ίδιας χρονιάς μέσω της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, η οποία θα δηλώσει ότι εξουσιοδοτεί την τουρκική κυβέρνηση για τη λήψη όλων των απαραίτητων ενεργειών (συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών) για την παρεμπόδιση της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων (το γνωστό “casus belli”). Κάτι το οποίο δεν παραλείπει να υπενθυμίζει μέσω δηλώσεων των αξιωματούχων της[14][15], αν και επίσημα αρνείται ότι κάτι τέτοιο ισχύει.[16] Από την πλευρά της, η Ελλάδα θα θέσει την άρση του casus belli ως προϋπόθεση ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. 

Εικόνα 4: Τα χωρικά ύδατα Ελλάδας και Τουρκίας με την επέκταση από τα 6 
στα 12 ν.μ. (δεξιά) και χωρίς αυτήν (αριστερά).

Μεταξύ άλλων, η Τουρκία έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν αποδέχεται τον Χάρτη της Σεβίλλης. Ο Χάρτης της Σεβίλλης[17] δημιουργήθηκε το 2003 από το Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, μετά από αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που, όπως φαίνεται, ήθελε να γνωρίζει τα θαλάσσια σύνορα και τις θαλάσσιες δικαιοδοσίες της Μεσογείου (δηλαδή τις ΑΟΖ των κρατών μελών), με σκοπό την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος της Μεσογείου. Ο χάρτης δημιουργήθηκε με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS), και θεωρεί ότι τα κράτη έχουν επεκτείνει τα χωρικά τους ύδατα στα 12 ν.μ. Ο Χάρτης της Σεβίλλης οριοθετεί την ΑΟΖ στο Καστελόριζο, από την οποία συνεπάγεται η σύνδεση μεταξύ της Ελληνικής και της Κυπριακής ΑΟΖ, και έχει υποβληθεί στα Ηνωμένα Έθνη. 

Εικόνα 5: Οι ΑΟΖ των χωρών της ανατολικής Μεσογείου με βάση τον Χάρτη της Σεβίλλης[17]

Βασικό ρόλο στην αντίδραση της Τουρκίας αναφορικά με την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. και με τον καθορισμό της ελληνικής ΑΟΖ, διαδραμάτισε η ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου. Στη διαμάχη αυτή οφείλονται και οι κρίσεις του 1976 (η κρίση του «Χόρα»), του 1987 (κρίση του «Σισμίκ») και του 1996 (κρίση στα Ίμια).

Η αρχική αντίδραση της Τουρκίας στην επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. βασιζόταν στον ισχυρισμό ότι διακυβεύονται ζωτικά της συμφέροντα και στο ότι δεν θα έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τις ανοιχτές θάλασσες. Βέβαια, το δεύτερο δεν ισχύει αφού το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει το δικαίωμα της «αβλαβούς διέλευσης». Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδια η Τουρκία έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., τόσο στη Μαύρη Θάλασσα, όσο και στο Αιγαίο (ανατολικά της Αττάλειας). Παράλληλα, από το 2006, η Τουρκία έχει εμφανίσει και το αναθεωρητικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας»[18] (Μάβι Βατάν), σύμφωνα με το οποίο η Τουρκία αμφισβητεί την κυριαρχία των ελληνικών νησιών του Αιγαίου καθώς και της ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ.

Εικόνα 6: Ο χάρτης της «Γαλάζιας Πατρίδας» [18]

Χρήσιμες Έννοιες

Παρακάτω εξηγούμε μερικές έννοιες οι οποίες είναι χρήσιμες γιατί χρησιμοποιούνται συχνά σε θέματα που αφορούν παραβιάσεις των θαλασσίων ζωνών ή άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός παράκτιου κράτους σε αυτές. 

NAVTEX

Η λέξη Navtex προέρχεται από τους όρους NAVigational TEleX, και στην ουσία πρόκειται για μια υπηρεσία μετάδοσης ανακοινώσεων σε ναυτιλομένους. Οι ανακοινώσεις αυτές είναι δύο κατηγοριών. Η μία κατηγορία αφορά μετεωρολογικά δεδομένα, και η άλλη ειδοποιήσεις που έχουν σκοπό την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν θέματα έρευνας και διάσωσης. Επίσης, υπάρχουν δύο ειδών NAVTEX. Στο  πρώτο ανήκουν αυτές που εκδίδονται από συγκεκριμένα κράτη και αφορούν μεγαλύτερες θαλάσσιες περιοχές εντός των οποίων έχουν χωρικά ύδατα πολλές χώρες. Στο δεύτερο ανήκουν οι τοπικές NAVTEX που εκδίδει κάθε κράτος και αφορούν ειδοποιήσεις ασφάλειας ναυσιπλοΐας μόνο εντός των χωρικών υδάτων του κράτους αυτού. Οι πληροφορίες των NAVTEX λαμβάνονται αυτόματα από τα πλοία και εκτυπώνονται απευθείας με τηλετυπικό τρόπο.

ΝΟΤΑΜ

Η ΝΟΤΑΜ είναι μια Ειδοποίηση προς Αεροπόρους (Notice to Airmen – NOTAM ή NoTAM) που υποβάλλεται από μια Αρχή της αεροπορίας (κυβερνητικές υπηρεσίες ή  φορείς εκμετάλλευσης αερολιμένων) ώστε να προειδοποιήσει πιλότους για πιθανούς κινδύνους σχετικά με την πορεία πτήσης τους ή με μια τοποθεσία, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την ασφάλεια της πτήσης. Τα αεροπλάνα διαθέτουν λογισμικό το οποίο επιτρέπει στους πιλότους να αναγνωρίζουν τις ΝΟΤΑΜ που βρίσκονται κοντά στην πορεία τους ή στον προορισμό τους.

Νηοψία

Νηοψία είναι η διαδικασία κατά την οποία ένα πολεμικό πλοίο ή πλοίο της Ακτοφυλακής μιας παράκτιας χώρας διακόπτει την πορεία εμπορικού πλοίου, προκειμένου να προβεί σε ελέγχους προς εξακρίβωση τέλεσης απαγορευμένων ή αξιόποινων πράξεων. Η νηοψία αποτελεί διεθνές δικαίωμα και διενεργείται ως επί το πλείστον εντός των χωρικών υδάτων της παράκτιας χώρας. Στα διεθνή ύδατα, αντίθετα, εμπορικό πλοίο μπορεί να ελεγχθεί μόνο από πολεμικό πλοίο της χώρας του (της χώρας της οποίας φέρει τη σημαία). Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελούν οι περιπτώσεις διεθνών εγκλημάτων όπως η πειρατεία, η δουλεμπορία και η παράνομη ραδιοτηλεοπτική εκπομπή, οπότε μπορεί να επέμβει πολεμικό πλοίο οποιουδήποτε κράτους. Επίσης, επιτρέπεται η συνέχιση στα διεθνή ύδατα καταδίωξης, η οποία έχει αρχίσει εντός των χωρικών υδάτων κράτους από πολεμικά πλοία ή αεροσκάφη του κράτους αυτού, εφόσον δεν έχει στο μεταξύ διακοπεί. Τα περί νηοψίας στην ανοιχτή θάλασσα ρυθμίζονται από τη Σύμβαση ΔΘ 1982.

 

Αναφορές:

[1]. «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας», Wikipedia
[2]. «Αιγιαλίτιδα Ζώνη», Wikipedia
[3]. «Αιγιαλίτιδα Ζώνη», Γενικό Επιτελείο Στρατού
[4]. «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας»
[5]. «Υφαλοκρηπίδα», Wikipedia
[6]. «Βενιαμίν Καρακωνστάνογλου: Ο πλούτος των ΑΟΖ- Τα θησαυροφυλάκια των παράκτιων κρατών», Youtube, 2024
[7]. «Ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα», Wikipedia
[8]. «Η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο δίκαιο της θάλασσας μέσα από την κρίση διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων», Σοφία Δαμπάλη, Νομική Σχολή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, 2008
[9]. https://cil.nus.edu.sg/wp-contentuploads/2019/06/Robert-Harris-2019-Maritime-Boundary-Workshop.pdf
[10]. «Χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ με απλά λόγια», Δρ. Φάνης Τσουλουχάς, 2021
[11]. «Νησιά και βράχοι στο Διεθνές Δίκαιο», ΟΔΕΘ, 2021
[12]. Ομιλία, Κωνσταντίνος Γρίβας, 2024
[13]. «Η Απόφαση επί της διαφοράς στη Νότιο Σινική Θάλασσα και η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών», Καγιαλής Ηλίας, 2017, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
[14]. «Τσαβούσογλου: Casus belli τα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο», EURO2day, 2021
[15]. «Το casυs belli για τα 12 μίλια "υπενθύμισε" o Χ. Ακάρ: "Μην μας δοκιμάσει η Ελλάδα"», Capital.gr, 2022
[16]. Ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας 
[17]. «The Seville map that challenges Turkey, Greece, US and the EU», Keep Talking Greece, 2020
[18]. «Γαλάζια Πατρίδα», Wikipedia