Skip to main content
x
Ελληνικό Χρέος

Η ελληνική χρεωκοπία του 2010 – Μέρος Α’

Γράφει ο Αλέξανδρος Γουγούσης

Έλλειμμα, χρέος και spreads

Θα ξεκινήσουμε εξηγώντας τρεις πολύ βασικές έννοιες. Το «έλλειμμα», το «δημόσιο χρέος» και τα «spreads». Το έλλειμμα υπολογίζεται σε ετήσια βάση, και προκύπτει από τα έσοδα μείον τα έξοδα της Γενικής Κυβέρνησης του Κράτους για μια συγκεκριμένη χρονιά. Αν τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα, τότε υπάρχει έλλειμμα. Αλλιώς, υπάρχει πλεόνασμα. Όπως καταλαβαίνει κανείς, όταν υπάρχει έλλειμμα αναγκαζόμαστε να δανειστούμε για να καλύψουμε τα έξοδα της συγκεκριμένης χρονιάς. Άρα, όταν μιλάμε για το έλλειμμα, αναφερόμαστε πάντα σε μια συγκεκριμένη χρονιά, π.χ. για το έλλειμμα του 2002 ή το έλλειμμα του 2014. Αν δεν γίνεται αναφορά σε κάποια συγκεκριμένη χρονιά, τότε πιθανότατα μιλάμε για το έλλειμμα του τρέχοντος έτους. Το τμήμα των δανεικών από όλα τα προηγούμενα έτη που δεν έχει αποπληρωθεί ακόμα, αποτελεί το δημόσιο χρέος της χώρας τη δεδομένη χρονική στιγμή. Διαφορετικό χρέος είχαμε πέρυσι, διαφορετικό πριν τρεις μήνες και διαφορετικό σήμερα· γιατί κατά διαστήματα αποπληρώνουμε ένα τμήμα του χρέους ή δανειζόμαστε επιπλέον ποσά. Το δημόσιο χρέος μπορεί να εκφραστεί είτε ως απόλυτο ποσό, είτε ως ποσοστό του Α.Ε.Π. Συνήθως γίνεται το δεύτερο, επειδή το νούμερο αυτό αποτελεί και μια ένδειξη για την πιστοληπτική ικανότητα ή φερεγγυότητα μιας χώρας, δηλαδή την ικανότητα να διαχειριστεί και να αποπληρώσει το χρέος αυτό. 

Να τονίσουμε εδώ ότι μια χώρα δεν μπορεί να διατηρεί το χρέος της απλήρωτο χωρίς τίμημα. Κάθε χρόνο επιβαρυνόμαστε με τόκους για τα δανεικά που δεν έχουμε αποπληρώσει. Διαφορετικά, όλοι θα δανείζονταν και θα επέστρεφαν τα χρήματα όσο πιο αργά γίνεται. Επίσης, το χρέος μιας χώρας, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., μπορεί να αυξηθεί από τη μία χρονιά στην άλλη και χωρίς να υπάρχει έλλειμμα. Αυτό γίνεται όταν η ανάπτυξη της οικονομίας είναι αναιμική, δηλαδή όταν η αύξηση του Α.Ε.Π. της χώρας είναι μικρότερη από την αύξηση του χρέους εξαιτίας των τόκων. Τέλος, το χρέος μπορεί να αλλάξει τεχνητά αν κάποιος αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αυτό υπολογίζεται, γεγονός που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, διαδραματίζει διαχρονικά σημαίνοντα ρόλο τόσο στην ευρωπαϊκή, όσο και στη δική μας (ελληνική) οικονομική πραγματικότητα.

Τα spreads εκφράζουν το πόσο αυξημένο είναι το κόστος δανεισμού μιας χώρας. Έστω ότι μία χώρα A δανείζεται με επιτόκιο 2% και, με τη σειρά της, δανείζει αυτά τα λεφτά σε μια άλλη χώρα Β με επιτόκιο 5%. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα Β δανείζεται με επιτόκιο 3% μεγαλύτερο από ό,τι η χώρα Α. Κάθε επιπλέον 1% αντιστοιχεί και σε 100 μονάδες στα spreads της χώρας που δανείζεται. Έτσι, τα spreads της χώρας Β είναι 300 μονάδες. Με άλλα λόγια, τα spreads εκφράζουν το επιτόκιο δανεισμού της χώρας (3% = 300 μονάδες), όταν από αυτό αφαιρέσουμε το επιτόκιο δανεισμού της χώρας από την οποία δανείστηκε (2%).

Όταν λέμε ότι τα spreads της Ελλάδας εκτινάχθηκαν, για παράδειγμα, στις 1600 μονάδες, εννοούμε το εξής: Έστω ότι η Γερμανία δανείζεται με 2% επιτόκιο και στη συνέχεια δανείζει σε εμάς αυτά τα χρήματα με κάποιο επιτόκιο. Άρα, για να έχουνε φτάσει τα spreads μας στις 1600 μονάδες, σημαίνει ότι μας δανείζει με επιτόκιο 16% + 2% = 18%. Θεωρητικά, το επιτόκιο δανεισμού εκφράζει το ρίσκο δανεισμού (πόσο πιθανό είναι η χώρα Β να μην επιστρέψει τα λεφτά στη χώρα Α λόγω αδυναμίας, ή να τα επιστρέψει καθυστερημένα), αλλά στην πράξη εξαρτάται και από άλλους παράγοντες όπως η προσφορά (π.χ. πόσοι προσφέρονται να δανείσουν σε μια χώρα, και τι ποσά). 

Οι βασικές αυτές έννοιες είναι χρήσιμες για την κατανόηση των ιστορικών πολιτικοοικονομικών γεγονότων και αποφάσεων που λήφθηκαν στην Ελλάδα κατά το διάστημα 2003–2012, και συμβάλλουν στην κατανόηση της «διαδρομής» προς το πρώτο μνημόνιο, των λόγων αποτυχίας του, και των συνεπειών που ακολούθησαν στη συνέχεια (δεύτερο μνημόνιο και P.S.I.). 

Το «αμαρτωλό» παρελθόν των ελληνικών στατιστικών [1][2][3][4][5][6][7][8][9]

Πριν τις εκλογές του 2004, το ΠΑΣΟΚ δήλωνε ότι παρέδιδε το χρέος περίπου στο ύψος στο οποίο το είχε παραλάβει (δηλαδή περίπου στο 100% του Α.Ε.Π.). Η Νέα Δημοκρατία (Ν.Δ.) το κατηγορούσε για «μαγειρεμένα» οικονομικά στοιχεία. Οικονομικά στοιχεία όμως που είχαν γνωστοποιηθεί και εγκριθεί από τις ευρωπαϊκές αρχές. Παρ’ όλα αυτά, κεντρική προεκλογική δέσμευση της Ν.Δ. ήταν να αποκαλύψει την αλήθεια, όταν αναλάβει την εξουσία, με τη διενέργεια απογραφής για να αποκαλυφθεί η πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Και αυτό προσπάθησε να κάνει. Στις 11 Μαρτίου 2004, μόλις τέσσερις ημέρες μετά τις εκλογές, ο νέος υπουργός Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης έδωσε εντολή για τη δημοσιονομική απογραφή του έτους 2003. Από την απογραφή προέκυψε ότι το έλλειμμα για το 2003 ήταν 5,6% και όχι 1,7%, όπως είχε παρουσιάσει η προηγούμενη κυβέρνηση και είχε πιστοποιηθεί από τη Eurostat. 

[Σ.τ.Σ] Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αύξηση των ελλειμμάτων με την απογραφή του 2004 δεν έγινε διότι βρέθηκαν κρυμμένες δαπάνες ή πλαστά μεγέθη όπως ισχυριζόταν προεκλογικά η Ν.Δ., αλλά γιατί η κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε στην αλλαγή της μεθοδολογίας καταγραφής των εξοπλιστικών δαπανών. Εκείνη την εποχή η Κομισιόν έδινε τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις των χωρών-μελών να καταγράφουν τις εξοπλιστικές δαπάνες είτε με την παραγγελία του υλικού, είτε με την παραλαβή του. Ο λόγος φαίνεται πως είχε να κάνει με την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες. Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ακολουθούσε τη δεύτερη μέθοδο. Μετά τις εκλογές του 2004, η νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. χρησιμοποίησε την πρώτη μέθοδο, αλλάζοντας έτσι αποφασιστικά την εικόνα των δημοσιονομικών μεγεθών. Αλλαγές προέκυψαν και από την αναθεώρηση των πλεονασμάτων των ασφαλιστικών ταμείων, τον χρόνο καταχώρησης εσόδων κ.ά. Ωστόσο, και εδώ οι διαφορές προέκυψαν κυρίως λόγω μεταβολής των μεθοδολογικών τεχνικών. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι το 2006 η Eurostat αποφάσισε ότι η ορθή μέθοδος καταγραφής των εξοπλιστικών δαπανών ήταν αυτή του χρόνου παραλαβής του υλικού, δηλαδή η μέθοδος που χρησιμοποιούσε το ΠΑΣΟΚ πριν την απογραφή της Ν.Δ.

Η δραστική αλλαγή των δημοσιονομικών στοιχείων του 2003 προκάλεσε κάτι που δεν είχε υπολογίσει η κυβέρνηση της Ν.Δ.: την παρέμβαση της Κομισιόν. Η τελευταία προχώρησε σε μονομερή αναθεώρηση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων μέχρι το 1997, συμπεριλαμβάνοντας το 1999, έτος κρίσιμο, καθώς τη χρονιά εκείνη κρίθηκε η ένταξη της Ελλάδας στην Ο.Ν.Ε. Χωρίς την αναθεώρηση των αμυντικών δαπανών το έλλειμμα του 1999 θα ήταν 2,2% του Α.Ε.Π. Με την αναθεώρηση στις αμυντικές δαπάνες του 1999 προστέθηκαν 973,8 εκατ. € ή 0,9% του τότε Α.Ε.Π., και το τελικό έλλειμμα υπολογίστηκε στο 3,1%. Να θυμίσουμε ότι το όριο του 3% αποτελούσε ένα από τα κριτήρια που θα έπρεπε να ικανοποιεί μια χώρα για να ενταχθεί στο Ευρώ. Μπορεί η υπέρβαση να ήταν πολύ μικρή, ωστόσο σε επίπεδο εντυπώσεων η ζημιά ήταν μεγάλη. Η αξιοπιστία της χώρας δέχθηκε βαρύτατο πλήγμα. Μόλις έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα της απογραφής, η Ελλάδα έγινε πρώτο θέμα στον διεθνή Τύπο, με κατηγορίες ότι αλλοίωσε τα δημοσιονομικά στοιχεία της και ότι δεν θα έπρεπε να είχε ενταχθεί στην Ο.Ν.Ε. Ορισμένες ακραίες φωνές από διάφορες χώρες, κυρίως από τη Γερμανία, υποστήριξαν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αποπεμφθεί από το Ευρώ, ενώ και ευρωπαίοι αξιωματούχοι δήλωναν ότι με τα στοιχεία αυτά η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να ήταν μέλος της Ευρωζώνης.

[Σ.τ.Σ] Από το 2005, η Eurostat καταγράφει πλέον τις αμυντικές δαπάνες με τη λογιστική μέθοδο της παράδοσης και μόνον, για όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της Ε.Ε., όπως δηλαδή ίσχυε για την Ελλάδα πριν την αναθεώρηση του 2004. Η Eurostat τότε ζήτησε από τις χώρες να διορθώσουν τα στοιχεία αναδρομικά. Η Ελλάδα δεν έκανε αυτή τη διόρθωση. Μόνο για την περίοδο 1997–2004 και μόνο για την Ελλάδα, οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν υπολογιστεί με τη μέθοδο καταγραφής των πληρωμών τη στιγμή που γίνονται. Για αυτόν τον λόγο, η ορθότητα απεικόνισης του ελλείμματος ως ποσοστό 3,1% του Α.Ε.Π. για το 1999, αμφισβητείται.

Ο Γ. Αλογοσκούφης βρέθηκε να υπερασπίζεται τη μεθοδολογία που ακολούθησε η κυβέρνηση Σημίτη για την περίοδο 1997–1999, την ίδια στιγμή που χώρες της Ε.Ε. πίεζαν για νέες αναλυτικότερες έρευνες ώστε να εξακριβωθεί το τι ακριβώς συνέβη την κρίσιμη για την ένταξή μας στο Ευρώ περίοδο. Και ενώ η αξιοπιστία της χώρας είχε ήδη πληγεί, το φθινόπωρο του 2006 η κυβέρνηση της Ν.Δ. προχώρησε σε μία ακόμη αμφιλεγόμενη κίνηση. Η τότε Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.) προχώρησε στην αναθεώρηση του Α.Ε.Π., ανακοινώνοντας μια πρωτοφανή αύξηση κατά 25,6%, η οποία συρρίκνωνε το έλλειμμα στο 2,1% και το χρέος από το 107% στο 85,6%. Η απότομη αυτή αύξηση προκάλεσε την αντίδραση της Κομισιόν και τον χλευασμό των ξένων μέσων. Η Wall Street Journal δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Ελληνικά κόλπα», το οποίο γελοιοποιούσε την αναθεώρηση του Α.Ε.Π. Αν και η συμβολή παράνομων δραστηριοτήτων όπως η πορνεία και τα ναρκωτικά στην αύξηση του Α.Ε.Π. ήταν μικρή στο συνολικό ποσοστό, η ζημιά είχε γίνει. Η εφημερίδα Financial Times δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Το αρχαιότερο επάγγελμα δίνει ώθηση στο ελληνικό Α.Ε.Π.». Παρόμοια άρθρα και από τη Guardian και το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNN.

Η αναθεώρηση απορρίφθηκε από την Κομισιόν, η οποία θεώρησε ότι η αύξηση του Α.Ε.Π. γινόταν για να επιτευχθεί έτσι έμμεσα η μείωση του χρέους και του ελλείμματος και να αποφευχθούν μέτρα λιτότητας για τη δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας και τη μείωση του ελλείματος κάτω από το 3%. Η τελική επικύρωση από τη Eurostat για τα στοιχεία του 2006 έγινε το 2007, και ανέφερε έλλειμμα 2,6% και χρέος στο 104,6% του Α.Ε.Π. Η ίδια ανακοίνωση έδινε και στοιχεία για τα προηγούμενα χρόνια:

                        Έλλειμμα         Χρέος

2004                7,9 %               108,5 %           

2005                5,5 %               107,5 %

2006                2,6 %               104,6 %

Όπως φαίνεται, η επίτευξη των στόχων για τον περιορισμό του ελλείμματος ήταν κάτι για το οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν φημίζονταν. Αν και ο αρχικός στόχος για το έλλειμμα του 2007 ήταν 2,2%, τον Μάρτιο του 2008 η Ελλάδα έστειλε στοιχεία στη Eurostat που το τοποθετούσαν στο 2,8%. Μετά από επικαιροποίηση αρκετών στοιχείων, η Eurostat ανακοίνωσε το τελικό έλλειμμα του 2007 στο 3,5%, και το χρέος στο 94,8% του Α.Ε.Π. (το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών μετά της Ιταλίας, το οποίο βρισκόταν στο 104%). Το έλλειμμα του 2008, με αρχικό στόχο το 2,5%, υπολογίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση στο 3,5% τον Φλεβάρη του 2009, ενώ τον Απρίλιο η Eurostat το τοποθέτησε στο 5%.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα γεγονότα που ακολούθησαν, θα πρέπει κάπου εδώ να αναφερθούμε στην κατάσταση που επικρατούσε στον ελληνικό και ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα το 2009.

Η κατάσταση στον (ελληνικό και ευρωπαϊκό) τραπεζικό τομέα [10][11][12][13][14]

Μετά το 2001, η Ελλάδα εμφάνιζε πληθωρισμό μεγαλύτερο από άλλες χώρες της Ευρώπης. Έτσι, οι δανειολήπτες στην Ελλάδα μπορούσαν να «ανεχτούν» υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Υψηλά επιτόκια δανείων σημαίνει σημαντικό κέρδος για τον δανειστή (πιστωτή). Έτσι, μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες θέλησαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και να δραστηριοποιηθούν στον τομέα των ελληνικών δανείων, εξαγοράζοντας ελληνικές τράπεζες ή συστήνοντας συνεργασίες με αυτές. Ιδιαίτερα οι ιδιωτικές τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης (κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας) χρησιμοποίησαν τα χρήματα που τους δάνειζε φτηνά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.) και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve) των Η.Π.Α. για να αυξήσουν τις πιστώσεις τους προς χώρες όπως η Ελλάδα (δανείζοντας χρήματα τόσο στις ελληνικές τράπεζες όσο και στο ελληνικό Κράτος, π.χ. μέσω αγοράς ομολόγων) και να επωφεληθούν από τα υψηλότερα επιτόκια.

Οι ελληνικές τράπεζες εκμεταλλεύθηκαν άπληστα τη μεγάλη παροχή ρευστότητας, ωθώντας τους πελάτες τους σε αυξημένο δανεισμό. Κυρίως τα νοικοκυριά (αύξηση δανεισμού κατά 400%) και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (αύξηση δανεισμού κατά 150%). Ενδεικτικά, το 2009 το τραπεζικό σύστημα στη χώρα μας διέθετε καθαρά κεφάλαια (μετοχικό κεφάλαιο) περί τα 30 δισ. €, ενώ το ύψος των πιστώσεών τους (τα χρήματα που είχαν δανείσει) βρισκόταν κοντά στα 500 δισ. €. 

Πιστώσεις ελληνικών τραπεζών 

Πιστώσεις χορηγηθείσες από τις ελληνικές τράπεζες προς τους εθνικούς οικονομικούς παράγοντες (2001-2008) [10]

Το 2007 θα ξεκινήσει η κρίση της αγοράς ακινήτων στις Η.Π.Α. και θα επακολουθήσει η κατάρρευση το 2008. Πολλά από τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα (τα CDOs), στα οποία ήταν βασισμένη η «φούσκα των ακινήτων», είχαν αγοραστεί από ευρωπαϊκές τράπεζες και ομίλους, μιας και η απληστία δεν έχει σύνορα (όλοι ήθελαν να συμμετάσχουν στο «πάρτυ»). Έτσι, με μια μικρή χρονική καθυστέρηση, η οικονομική κρίση θα μεταφερθεί και στην Ευρώπη, με πτωχεύσεις τραπεζών σε Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισλανδία, Βέλγιο και Γερμανία. Μεγάλο πλήγμα θα δεχθεί και η εμπιστοσύνη μεταξύ των τραπεζών, με αποτέλεσμα τα διατραπεζικά δάνεια να μειωθούν σημαντικά. Οι ελληνικές τράπεζες που εξαρτιόντουσαν σε σημαντικό βαθμό από αυτό το είδος χρηματοδότησης θα περιέλθουν σε κρίσιμη κατάσταση. Το πρόβλημα θα επιδεινωθεί από το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια (2005 έως 2008) είχε γίνει μαζική αναδιανομή κερδών με τη μορφή υπέρογκων μερισμάτων που καταβάλλονταν στους ιδιώτες μετόχους, αντί να χρησιμοποιηθούν σε «προβλέψεις ζημιών»· τα χρήματα, δηλαδή, που «μπαίνουν στην άκρη», ώστε να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση που η τράπεζα εμφανίσει ζημίες (π.χ. λόγω δανείων στα οποία οι λήπτες εμφάνιζαν αδυναμία αποπληρωμής). Έτσι, η τιμή των μετοχών τους θα καταρρεύσει στο δεύτερο μισό του 2008 και, ταυτόχρονα, τα επιτόκια που έπρεπε να καταβάλλουν για να χρηματοδοτηθούν θα αυξηθούν κατά 500 μονάδες βάσης (spreads).

Η Ε.Κ.Τ. θα στηρίξει τη ρευστότητα των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης (και μέσω αυτών, και των υπόλοιπων τραπεζών των κρατών-μελών). Οι κεντρικές τράπεζες θα γίνουν οι κύριες πηγές χρηματοδότησης των ιδιωτικών τραπεζών κατά τα έτη 2008 και 2009. Τον Οκτώβρη του 2008, δεδομένης της κρίσης των ελληνικών τραπεζών, η ελληνική κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή θα ανακοινώσει ένα πακέτο στήριξης ύψους 28 δισ. €, εκ των οποίων τα 3,5 δισ. θα αξιοποιηθούν για μια πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το δε υπόλοιπο για εγγυήσεις που θα τους επέτρεπαν να συνεχίζουν να χρηματοδοτούνται από την Κεντρική τράπεζα. Η κίνηση αυτή, εκτός από το ότι θα ανεβάσει το έλλειμμα για το 2008, θα αυξήσει και τα spreads των ελληνικών ομολόγων, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού για τη χώρα. Είναι η στιγμή που το Δημόσιο αρχίζει να επιβαρύνεται με τη διάσωση του τραπεζικού τομέα, μετατρέποντας την τραπεζική κρίση σε δημοσιονομική. Να αναφέρουμε εδώ ότι παρόμοιες πολιτικές στήριξης του τραπεζικού τομέα εφαρμόστηκαν τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Ευρώπη, οδηγώντας σε πολύ σημαντική αύξηση του δημοσίου χρέους, χωρίς όμως να επιτύχουν μια πραγματική εξυγίανση του τραπεζικού τομέα. 

Όπως και να έχει, η κίνηση της κυβέρνησης Καραμανλή ήταν πολύ μικρή για να βελτιώσει την άσχημη κατάσταση των τραπεζών, και η ανησυχία για την κατάστασή τους διέσχιζε τα ελληνικά σύνορα. Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 2009 οι ελληνικές τράπεζες έπρεπε να αποπληρώσουν 78 δισ. € βραχυπρόθεσμου χρέους προς ξένες τράπεζες. Το ποσό αυτό ανερχόταν στα 112 δισ. αν λαμβάνονταν υπ’ όψιν και τα δάνεια από ξένα μη τραπεζικά επενδυτικά σχήματα. Μια πιθανή κατάρρευση θα καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους. Αυτό άρχισε να ανησυχεί και τους ξένους δανειστές, γιατί η έκθεσή τους στις ελληνικές τράπεζες ήταν μεγάλη, και, αν οι ελληνικές τράπεζες πτώχευαν, θα εφάρμοζαν κάποιο «κούρεμα» στα δάνεια των πιστωτών τους και οι ζημίες τους θα ήταν μεγάλες. Οπότε, η κρίση θα μεταδιδόταν και στις υπόλοιπες χώρες (κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία).

O εκτροχιασμός του ελλείματος [1][5][15][16][17][18][19][20][21][22]

Κατ’ αρχάς, να τονίσουμε ότι ο αρχικός προϋπολογισμός για το 2009 προέβλεπε έλλειμμα 2%. Όμως, ήδη από τις αρχές του 2009, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας για το 2008 υπολογιζόταν περίπου στο 3,7%, έναντι της εκτίμησης που είχε γίνει για 2,5%, και οι πρώτες εκτιμήσεις για το 2009 μιλούσαν για διατήρηση του ελλείματος στο ίδιο επίπεδο με την προηγούμενη χρονιά. Την άνοιξη του 2009, το Δ.Ν.Τ. έβλεπε πως τα δημοσιονομικά της Ελλάδας εκτροχιάζονταν και πάλι. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. πήρε κάποια μέτρα τον Μάρτιο του 2009 αλλά ήταν πολύ περιορισμένα. Τον Απρίλιο, η Κομισιόν θα προειδοποιήσει ότι το έλλειμμα για το 2009 θα έφτανε το 5,1%, ενώ μέσα στο καλοκαίρι οι προειδοποιήσεις των ευρωπαίων μιλούσαν για έλλειμμα που θα άγγιζε το 10% του Α.Ε.Π. Τον Ιούνιο του 2009, το Δ.Ν.Τ. καλούσε τη χώρα να πάρει μέτρα εσπευσμένα. Τέλη Ιουνίου η κυβέρνηση αποφάσισε να πάρει κάποια πρόσθετα μέτρα με σκοπό τη μείωση του ελλείματος στο 3,7%, ενώ οι εμπειρογνώμονες του Δ.Ν.Τ. τόνιζαν ότι οι εκτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης ήταν πολύ αισιόδοξες, και εκτιμούσαν ότι το έλλειμμα του 2009 θα έφτανε στο 6,2% και το χρέος στο 109% (εξαιτίας του ελλείμματος και μιας μείωσης του Α.Ε.Π.). Οι παραινέσεις για τη λήψη περισσότερων μέτρων ήταν συνεχείς. Ήταν επίσης φανερό ότι οι τράπεζες βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση και θα ήταν αναγκαία η ανακεφαλαιοποίησή τους και η στήριξη από την Ε.Κ.Τ. Αν και η κατάσταση δεν είχε ξεφύγει ακόμα, η αύξηση των spreads από τις αρχές του έτους ήταν δυσοίωνο σημάδι για τη χώρα. Ευτυχώς, μέχρι τον Ιούλιο είχαν καλυφθεί όλες οι δανειακές ανάγκες για το 2009. Η κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα περιορίσει το έλλειμμα στο 3,7%, και αν χρειαζόταν θα έπαιρνε περισσότερα μέτρα τον Οκτώβριο. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γ. Προβόπουλος είχε ενημερώσει από τις αρχές Σεπτέμβρη, τόσο την κυβέρνηση όσο και την αντιπολίτευση, ότι το έλλειμμα για το 2009 θα ήταν πιθανότατα άνω του 10%. Κάμποσες μέρες πριν τις εκλογές ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπαθανασίου έλεγε ότι, αν δεν εφαρμοστούν τα μέτρα που είχε προαναγγείλει η Ν.Δ., το έλλειμμα θα έφτανε το 8%. Ωστόσο, δύο μέρες πριν τις εκλογές του Οκτώβρη η κυβέρνηση θα στείλει στοιχεία στην Κομισιόν που τοποθετούσαν το έλλειμμα στο 6%. Η αποκλιμάκωση των spreads από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο μάλλον δημιούργησε την εντύπωση στα μεγάλα κόμματα ότι η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. 

Η Ν.Δ. θα χάσει τις εκλογές από το ΠΑΣΟΚ· και έτσι, στις 19 Οκτωβρίου 2009 ο νέος υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου θα ταξιδέψει στο Λουξεμβούργο για να συμμετάσχει στο πρώτο του Eurogroup. Στη συνεδρίαση αυτή ο κ. Παπακωνσταντίνου θα ενημερώσει τους ομολόγους του ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα για το 2009 δεν θα είναι 6% του Α.Ε.Π. –όπως είχε ενημερώσει την Κομισιόν η κυβέρνηση Καραμανλή 17 ημέρες νωρίτερα– αλλά 12,5%. Το νούμερο αυτό φαίνεται πως δεν προερχόταν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, αλλά από εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος (δηλαδή ότι το ταμειακό έλλειμμα ανερχόταν στο 10% του Α.Ε.Π. τους πρώτους 9 μήνες του έτους και θα έφτανε το 12–13% του Α.Ε.Π. μέχρι το τέλος του έτους). Η ανακοίνωση αυτή δημιούργησε αναστάτωση και εκνευρισμό στο Eurogroup. Το ίδιο βράδυ, ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ θα δηλώσει με έντονο ύφος σε μια συνέντευξη Τύπου: «Το παιχνίδι τέλειωσε. Χρειαζόμαστε σοβαρά στατιστικά στοιχεία».

Στις 22 Οκτωβρίου η Ελλάδα θα στείλει ανανεωμένα στοιχεία για το 2008 ανεβάζοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 7,7% του Α.Ε.Π. και το δημόσιο χρέος στο 99,2%, μειώνοντας την αξιοπιστία της Ελλάδας ακόμα περισσότερο. Συγκριτικά, να αναφέρουμε ότι το χρέος της Ιταλίας για το 2008 βρισκόταν στο 105,8% αλλά το έλλειμά της ήταν αρκετά μικρότερο (2,7%). Την ίδια μέρα, ο οίκος αξιολόγησης Fitch θα υποβαθμίσει την Ελλάδα από το επίπεδο A στο Α-. Ακολουθεί ένα μπαράζ υποβαθμίσεων στο επόμενο διάστημα από όλους τους οίκους αξιολόγησης. Παρά την ανακοίνωση του τεράστιου ελλείμματος, οι εξαγγελίες του νέου υπουργού Οικονομικών για ένα νέο ξεκίνημα δημιουργούν προσδοκίες στις διεθνείς αγορές ότι η Ελλάδα επιτέλους προτίθεται να αναλάβει δράση. Τα spreads θα ανέβουν αλλά θα παραμείνουν ακόμα σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Εξαιτίας της περιορισμένης αντίδρασης των αγορών, τα περισσότερα μέλη του υπουργικού συμβουλίου δεν αντιλαμβάνονται το κρίσιμο των περιστάσεων, και έτσι πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ πιέζουν για πιο ήπια προσαρμογή και υλοποίηση κάποιων προεκλογικών δεσμεύσεων.

Ελληνικά spreads 

H εξέλιξη των spreads 10-ετών ομολόγων [19]

Το τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού που θα κατατεθεί στις 20 Νοεμβρίου προβλέπει μείωση του ελλείμματος του 2010 από 12,5% σε 9,5% του Α.Ε.Π. Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να μείνει πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις και θα συμπεριλάβει σε αυτόν αυξήσεις δαπανών για την Παιδεία, τις αγροτικές συντάξεις και τους μισθούς στο Δημόσιο. Η κίνηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξωφρενική, όχι μόνο λόγω του τεράστιου ελλείμματος αλλά και επειδή, όπως φαίνεται, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2009 ο Παπανδρέου διερευνούσε και το σενάριο προσφυγής στο Δ.Ν.Τ., αν η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο. Ο επικεφαλής του Δ.Ν.Τ. πίστευε ότι, για να προχωρήσει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να υπάρχει συμφωνία των μελών του Δ.Ν.Τ. που ανήκαν στην Ε.Ε., καθώς και της Ε.Κ.Τ., για στήριξη. Ο λόγος θα αναλυθεί λίγο παρακάτω. Οι ευρωπαίοι όμως ήταν αρνητικοί στην εμπλοκή του Δ.Ν.Τ. Πιθανόν, γιατί το καταστατικό του Δ.Ν.Τ. απαιτούσε το χρέος μιας χώρας να είναι βιώσιμο ώστε να τη στηρίξει, και η βιωσιμότητα με τη σειρά της απαιτούσε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, κάτι το οποίο οι ευρωπαίοι προσπαθούσαν να αποφύγουν τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Οι διαπραγματεύσεις του Δ.Ν.Τ. με την Ευρωζώνη και η απώλεια πολύτιμου χρόνου [1][15][22][23][24]

Οι εμπειρογνώμονες του Δ.Ν.Τ. είχαν υπολογίσει ότι η Ελλάδα θα χρειαζόταν κάτι πολύ περισσότερο από έναν προσωρινό δανεισμό. Εκτιμούσαν ότι θα απαιτούνταν περίπου 150 δισ. € για το διάστημα 2010–2013. Το σκεπτικό του Δ.Ν.Τ. μέχρι και τον Μάρτιο ήταν ότι η Ελλάδα θα δανειζόταν τα 75 δισ. από τις αγορές και τα άλλα 75 δισ. από το Δ.Ν.Τ. και την Ε.Ε. Από αυτά τα 75 δισ. το Δ.Ν.Τ. θα κάλυπτε το 1/3 (25 δισ.) και η Ε.Ε. τα άλλα 2/3 (50 δισ.). Και αυτό γιατί το μέγεθος της χρηματοδότησης που μπορούσε να προσφέρει το Δ.Ν.Τ. στην Ελλάδα είχε όρια. Θεωρητικά, δεν έπρεπε να ξεπερνά το δεκαπλάσιο της συμμετοχής (ποσόστωσης) της Ελλάδας στο Δ.Ν.Τ. Δηλαδή, 1 δισ. x 10 = 10 δισ. Πρακτικά, είχαν υπάρξει στο παρελθόν και χρηματοδοτήσεις του Δ.Ν.Τ. που είχαν ανέλθει στο x20 (Νότια Κορέα) ή το x18 (Τουρκία). Ακόμη και έτσι, το Δ.Ν.Τ. από μόνο του δεν μπορούσε να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας και δεν μπορούσε καν να συμμετάσχει αν δεν υπήρχε εγγύηση στήριξης και από την Ε.Ε. Όμως, οι όροι που ήθελαν να επιβάλουν οι ευρωπαίοι δεν έβρισκαν σύμφωνο το Δ.Ν.Τ. γιατί έθεταν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. 

Τρία φαίνεται πως ήταν τα βασικά σημεία διαφωνίας μεταξύ του Δ.Ν.Τ. και της Ε.Ε.:

(α) Μέχρι και τον Μάρτιο, το Δ.Ν.Τ. προσπαθούσε να πείσει τους ευρωπαίους να ανακοινώσουν προληπτικά ότι Δ.Ν.Τ. και Ε.Ε. θα στήριζαν την Ελλάδα σε περίπτωση που χρειαζόταν, ώστε να εφησυχάσουν οι αγορές και να μειωθούν τα spreads. Το σκεπτικό ήταν ότι η Ελλάδα έπρεπε να διατηρήσει την πρόσβαση στις αγορές. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες όμως ήθελαν η Ελλάδα, πρώτα να ζητήσει επίσημα τη στήριξη, και μετά να εγκρίνουν τον μηχανισμό στήριξης από τα κοινοβούλιά τους. Άλλοι, όπως οι χώρες της βόρειας Ευρώπης, το έκαναν λόγω μιας τιμωρητικής διάθεσης απέναντί της, και άλλοι επειδή θα δυσκολεύονταν να το δικαιολογήσουν στα κοινοβούλιά τους αν η Ελλάδα δεν είχε ανακοινώσει ότι όντως έχει ανάγκη στήριξης. 

(β) Το πρόγραμμα προσαρμογής που προωθούσαν οι σκληροί της ευρωζώνης (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία) ήταν αρκετά αυστηρό (3ετής προσαρμογή αντί της 10ετούς που πρότεινε το Δ.Ν.Τ., και 5% επιτόκιο για τα χρήματα που θα προέρχονταν από την Ε.Ε., την ίδια στιγμή που το Δ.Ν.Τ. θα μας δάνειζε με επιτόκιο 3–3,5%) και οι εμπειρογνώμονες του Δ.Ν.Τ. εκτιμούσαν ότι δεν θα πετύχαινε (μεταξύ άλλων θα δημιουργούσε και ύφεση με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του Α.Ε.Π.). Αυτό δημιουργούσε πρόβλημα και στο Δ.Ν.Τ. γιατί δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει ένα μη βιώσιμο χρέος (δηλαδή περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει σημαντική πιθανότητα να μην πάρει τα χρήματά του πίσω). 

(γ) Ο γαλλο-γερμανικός άξονας (και οι δορυφόροι τους) πίεζαν να μη γίνει αναδιάρθρωση του χρέους, την οποία, τόσο ο Στρος Καν όπως και αρκετές χώρες-μέλη του Δ.Ν.Τ. (ιδίως αυτές που είχαν εμπειρία προσφυγής σε αυτό), πίστευαν ότι χρειαζόταν. Ο καθένας για τους λόγους του. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί για να προστατεύσουν τις τράπεζές τους, οι Ισπανοί και Ιταλοί για να μην υπάρξει αντίκτυπο στα δικά τους επιτόκια δανεισμού (μιας και είχαν ήδη υψηλό χρέος), και άλλοι για να μην υπάρξει προηγούμενο το οποίο θα εκμεταλλεύονταν και άλλες χώρες τις ευρωζώνης με υψηλά ποσοστά χρέους. Επίσης, ο πρόεδρος της Ε.Κ.Τ., Ζαν Κλοντ Τρισέ, πιθανότατα εκπροσωπώντας τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, δεν ήθελε να ακούσει καν για αναδιάρθρωση. Σημαντικό ρόλο για την αποφυγή της αναδιάρθρωσης διαδραμάτισε και ο πρώην αντιπρόεδρος της Ε.Κ.Τ., Λουκάς Παπαδήμος, ο οποίος συμβούλευε και τον Γ. Παπανδρέου. 

Οι ευρωπαίοι, για να επιβάλουν το δικό τους πρόγραμμα, απειλούσαν την Ελλάδα ότι, αν δεν δεχόταν, θα έπρεπε να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Παράλληλα, για να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση, καθυστερούσαν την επισημοποίηση και την επικύρωση του μηχανισμού στήριξης από τα κοινοβούλιά τους. Βέβαια, από τη μία, δεν υπήρχε κάποια διάταξη στη συνθήκη της Ε.Ε. που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να το κάνουν και, από την άλλη, η Ευρωζώνη δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει το αντίκτυπο μιας τέτοιας κίνησης, ακόμα κι αν επρόκειτο για εθελούσια έξοδο της Ελλάδας. Επίσης, η έκθεση των ξένων τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα και τις ελληνικές τράπεζες τον Δεκέμβριο του 2009 ήταν μεγάλη, όπως εξηγήσαμε παραπάνω. Με άλλα λόγια, θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι ήξεραν πως, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να στηρίξουν τη χρηματοδότηση της Ελλάδας.

Επίσης, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που θα πίεζαν προς μια τέτοια κατεύθυνση, όπως φάνηκε το 2015, όταν οι κινήσεις της κυβέρνησης Τσίπρα αύξησαν τις πιθανότητες για μια απρόβλεπτη αντίδραση της Ελλάδας. Τότε οι Η.Π.Α. διεμήνυσαν στη Μέρκελ ότι δεν θα αποδέχονταν μια έξοδο της Ελλάδας από την Ε.Ε. λόγω άρνησης χρηματοδότησης του χρέους της γιατί, μιας και η Ελλάδα δεν είχε κάποιο βιώσιμο εναλλακτικό σχέδιο για επιστροφή στη δραχμή, αυτό μπορεί να οδηγούσε την Ελλάδα σε αναζήτηση χρηματοδοτικής στήριξης από τη Ρωσία, την Κίνα ή τους BRICS. Κάτι που θα περιέπλεκε την κατάσταση στα Βαλκάνια σχετικά με την επιρροή του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα.

Η επιμονή των ευρωπαίων και οι καθυστερήσεις αυτές είχαν, όπως θα δούμε, σημαντικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της υπόθεσης. Τέλος, να σημειώσουμε εδώ ότι το Δ.Ν.Τ. πίεζε να γίνουν κινήσεις για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας των στατιστικών που παρέχονταν από την Ελλάδα, πριν εγκρίνει οποιαδήποτε χρηματοδότηση. Έτσι, στις 9 Μαρτίου 2010 ιδρύθηκε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η οποία αντικατέστησε την Ε.Σ.Υ.Ε., και η οποία στελεχώθηκε μέσα στο καλοκαίρι.

Ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τις αγορές και η συγκρότηση ενός προγράμματος προσαρμογής με προδιαγεγραμμένη αποτυχία [1][15][22][23][25][26][27][28]

Τέλη Μαρτίου του 2010 οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα των μεγάλων ελληνικών τραπεζών. Στις 11 Απριλίου, η Eurostat αναθεώρησε το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας για το 2009 από το 12,7% στο 13,6%, και παράλληλα εξέφρασε επιφυλάξεις για περαιτέρω αναθεώρηση «προς τα πάνω» λόγω ασαφειών γύρω από το πλεόνασμα των ασφαλιστικών ταμείων και άλλων δημόσιων οργανισμών, και λόγω της αποτύπωσης των market swaps. Το υπουργείο Οικονομικών προσπάθησε να ρίξει προκαταβολικά την ευθύνη για τα off-market swaps στην προηγούμενη κυβέρνηση. Έτσι, από τα μέσα Μαρτίου μέχρι τα μέσα Απριλίου, τα ελληνικά spreads ανέβηκαν στις 607 μονάδες. Αυτό σήμαινε ότι το επιτόκιο δανεισμού θα έφτανε περίπου στο 8% και, με λίγα λόγια, ότι η Ελλάδα είχε πρακτικά αποκλειστεί από τις αγορές, γιατί αν συνέχιζε να δανείζεται με τέτοια επιτόκια το χρέος θα γινόταν ανεξέλεγκτο. 

Ο πρακτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τις αγορές άλλαζε τα σχέδια. Το ποσό που απαιτούνταν πια να χρηματοδοτήσει το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Ε. διπλασιαζόταν. Οπότε, για να προχωρήσει η απαραίτητη στήριξη της Ελλάδας, θα έπρεπε οι προβλέψεις του Δ.Ν.Τ. να «μαγειρευτούν» ώστε να γίνουν πιο αισιόδοξες και έτσι να καταστεί το χρέος βιώσιμο. Δεδομένης της νέας κατάστασης, η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε να ακολουθήσει το πρόγραμμα των ευρωπαίων. Το Δ.Ν.Τ. «αναγκάστηκε» να ακολουθήσει. Στην ουσία, δέχτηκε ένα πρόγραμμα το οποίο ήταν τεχνικά αδύνατο να πετύχει, αφού οι πολύ σκληροί όροι προσαρμογής, αν δεν ήταν ανέφικτοι, σίγουρα θα προκαλούσαν απότομη μείωση του Α.Ε.Π. και άρα αποτυχία του προγράμματος. Κάτι το οποίο σχολιάστηκε αργότερα και από αρκετούς διεθνούς φήμης οικονομολόγους όπως ο Amarty Sen, o Joseph Stiglitz, ο τότε επικεφαλής του I.I.F. (Institute of International Finance – Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο) Charles H. Dallara, ο Nouriel Roubini και άλλοι. Οι «μαγειρεμένες» προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων του Δ.Ν.Τ. ήταν υπεραισιόδοξες για την εξέλιξη του ελλείματος και των spreads, όσο και για την εκτιμώμενη εξέλιξη του Α.Ε.Π. και των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις. Αν και τόνιζαν (για να είναι καλυμμένοι) το πόσο ευαίσθητο σε αποτυχίες ήταν το μοντέλο τους, πρότειναν να προχωρήσει η χρηματοδότηση ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί η Ευρωζώνη. Στις 23 Απριλίου του 2010, ο Γ. Παπανδρέου από το Καστελόριζο ζήτησε και επίσημα την ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης. 

Συμφωνήθηκε μια χρηματοδότηση ύψους 100 δισ. € για την περίοδο 2010–2012, από τα οποία το Δ.Ν.Τ. θα έπρεπε να καλύψει τα 30 δισ. (χρηματοδότηση x30), πράγμα πρωτοφανές για τη λειτουργία του Δ.Ν.Τ. Ο χρόνος πίεζε ήδη, μιας και η χώρα θα έπρεπε να δανειστεί 9 δισ. € μέχρι τις 9 Μαΐου για να αποπληρώσει κάποια ομόλογα που έληγαν. Τελικά, η Ευρωζώνη και το Δ.Ν.Τ. συμφώνησαν στις 9 Μαΐου. Αν και οι εμπειρογνώμονες του Δ.Ν.Τ. δεν μπορούσαν να εγγυηθούν σε μεγάλο βαθμό της βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους με αυτό το πρόγραμμα, τα κριτήρια του Δ.Ν.Τ. τροποποιήθηκαν σιωπηρά ώστε να επιτρέπεται η χρηματοδότηση σε περίπτωση που υπάρχει υψηλός συστημικός κίνδυνος για τη διάχυση του προβλήματος στον υπόλοιπο κόσμο. Για να αμβλύνει τις αντιδράσεις, η νομική υπηρεσία του Δ.Ν.Τ. υποσχέθηκε ότι αυτό θα ισχύσει στο μέλλον και για άλλες χώρες, αν χρειαστεί. Από την πλευρά τους ίσως είχαν δίκιο, μιας και είχαν δει το 2007 το αντίκτυπο που μπορεί να έχει η πτώχευση μιας μικρής τράπεζας, της Lehman Brothers, στην παγκόσμια οικονομία. Τώρα, η κατάρρευση μιας μικρής χώρας (της Ελλάδας) που όμως ήταν μέλος μιας νομισματικής ένωσης, μπορεί να είχε αντίστοιχο αντίκτυπο. 

Στις ενστάσεις αρκετών χωρών-μελών του Δ.Ν.Τ. για την απουσία μιας αναδιάρθρωσης από το πρόγραμμα, οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών χωρών που κατείχαν ελληνικά ομόλογα υποσχέθηκαν ότι θα διατηρούσαν τα ομόλογα αυτά. Όπως φάνηκε στη συνέχεια, η υπόσχεση αυτή ήταν μια παραπλάνηση των υπόλοιπων μελών του Δ.Ν.Τ., μιας και οι ευρωπαϊκές τράπεζες φρόντισαν να ξεφορτωθούν τα ομόλογα αυτά μέσα στα επόμενα 2 χρόνια, είτε ρευστοποιώντας τα στην ημερομηνία λήξης τους, είτε πουλώντας τα με έκπτωση στη δευτερογενή αγορά. 

Παράλληλα, οι διαδικασίες του Δ.Ν.Τ. απαιτούσαν στενή παρακολούθηση του προγράμματος προσαρμογής (ανά τρίμηνο), ώστε να επαληθεύεται ότι το χρέος είναι βιώσιμο πριν εκταμιευτεί η κάθε δόση. Παρ’ όλα αυτά, η Γερμανία και οι δορυφόροι της έδωσαν εντολή στους εκπροσώπους τους να επιβάλουν αυστηρότερους όρους προσαρμογής από αυτούς του Δ.Ν.Τ.

Ο δρόμος προς το P.S.I. (Private Sector Involvement) και το δεύτερο μνημόνιο [1][15]

Μέχρι τον Οκτώβρη του 2010, το πιο τεχνοκρατικό τμήμα του Δ.Ν.Τ. (με επικεφαλής τον Στρος Καν) προσπαθούσε, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα και κυρίως παρασκηνιακά, να πείσει τους ευρωπαίους να συμφωνήσουν σε μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, καθώς και την ελληνική κυβέρνηση να πιέσει προς την ίδια κατεύθυνση. Η επιρροή των ευρωπαϊκών χωρών στο Δ.Ν.Τ. ήταν αρκετά ισχυρή. Έτσι, ενώ η Διεύθυνση Στρατηγικής και Πολιτικών του Δ.Ν.Τ. πίεζε για μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, η ευρωπαϊκή διεύθυνση του Δ.Ν.Τ. προσπαθούσε να ακυρώσει κάθε προσπάθεια. Ο Πόουλ Τόμσεν, υπάλληλος του Δ.Ν.Τ. στη δεύτερη, φαίνεται να ασκούσε μεγαλύτερη επιρροή στην ελληνική κυβέρνηση από ότι ο Γενικός Διευθυντής του Δ.Ν.Τ. Στρος Καν. 

Οι προσπάθειες του Στρος Καν επικεντρώνονταν κυρίως στη Γερμανία, η οποία απέκλειε όχι μόνο το κούρεμα, αλλά και την επιμήκυνση του ελληνικού χρέους. Τον Οκτώβριο του 2010, ο Στρος Καν, δήλωσε σε μια δημόσια συνέντευξη ότι το Δ.Ν.Τ. ήταν έτοιμο να αποδεχτεί μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, αν και οι Ευρωπαίοι έκαναν το ίδιο, καθώς το χρέος της Ελλάδας δύσκολα θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί λόγω της συρρίκνωσης του Α.Ε.Π. Αντί να συμβάλει σε αυτή την κίνηση, τις επόμενες μέρες ο Έλληνας υπουργός οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου λειτούργησε εντελώς αντίθετα. Σε ένα δημόσιο πάνελ με Αμερικάνους προσκεκλημένους που υπερθεμάτιζαν της ανάγκης για μια αναδιάρθρωση, τόνισε ότι το πρόγραμμα προσαρμογής προχωρούσε με επιτυχία, και άρα δεν χρειαζόταν καμία αναδιάρθρωση, η οποία μάλιστα θεωρούσε ότι θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την Ευρωζώνη. 

Στις 15 Νοεμβρίου 2010 η Eurostat ανακοίνωσε ότι το ελληνικό έλλειμμα του 2009 αναθεωρούνταν στο 15,4% του Α.Ε.Π. Αυτό, όπως ήταν επόμενο, άλλαζε και τα δεδομένα για το 2010 για το οποίο το έλλειμμα θα άγγιζε το 9,4% (αντί του 8,1%) και το χρέος το 126,8% (αντί του 115,4%)! Παρ’ όλα αυτά, Υπουργείο Οικονομικών και Eurogroup συμπεριφέρονταν σαν να μην υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Τόσο οι Γερμανοί όσο και η ελληνική κυβέρνηση δήλωναν ότι δεν υπήρχε ανάγκη για αναδιάρθρωση. Τα spreads συνέχισαν να αυξάνονται. Όμως, καθώς οι εξελίξεις έδειχναν ότι πολύ δύσκολα μπορούσε πια να δικαιολογηθεί η επίτευξη των στόχων του 1ου μνημονίου, η άποψη για ανάγκη αναδιάρθρωσης του χρέους άρχισε να κερδίζει έδαφος στο Δ.Ν.Τ. Με αργούς όμως ρυθμούς. Τον Γενάρη του 2011, η Γερμανία δήλωσε για πρώτη φορά ότι ίσως χρειαζόταν μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Δηλώσεις και φήμες σχετικά με την επιμήκυνση αλλά και ένα πιθανό κούρεμα 20% άρχισαν να κυκλοφορούν στα μέσα ενημέρωσης. Κατά τον Μάρτη, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες φαίνονταν να αποδέχονται την ιδέα της αναδιάρθρωσης. Η Ε.Κ.Τ. όμως συνέχιζε να αποκλείει κάτι τέτοιο, παρόλο που το ελληνικό χρέος είχε φτάσει στο 140% του Α.Ε.Π. για το 2010! Το πρώτο τρίμηνο του 2011 οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης συνέχισαν να υποβαθμίζουν την Ελλάδα. 

Άρχισε να γίνεται κοινά παραδεκτό ότι η Ελλάδα δεν θα κατάφερνε να βγει στις αγορές το 2012. Οπότε, θα έπρεπε να ετοιμαστεί νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους (απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση εκταμίευσης των δόσεων του τρέχοντος προγράμματος). Η γενικότερη κατάσταση χειροτέρευε, με την Πορτογαλία να καταφεύγει και αυτή στο Δ.Ν.Τ. στις αρχές Απριλίου. Και ενώ τον Μάιο όλες οι χώρες έδειχναν να συμφωνούν με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, η Ε.Κ.Τ. συνέχισε να αρνείται κάθε συζήτηση, με τον αντιπρόεδρό της Λουκά Παπαδήμο να καλεί την Ελλάδα (που μόνο για αναδιάρθρωση δεν πίεζε) να επικεντρωθεί στις μεταρρυθμίσεις και να εγκαταλείψει την ιδέα της αναδιάρθρωσης. Εν τω μεταξύ, η απόκλιση από τους στόχους του 1ου μνημονίου μεγάλωνε, και νέα μέτρα προστίθονταν συνεχώς στο πρόγραμμα. Καθώς οι υποστηρικτές μιας αναδιάρθρωσης στο Δ.Ν.Τ. είχαν γίνει πλειοψηφία, και η Γερμανία είχε ήδη αποδεχτεί μια τέτοια κίνηση, άρχισαν να γίνονται συζητήσεις για αναδιάρθρωση του χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα σε εθελοντική βάση (P.S.I.), και για το πως αυτή θα γίνει χωρίς να θεωρηθεί ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε σε πτώχευση. Επίσης, μέσα στον Ιούνιο, η Κριστίν Λαγκάρντ εκλέχθηκε νέα γενική διευθύντρια του Δ.Ν.Τ., αντικαθιστώντας τον Στρος Καν.

Toν Ιούλιο του 2011 άλλαξε στάση και η Ε.Κ.Τ. για το θέμα της αναδιάρθρωσης. Οι αρχηγοί κρατών της Ευρωζώνης έκαναν μια δήλωση στην οποία συμφωνούσαν με ένα κούρεμα περίπου 20%. Καθώς προχωρούσαν οι μήνες, η συζήτηση για το P.S.I. και για το κούρεμα γινόταν όλο και πιο έντονη. Στον προϋπολογισμό για το 2012, που κατατέθηκε τον Οκτώβριο, υπήρχαν πληθώρα νέων μέτρων και περικοπών. Ακόμα και με αυτά, το χρέος για το 2012 προβλεπόταν κοντά στο 173% του Α.Ε.Π. Υπήρχαν συζητήσεις ότι θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα ακόμα και για το 2013 και 2014. Το ποσοστό του αναγκαίου κουρέματος ώστε το χρέος να καταστεί βιώσιμο και να μπορέσει το Δ.Ν.Τ. να συμμετάσχει στη νέα χρηματοδότηση (2ο μνημόνιο) θα έπρεπε να κυμαίνεται γύρω στο 50–60%. Η συμφωνία για το ποσοστό ήρθε στα τέλη Οκτωβρίου. 

Η Ν.Δ. εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι το P.S.I. και το 2ο μνημόνιο ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας της. Εκμεταλλευόμενη την πολιτική και κοινωνική αναταραχή, ζήτησε εκλογές. Ο Παπανδρέου θα στείλει στις 1 Νοέμβρη επιστολή στη Λαγκάρντ ότι η κυβέρνηση δεσμεύεται να εφαρμόσει το νέο πρόγραμμα και σκοπεύει να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Bουλή και δημοψήφισμα για έγκριση της συμφωνίας του P.S.I. και του 2ου μνημονίου. Η Λαγκάρντ ζήτησε από τον Παπανδρέου να επισπεύσει το δημοψήφισμα ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα με την εκταμίευση της 6ης δόσης. Αν και ο Παπανδρέου κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης με 153 ψήφους, μετά από πιέσεις των ευρωπαίων και βουλευτών του ΠΑΣΟΚ το δημοψήφισμα ακυρώθηκε, και ο Παπανδρέου παραιτήθηκε ώστε να σχηματιστεί νέα πολυκομματική κυβέρνηση. Ένας από τους λόγους ήταν ότι οι ευρωπαίοι απαιτούσαν να στηριχθεί το νέο πρόγραμμα από μια κυβέρνηση με ευρεία στήριξη, ώστε να μην κινδυνεύσει η ψήφιση και η εφαρμογή του νέου μνημονίου. 

Σύμφωνα με τον Π. Ρουμελιώτη (τότε εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Δ.Ν.Τ.), στις 7 Νοεμβρίου 2011 ο Παπανδρέου του ζήτησε να επιστρέψει άμεσα από τις Η.Π.Α. για να αναλάβει τη θέση του πρωθυπουργού, αναφέροντας ότι ο Α. Σαμαράς ήταν σύμφωνος. Ο Ρουμελιώτης του ανέφερε πως στα Μ.Μ.Ε. αναφέρεται ήδη το όνομα του Λουκά Παπαδήμου για τη θέση, για να λάβει διαβεβαίωση πως ούτε ο Παπανδρέου ούτε ο Σαμαράς επιθυμούσαν να δώσουν τη θέση στον Παπαδήμο. Υπήρξε μια μικρή καθυστέρηση στην επιστροφή, και έτσι ο Ρουμελιώτης έφτασε στην Αθήνα το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου μόνο και μόνο για να μάθει, από τον Παπανδρέου, ότι ο Σαμαράς είχε αλλάξει γνώμη επειδή κάποιοι βουλευτές της Ν.Δ. αντιδρούσαν στο γεγονός ότι ο Ρουμελιώτης εκπροσωπούσε το Δ.Ν.Τ.! Τελικά, με έναν περίεργο τρόπο και πίεση από το ΛΑΟΣ, τη θέση ανέλαβε ο Λουκάς Παπαδήμος, ο οποίος (με το ίδιο σκεπτικό) εκπροσωπούσε την Ε.Κ.Τ.! 

Η δημόσια προσφορά της Ελλάδας για το P.S.I. έγινε μέσα στον Μάρτιο του 2012.

Δημιουργική λογιστική [29][30][31][32][33][34][35][36][37][38][39][40]

Για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσουμε κάτι πολύ σημαντικό. Φαίνεται πως το «πείραγμα» των στατιστικών δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Ελλάδας, ούτε καν δική της εφεύρεση. Ακόμα και αν η Ελλάδα είχε «βοηθήσει» τους αριθμούς για να πετύχει την ένταξή της στην Ευρωζώνη, δεν ήταν η μόνη από τα κράτη-μέλη που προέβη σε παρόμοιες ενέργειες. Πολλές χώρες φαίνεται να χρησιμοποίησαν τους στατιστικούς κανόνες και τις μεθοδολογίες με τέτοιο τρόπο ώστε να πετύχουν ευκολότερα τους στόχους για την ένταξη στο Ευρώ. Ακόμα και οικονομικά ισχυρές χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, εφάρμοσαν με ελαστικότητα τους κανόνες. Η Γερμανία δεν συμπεριέλαβε στην καταμέτρηση του ελλείμματός της όλα τα χρέη που είχαν δημιουργηθεί μετά την ενοποίηση της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία, αλλά ούτε και τη «μαύρη τρύπα» ασφαλιστικών οργανισμών, ενώ η Γαλλία δεν συμπεριέλαβε στο έλλειμμα τα συνταξιοδοτικά προνόμια των υπαλλήλων δημόσιων οργανισμών. Tο Βέλγιο, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πολύ υψηλό έλλειμμα τη χρονιά που κρινόταν η ένταξή του στο Ευρώ, πούλησε μέρος των αποθεμάτων χρυσού της κεντρικής τράπεζας, παρουσιάζοντας ένα έκτακτο έσοδο και μειώνοντας έτσι, λογιστικά, το έλλειμμα. 

Όσον αφορά τη χρήση των swaps, η Ελλάδα δεν ήταν η μοναδική χώρα που στράφηκε στις μεγάλες αμερικάνικες τράπεζες για τη χρήση τεχνικών που θα ωραιοποιούσαν την κατάσταση του χρέους. Και άλλες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποίησαν τέτοια εργαλεία εκείνη την περίοδο, όπως η Ιταλία, η Γερμανία και η Γαλλία, για τους δικούς της λόγους η κάθε μία. Επίσης, παρόμοιες τακτικές φαίνεται να εφαρμόζουν και πολλοί ομοσπονδιακοί οργανισμοί στις Η.Π.Α. Τέτοιες πρακτικές δεν είναι σπάνιες, και χρησιμοποιούνται συνήθως όταν μια χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα, έστω και προσωρινά. Πολλές από αυτές δεν αποκαλύπτονται ποτέ είτε γιατί γίνονται με περίτεχνο τρόπο, είτε γιατί γίνονται από χώρες με μεγάλη πολιτικοοικονομική ισχύ με τις οποίες δεν θέλει κανείς να αντιπαρατεθεί, είτε γιατί γίνονται από ισχυρές οικονομίες τις οποίες κανείς δεν θέλει να διαταράξει και να υποστεί τις παράπλευρες απώλειες. Αυτό φυσικά ισχύει όταν οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών είναι αρκετά θαρραλέες ώστε να χρησιμοποιήσουν κάθε διαπραγματευτικό πλεονέκτημα που τους δίνει η θέση τους. Στις διεθνείς αγορές δεν υπάρχει χώρος για αδύναμους και αναποφάσιστους.

Γι’ αυτό και, ενώ το χρέος της Ιταλίας για το 2023 βρισκόταν στο 135% του Α.Ε.Π. με έλλειμμα στο 7,2%, κανείς δεν μιλούσε για χρεωκοπία ή ανάγκη διάσωσης. Μάλιστα, αρχές του 2025 οι αγορές όχι μόνο συνεχίζουν να της δανείζουν, αλλά τα spreads είναι χαμηλά την ίδια στιγμή που η αξιολόγηση της ιταλικής οικονομίας βρίσκεται λίγο πιο πάνω από την κατηγορία «σκουπίδια». Για να μην αναφερθούμε στο χρέος της Ιαπωνίας που βρίσκεται στο 250% του Α.Ε.Π. Φυσικά, κάποιες φορές, οι πρακτικές «δημιουργικής λογιστικής» που χρησιμοποιούνται είναι κατακριτέες αλλά παράλληλα νομότυπες, αφού εκμεταλλεύονται αδυναμίες των κανόνων καταγραφής του χρέους και του ελλείμματος. 

Αξιολόγηση των εξελίξεων μέχρι το P.S.I [1][7][10][15][22][24][27][28][41][42][43][40][44]

1. Η δημοσιονομική προσαρμογή «θύμα» των κομματικών συμφερόντων

Δυστυχώς, μετά την ένταξη στο Ευρώ, φαίνεται να υπάρχει μια διαχρονική αδιαφορία των ελληνικών κυβερνήσεων για δημοσιονομική προσαρμογή. Ο μόνος λόγος που τα συνεχή ελλείμματα δεν εκτόξευσαν το χρέος (ως ποσοστό του Α.Ε.Π.) είναι η αναλογική αύξηση που παρουσίασε και το Α.Ε.Π. για το διάστημα 1995–2008. \

Εξέλιξη ελληνικού χρέους 

Τα δανεικά και οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργήσουν μια τεχνητή ευφορία, μια πλαστή εικόνα για την κατάσταση της οικονομίας. Και ενώ δημιουργούσαν έλλειμμα στον προϋπολογισμό, την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις όχι μόνο δεν φρόντισαν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, να καταπολεμήσουν τη φοροδιαφυγή και να περιορίσουν τις σπατάλες και τη διαφθορά στο δημόσιο και τον συνταξιοδοτικό τομέα, αλλά οδήγησαν και στην κατάρρευση της ελληνικής βιομηχανίας και μεταποίησης (χάθηκε η διάσημη ελληνική κλωστοϋφαντουργία, οι βιοτεχνίες ρούχων, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και η αυτάρκεια των αγροτικών προϊόντων, η αμυντική μας βιομηχανία, η ελληνική αυτοκινητοβιομηχανία και πολλά άλλα). Οι πελατειακές σχέσεις και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που επικρατούσαν στα δύο μεγάλα κόμματα για πολλά χρόνια δεν τους επέτρεψαν να δράσουν όπως άρμοζαν οι περιστάσεις τη διετία 2009–2010. Το αποκορύφωμα αυτής της ανεύθυνης συμπεριφοράς ήταν η περίοδος από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι τον Μάρτιο του 2010, το κρίσιμο δηλαδή πεντάμηνο που η κυβέρνηση Παπανδρέου θα έπρεπε να δράσει γρήγορα και χωρίς δισταγμό για να καθησυχάσει τις αγορές. Δυστυχώς, φαίνεται πως δεν υπήρχε ούτε η θέληση αλλά ούτε και η εμπειρία για να γίνει κάτι τέτοιο.

2. Greek statistics χωρίς αιδώ

Εξηγήσαμε παραπάνω πως η χειραγώγηση του ελλείμματος και του χρέους με διάφορες τεχνικές, νομότυπες και μη, δεν ήταν ελληνικό προνόμιο. Δυστυχώς όμως, φαίνεται ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν τις τεχνικές αυτές υπερβολικά και χωρίς φειδώ για να εξυπηρετηθεί το κομματικό συμφέρον. Η απογραφή του 2004, η αναθεώρηση του Α.Ε.Π. το 2006 και η απερίσκεπτη(;) αναθεώρηση του ελλείμματος τον Οκτώβρη του 2009 από το ΠΑΣΟΚ, είναι κλασικά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι εκάστοτε κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν το έλλειμμα για να βελτιώσουν την εικόνα τους ή να επιτεθούν στην οικονομική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων. Δεν γίνεται να μην προκαλέσει απορία το γεγονός ότι στα τέλη Οκτωβρίου του 2009 παραιτείται ο γενικός γραμματέας της Ε.Σ.Υ.Ε. Μανώλης Κοντοπυράκης, ισχυριζόμενος ότι στις 7 Οκτωβρίου 2009 ο Γ. Παπακωνσταντίνου τού ανακοίνωσε ότι τα στοιχεία της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας θα τα ανακοινώσει ο ίδιος, γιατί πρέπει να αλλάξουν. Βέβαια, ο κ. Κοντοπυράκης ήταν ήδη στην Ε.Σ.Υ.Ε. από το 2004, οπότε δύσκολα είναι άμοιρος ευθυνών για ό, τι είχε προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια με τον υπολογισμό του ελλείμματος. 

3. Ο αδέξιος χειρισμός του ελλείμματος από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ

Όπως θα εξηγήσουμε στο τέλος, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά σχετικά με τις αναθεωρήσεις του ελλείμματος για το 2009 όπως αυτές εξελίχθηκαν από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2010, και το πόσο αγαθές ήταν οι προθέσεις των εμπλεκόμενων μερών (Κυβέρνηση, ΤτΕ, Ε.Σ.Υ.Ε., ΕΛΣΤΑΤ, Eurostat). Επειδή είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς με σιγουριά, θα πούμε απλά ότι μια μέση άποψη είναι αυτή του Αμερικανού οικονομολόγου και συμβούλου του Γ. Παπανδρέου κατά την περίοδο της κατάρρευσης Richard Parker, ο οποίος αναφέρει ότι πιθανότατα ο Παπανδρέου να φούσκωσε το έλλειμμα γιατί πίστευε ότι η κατάσταση αυτή θα τον βοηθούσε να εφαρμόσει κάποιες τομές στη λειτουργία του Κράτους. 
Σε μια εποχή που ο ευρωπαϊκός τομέας ήταν υπερχρεωμένος, η διατραπεζική πίστη είχε χαθεί και οι αγορές ήταν ανήσυχες για τη διάχυση της αμερικανικής κρίσης, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να «αποκαλύψει» ότι το έλλειμμα δεν ήταν 6%, όπως είχε ανακοινώσει λίγες ημέρες νωρίτερα η προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά περισσότερο από 12%!! Μια καθόλου καλά υπολογισμένη κίνηση, η οποία αντέγραφε παλαιότερες κυβερνητικές τακτικές και δικαιολογήθηκε ως προσπάθεια ανάκτησης της διαφάνειας και της χαμένης αξιοπιστίας της Ελλάδας.

4. Το αφήγημα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και το ενοχικό σύνδρομο των Ελλήνων

Ήδη από τις αρχές του 2010 ήταν κοινό μυστικό ότι οι ευρωπαίοι απαιτούσαν να γίνει η χρηματοδοτική στήριξη της Ελλάδας χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους λόγω της έκθεσης του ιδιωτικού τομέα (κυρίως των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, αλλά όχι μόνο) σε αυτό. Ας σκεφτούμε επίσης ότι, αν γινόταν μια αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, δεν μπορούσε κανείς να εγγυηθεί ότι δεν θα ακολουθούσε και μια αντίστοιχη αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους των ελληνικών τραπεζών, που αντιμετώπιζαν ήδη σημαντικό πρόβλημα με τα κόκκινα δάνεια, και στο οποίο ιδιωτικό χρέος είχε επίσης μεγάλη έκθεση ο ευρωπαϊκός ιδιωτικός τομέας. Το πρώτο μνημόνιο σχεδιάστηκε με αυτή την προϋπόθεση ακριβώς για να έχουν τον απαραίτητο χρόνο οι ιδιώτες να μειώσουν την έκθεσή τους στα ελληνικά ομόλογα, όπως δήλωσαν αργότερα ο Έλληνας εκπρόσωπος στο Δ.Ν.Τ. Π. Ρουμελιώτης, ο τότε πρόεδρος του EuroGroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο διευθυντής της E.S.M.T. (European School of Management and Technology – Ευρωπαϊκή Σχολή Μάνατζμεντ και Τεχνολογίας) Γιοργκ Ρόχολ και άλλοι. Αν και αυτό μπορεί να μην ήταν το βασικό κίνητρο που κατηύθυνε τις αποφάσεις των ηγεσιών των κρατών της Ευρωζώνης, ήταν σίγουρα κάτι για το οποίο πίεσε ο τραπεζικός τομέας μέσω των εκπροσώπων του στην Ε.Κ.Τ., το Δ.Ν.Τ., τις κεντρικές τράπεζες και τα επιτελεία των Υπουργείων Οικονομικών. 

Ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε πολιτικά αυτό ο σκοπός ήταν η μετάθεση της ευθύνης στον ελληνικό λαό, η οποία γίνεται με δύο κυρίως τρόπους:

(α) Μέσω μιας προσπάθειας να πεισθεί ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ότι η αδυναμία εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους οφειλόταν στο ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, δεν πληρώνουν τους φόρους τους και ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους. 

Βέβαια, το περίεργο είναι πως την ίδια στιγμή έρευνες έδειχναν ότι δουλεύαμε πιο πολύ από κάθε ευρωπαίο (42 ώρες), την ίδια στιγμή που αυτοί που εργάζονταν λιγότερο ήταν οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί (περίπου 32 ώρες). Λόγω του αυξημένου δανεισμού ακούγεται συχνά ότι οι Έλληνες ζούσαν με δανεικά. Τίθεται όμως το ερώτημα: Ο αυξημένος κρατικός δανεισμός οφείλεται σε υπέρογκους μισθούς και συντάξεις του μέσου Έλληνα ή μήπως οφείλεται στις υπερτιμολογήσεις των εργολάβων δημοσίων έργων, στις υπερκοστολογήσεις των προμηθειών νοσοκομειακού υλικού, στην αυξημένη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων λόγω της κακοδιαχείρισης των αποθεματικών τους, στην οικονομική στήριξη των τραπεζών (τις οποίες είχαν «φεσώσει» μέχρι και τα κυβερνητικά κόμματα) και τον δανεισμό των τελευταίων με εγγυήσεις δημοσίου, και σε πολλά άλλα;

Επίσης, επειδή η ελληνική οικονομία έχει μετατραπεί τις τελευταίες δεκαετίες σε μια οικονομία βασισμένη στην παροχή υπηρεσιών και όχι την παραγωγή (σε μεγάλο βαθμό με ευθύνη της Ε.Ε.), έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο μέσος πολίτης δεν θα έπρεπε να περνάει καλά (σύμφωνα με τα πρότυπα των βορειοευρωπαίων) γιατί «δεν παράγουμε τίποτα». Γιατί όμως δεν χρησιμοποιείται το επιχείρημα αυτό και για το Λουξεμβούργο, το οποίο είναι καθαρά ένα Κράτος υπηρεσιών; Μάλιστα, όταν η Ελλάδα χρεωκόπησε είχε ένα κατά κεφαλήν χρέος περίπου 40.000€, ενώ το κατά κεφαλήν χρέος για το Λουξεμβούργο ήταν περίπου 3.000.000€!

Όσον αφορά τους φόρους, σίγουρα υπάρχει φοροδιαφυγή. Είναι ένα ερώτημα όμως το αν είναι τόσο μεγάλη ώστε να προκαλέσει την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αν το μεγαλύτερο μέρος της οφείλεται στον μέσο πολίτη ή τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Αναφέρεται συχνά και η φοροδιαφυγή των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικρών επιχειρήσεων, αλλά δεν αναφέρονται οι συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να λειτουργούν. Όπως το γεγονός ότι καλούνται να πληρώνουν φόρους για τα έσοδα που θα εισπράξουν… τον επόμενο χρόνο (προπληρωμή φόρου) ή το γεγονός ότι για πολλά χρόνια οι μηχανικοί, ακόμα και αν δεν είχαν έσοδα ώστε να πληρώσουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές, αυτές χρεώνονταν κανονικά, χωρίς οι ίδιοι να έχουν ασφαλιστική κάλυψη. Επίσης, δεν αναφέρονται οι αναβαλλόμενοι φόροι των τραπεζών την ίδια ώρα που δίνουν μερίσματα ή διευκόλυνση της παράνομης εισφοροδιαφυγής μέσω ευνοϊκών ρυθμίσεων αποπληρωμής για τους μεγάλους οφειλέτες, πολλοί από τους οποίους δεν εξοφλούσαν τις οφειλές τους ποτέ. Να τονίσουμε εδώ ότι, τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, ένα 35% περίπου του Α.Ε.Π. προέρχεται από φορολογία (άμεση φορολογία, Φ.Π.Α., Ε.Φ.Κ. κ.λπ.), το οποίο ποσοστό βρίσκεται λίγο πιο  χαμηλά από το μέσο ευρωπαϊκό.

Σίγουρα, η ελληνική οικονομία έχει πολλές κακοδαιμονίες και δομικά προβλήματα, αλλά το πιθανότερο είναι ότι αυτά υπερτονίστηκαν, ώστε να δικαιολογηθούν οι επιλογές που έγιναν. 

(β) Μέσω της εμφάνισης των μνημονίων ως «διάσωσης» της Ελλάδας και έκφρασης της αλληλεγγύης των ευρωπαίων. 

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στο ότι παρείχαν εκτεταμένο δανεισμό τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ελληνικές τράπεζες, πάντα με σκοπό το κέρδος και χωρίς να αξιολογήσουν κατάλληλα το ρίσκο στο οποίο εκτείθονταν. Όπως και στη στεγαστική κρίση του 2008 στις Η.Π.Α., η απληστία δεν σε αφήνει να δεις την πραγματικότητα. Αν ήθελε, η Ε.Κ.Τ. μπορούσε άνετα να διασώσει την Ελλάδα, και όχι μόνο, απλά αγοράζοντας τόσο ελληνικό χρέος όσο χρειαζόταν για να επανέλθει σε επίπεδα που θα ήταν βιώσιμο (ακόμα και με εφαρμογή αυστηρής λιτότητας από πλευράς μας). Δηλαδή, με παρόμοιο τρόπο που το κάνει και η αμερικάνικη Federal Reserve. Όμως τέτοια επίπεδα αλληλεγγύης δεν υπάρχουν στην Ε.Ε., και παράλληλα η πολιτική (νεοφιλελεύθερη) ελίτ της Ε.Ε. δεν ήθελε να κατηγορηθούν οι τράπεζες για απερίσκεπτη λειτουργία, μιας και κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργούσε την απαίτηση να επωμιστούν ένα μέρος του προβλήματος (π.χ. μέσω ενός bail-in). Γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, οι ευρωπαίοι ηγέτες θα έπρεπε να εξηγήσουν στους πολίτες τους ότι θα πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη, όχι για να σώσουν την Ελλάδα, αλλά για να σώσουν τις δικές τους άπληστες τράπεζες, οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν άμοιρες ευθυνών. Όπως ακριβώς δεν ήταν άμοιρες ευθυνών και οι αμερικάνικες τράπεζες που κατέρρευσαν το 2007 επειδή δάνειζαν ανεξέλεγκτα τους Αμερικανούς πολίτες ώστε να αγοράζουν σπίτια πέραν των οικονομικών τους δυνατοτήτων. 

Έτσι, στην ουσία, ακολουθήθηκε η εξής προσέγγιση: Όταν μια γερμανική ιδιωτική τράπεζα δανείζει μια προβληματική οικονομία όπως της Ελλάδας, και η Ελλάδα δεν μπορεί να επιστρέψει τα δανεικά, τότε η Γερμανία θεωρεί ότι η γερμανική τράπεζα δεν έχει ευθύνη για τις επιλογές της αλλά η ελληνική κυβέρνηση έχει την ευθύνη να ξεπληρώσει το χρέος περικόπτοντας τους μισθούς και τις συντάξεις ή πουλώντας εθνικά περιουσιακά στοιχεία για να εξυπηρετηθεί η ιδιωτική γερμανική τράπεζα. Για αρκετούς οικονομολόγους, αυτό αποτελεί απώλεια εθνικής κυριαρχίας, και μάλιστα θέτει ένα πλαίσιο κατά το οποίο τα συμφέροντα των ιδιωτικών εταιριών είναι ανώτερα των εθνικών συμφερόντων. 

Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι, τόση ήταν η αλληλεγγύη των ευρωπαίων φίλων μας, που όχι μόνο αποφάσισαν να επιβάλουν και την οικονομική πολιτική της χώρας μας σε μεγάλο βαθμό (για το καλό μας), αλλά και αποφάσισαν να μας δανείσουν με επιτόκιο αρκετά υψηλότερο από ό,τι το Δ.Ν.Τ., ώστε να βγάλουν και κάποιο επιπλέον κέρδος. Να θυμίσουμε εδώ ότι το 1953, με τον συντονισμό των Η.Π.Α., οι πιστωτές της Γερμανίας (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) αποφάσισαν να περικόψουν περίπου το 62% του γερμανικού χρέους το οποίο ανερχόταν στα 38,8 δισ. δολάρια (χωρίς τα κατοχικά χρέη), ώστε να μπορέσει να οδηγηθεί στην ανάπτυξη η Δυτική Γερμανία. Το υπόλοιπο χρέος συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε διάστημα 30 ετών. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι η αποπληρωμή θα γινόταν μόνο όταν η Γερμανία θα είχε πλεόνασμα, από το οποίο οι δανειστές θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μόνο το 3%, και πως αυτοί θα την βοηθούσαν δίνοντας προτίμηση στα προϊόντα της Γερμανίας. Τέλος, αρμόδια για κάθε διένεξη σχετικά με την αποπληρωμή του χρέους θα ήταν τα γερμανικά δικαστήρια. 

5. Έλλειψη σθένους για διαπραγμάτευση των όρων του 1ου μνημονίου

Η μεγάλη έκθεση του ευρωπαϊκού ιδιωτικού τομέα το 2010 στο ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ήταν ένα πολύ ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για την ελληνική πλευρά, το οποίο όμως απαιτούσε πολιτικό θάρρος και θράσος καθώς και διορατικότητα στο πόσο οι ευρωπαίοι θα μπορούσαν να μας πιέσουν. Μάλιστα, το διαπραγματευτικό αυτό χαρτί μπορούσε να ισχυροποιηθεί ακόμα περισσότερο αν η Ελλάδα έπαιρνε την πρωτοβουλία και απειλούσε η ίδια ότι θα έφευγε από την Ευρωζώνη. Μία κίνηση που θα απαιτούσε το ανάλογο πολιτικό προσωπικό, το οποίο δυστυχώς δεν διαθέταμε· και μία κίνηση που, κατά τη γνώμη μου, δεν θα ήταν τόσο καταστρεπτική όσο νομίζουν μερικοί, χωρίς να υποστηρίζω ότι θα ήταν και η καλύτερη απόφαση (δυστυχώς, όλες οι δημόσιες τοποθετήσεις πάνω στο θέμα ήταν πολωμένες και μονόπλευρες). Σε κάθε περίπτωση, υπήρχαν πολλά που θα μπορούσαμε να επιτύχουμε μέσω μια σκληρής διαπραγμάτευσης. Όπως, για παράδειγμα, την ενσωμάτωση μιας αναδιάρθρωσης με μικρό ποσοστό «κουρέματος» στο πρώτο μνημόνιο ή, στη χειρότερη, μια μείωση του ευρωπαϊκού επιτοκίου στα ίδια επίπεδα με αυτό του Δ.Ν.Τ. Είναι χαρακτηριστικό ότι τέσσερις μέρες πριν την έγκριση του πρώτου μνημονίου, η Citigroup είχε υπολογίσει ότι αν γινόταν τότε μια αναδιάρθρωση του χρέους με ποσοστό κουρέματος μόνο 30%, το χρέος της Ελλάδας θα μειωνόταν στο 79% του Α.Ε.Π. της (που ήταν κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης). Θυμίζουμε εδώ ότι το ποσοστό κουρέματος που χρησιμοποιήθηκε το 2012 στο P.S.I. ήταν 54%, το οποίο, σε συνδυασμό με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, έφτανε στο επίπεδο του 70%. Από ό,τι φαίνεται ο Παπανδρέου δεν είχε το απαραίτητο σθένος. «Ο Ντομινίκ Στρος Καν έβλεπε, όπως ακριβώς ο Αμερικανός γκουρού Μπουχάιτ, ότι η καλύτερη λύση για την Ελλάδα ήταν μια επιθετική αναδιάρθρωση χρέους πριν αρχίσει να φορτώνεται με δανεικά. Το ίδιο ακριβώς πρότεινε και ο Γάλλος οικονομολόγος Ματιέ Πιγκάς (Matthieu Pigasse) της Lazard, που πληρωνόταν από την ελληνική κυβέρνηση για να τη συμβουλεύει! Αλλά ο Παπανδρέου δεν ήθελε να ακούσει μια τέτοια λύση...Φοβόταν πως ο Τρισέ, επικεφαλής τότε της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα του κόψει τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες.» [10] Πιθανότατα οι ευρωπαίοι το γνώριζαν, και έλαβαν ανάλογη στάση. Γι’ αυτό και η Μέρκελ έθεσε στο τραπέζι την έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ με το επιχείρημα ότι το αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή οικονομία θα ήταν διαχειρίσιμο. Βέβαια, μια αναδιάρθρωση το 2010 δεν θα γλίτωνε την Ελλάδα από κάποιο μνημόνιο το οποίο θα επέβαλλε τους όρους δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά πιθανότατα αυτή θα μπορούσε να γίνει πιο ομαλά και χωρίς να επιβαρυνθούν οι ευρωπαίοι πολίτες με τη «διάσωση» της Ελλάδας.

6. Απροθυμία για εφαρμογή ενός bail-in ή μιας συντεταγμένης χρεωκοπίας στις τράπεζες

Από το 2009 και μετά, η κατάσταση στην ελληνική οικονομία, και στις ευρωπαϊκές γενικότερα, δεν ήταν καλή λόγω του γενικότερου αντίκτυπου από την οικονομική κρίση των Η.Π.Α. Η κατάσταση των τραπεζών έδειχνε ότι θα χρειαζόντουσαν σίγουρα γενναία στήριξη (ανακεφαλαιοποίηση). Το ερώτημα για την Ελλάδα ήταν το ποιος θα πληρώσει το τίμημα. Αν γινόταν ένα bail-in (όπως έγινε τη δεκαετία του 1990 σε Σουηδία και Νορβηγία ή το 2008 στην Ισλανδία), τότε οι τράπεζες θα αναγκαζόντουσαν να «κουρέψουν» ένα μέρος του χρέους τους καθώς και ένα τμήμα των καταθέσεων (πάνω από ένα όριο) ώστε να μειώσουν τις ζημιές τους. Μια εναλλακτική ήταν να γίνει διάσωση των ιδιωτικών τραπεζών με δημόσιο χρήμα (bail-out). Δηλαδή, να αυξηθούν τα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας μέσω αύξησης κεφαλαίου όπου τα χρήματα θα προέρχονταν από το Κράτος (τους φορολογούμενους), με αποτέλεσμα το Κράτος (δηλαδή, οι πολίτες) να υποστεί τις συνέπειες από τις ζημίες που θα εμφάνιζαν οι τράπεζες. Τέλος, μια τρίτη λύση θα ήταν το Κράτος να οργανώσει μια συντεταγμένη πτώχευση των προβληματικών ιδιωτικών τραπεζών (ή έστω και μίας, για παραδειγματισμό) και το μεγαλύτερο, αν όχι όλο, το τίμημα να το πλήρωναν οι ιδιώτες μέτοχοι (χάνοντας το μετοχικό τους κεφάλαιο καθώς και την πολιτικοοικονομική ισχύ που τους δίνει ο έλεγχος μιας τράπεζας) και οι μεγάλοι ιδιώτες πιστωτές τους (χάνοντας ένα σημαντικό τμήμα των κεφαλαίων που είχαν δανείσει στις τράπεζες αυτές). Ίσως και κάποιοι μεγαλοκαταθέτες. Στη συνέχεια, τα ποσά που θα χρειαζόταν να βάλει το Κράτος ώστε να εξυγιανθούν οι τράπεζες θα οδηγούσαν στην κρατικοποίηση των τραπεζών, ελαχιστοποιώντας τις απώλειες για το Κράτος.

Το επιχείρημα υπέρ του bail in ή μιας συντεταγμένης χρεωκοπίας στηρίζεται στο γεγονός ότι οι τράπεζες και οι μεγάλοι πιστωτές τους είχαν ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Πρώτον, εξαιτίας του γεγονότος ότι, παρά τον εκτεταμένο δανεισμό που εφάρμοσαν, μοίρασαν το μεγαλύτερο ποσοστό των κερδών τους στους μετόχους χρησιμοποιώντας μικρές προβλέψεις ζημιών (δηλαδή, όπως προαναφέραμε, τα χρήματα που «μπαίνουν στην άκρη» για να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση που η τράπεζα εμφανίσει ζημιές, π.χ. λόγω δανείων στα οποία οι λήπτες εμφάνιζαν αδυναμία αποπληρωμής). Δεύτερον, διότι πολλά δάνεια, ιδίως προς μεγάλους επιχειρηματίες, δίνονταν χωρίς εγγυήσεις· με αποτέλεσμα, αν και όταν αυτά δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, οι τράπεζες να μην έχουν τρόπο να ανακτήσουν ένα μέρος των δανεικών. Οι μεγάλες τράπεζες του εξωτερικού που δάνειζαν τις ελληνικές θα έπρεπε να είχαν δει τις τάσεις υπερδανεισμού αλλά, όπως και στη στεγαστική κρίση του 2008 στις Η.Π.Α., και όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η απληστία δεν σε αφήνει να δεις την πραγματικότητα. Τρίτον, οι τράπεζες είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις και το Κράτος δεν έχει υποχρέωση να προστατέψει τις επενδύσεις των μετόχων παρά μόνο τις καταθέσεις των πολιτών, και ιδίως αυτών που ανήκουν στα μικρά και μεσαία εισοδήματα. Πόσω μάλλον όταν η προστασία αυτή μπορεί να οδηγήσει το Κράτος σε χρεωκοπία. Αυτό που εφαρμόστηκε τελικά ήταν ένα bail out, το οποίο στην ουσία ακύρωσε ένα μέρος της ωφέλειας του P.S.I. (όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο), αφού το Κράτος αναγκάστηκε να δανειστεί περισσότερα ώστε να ανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες.

Η άποψη περί «στημένης» χρεωκοπίας [10][11][13][14][15][45][46][47][48][49][50][51][52][53][54][55][56][57][58][59][60]

Είναι γεγονός ότι η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών άρχισε να γίνεται δραματική από το 2008 και μετά, και ήδη από το 2008 ήταν φανερό ότι θα χρειάζονταν μεγάλα ποσά για τη «σωτηρία» τους. Ποσά τα οποία η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2009, όπως και η απελθούσα κυβέρνηση της Ν.Δ., έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να διαθέσουν. Θα ήταν πολύ δύσκολο να δεχθεί το εκλογικό σώμα να γίνουν τόσο μεγάλες δημοσιονομικές θυσίες ώστε το Κράτος να μπορέσει να δανειστεί τα απαραίτητα κεφάλαια για τη διάσωση των ελληνικών και, εμμέσως, των ευρωπαϊκών τραπεζών που τις είχαν δανείσει. Έτσι, υποστηρίζεται από κάποιους η άποψη ότι η κατάσταση του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος δραματοποιήθηκε (με παραποίηση των στατιστικών) ώστε να δικαιολογηθεί μια εξωτερική επέμβαση που θα έφερνε αρκετά κεφάλαια ώστε να αντιμετωπιστεί η κατάσταση των τραπεζών. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η παραποίηση εμφανίστηκε ως προσπάθεια αποκατάστασης της αξιοπιστίας των ελληνικών στατιστικών και έγινε με την οργανωμένη συμμετοχή κυρίως του... τραπεζικού τομέα. Δηλαδή, της ΤτΕ, της Eurostat, της Ε.Κ.Τ. και των τραπεζικών εκπροσώπων στο Δ.Ν.Τ., όπως ο Λουκάς Παπαδήμος, ο οποίος ήταν ανάμεσα σε αυτούς που συμβούλευαν τον Γ. Παπανδρέου να μην επιδιώξει αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2010, και ο Ζαν-Κλωντ Τρισέ (γάλλος τραπεζίτης και πρόεδρος την Ε.Κ.Τ. την εποχή εκείνη) που απειλούσε την Ελλάδα ότι θα μείωνε την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις ρευστότητες αν η κυβέρνησή της ζητούσε μείωση του χρέους. Η άποψη αυτή εξηγεί κάπως και τον λόγο για τον οποίο, από τον Νοέμβριο του 2009 μέχρι τον Μάιο του 2010, ενώ τα spreads των ελληνικών ομολόγων ανέβαιναν, οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν την έκθεσή του στα ελληνικά ομόλογα από 45 δισ. € σε 60 δισ. €, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την εικόνα τους και να αποδείξουν ότι δεν χρειάζονταν διάσωση [10].

Επίσης, προκαλεί ίσως κάποια ερωτηματικά το γεγονός ότι στα τέλη Οκτωβρίου του 2009 παραιτείται ο γενικός γραμματέας της Ε.Σ.Υ.Ε. Μανώλης Κοντοπυράκης, ισχυριζόμενος ότι στις 7 Οκτωβρίου 2009 ο Γ. Παπακωνσταντίνου τού ανακοίνωσε ότι τα στοιχεία της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας θα τα ανακοινώσει ο ίδιος, γιατί πρέπει να αλλάξουν. Βέβαια, ο κ. Κοντοπυράκης ήταν ήδη στην Ε.Σ.Υ.Ε. από το 2004, οπότε δύσκολα είναι άμοιρος ευθυνών για ό,τι γινόταν όλα αυτά τα χρόνια με τον υπολογισμό του ελλείμματος. Άλλωστε, φαίνεται ότι τα στοιχεία για το έλλειμμα που παρουσίασε ο Γ. Παπακωνσταντίνου στο Eurogroup τον Οκτώβριο του 2009 δεν προέρχονταν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, αλλά από εκτιμήσεις της ΤτΕ. Και μάλιστα, τρεις μέρες μετά την ανακοίνωση των στοιχείων αυτών, έγινε και αναθεώρηση του ελλείμματος του 2008 «προς τα πάνω» και πάλι από το Υπουργείο Οικονομικών. Να τονίσουμε εδώ ότι η ΤτΕ είναι ιδιωτικός και όχι δημόσιος οργανισμός.

Αμφιλεγόμενος είναι και ο ρόλος που διαδραμάτισε η ΕΛΣΤΑΤ. Είναι γνωστό ότι από τον Νοέμβριου του 2009 και μετά (αν όχι νωρίτερα), που η Ελλάδα διεξήγαγε συζητήσεις με το Δ.Ν.Τ. για χρηματοδότηση του χρέους της, το τελευταίο πίεζε να γίνουν κινήσεις για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας των στατιστικών που παρέχονταν από την Ελλάδα, πριν εγκρίνει οποιαδήποτε χρηματοδότηση. Μία από τις κινήσεις αυτές, όπως προαναφέραμε, ήταν και η ίδρυση της ΕΛΣΤΑΤ στις 9 Μαρτίου 2010, η οποία στελεχώθηκε μέσα στο καλοκαίρι. Υποτίθεται ότι η κίνηση αυτή θα εξυπηρετούσε στην εξάλειψη, ή έστω την ελάττωση, των κυβερνητικών επιρροών κατά τον υπολογισμό των στατιστικών της ελληνικής οικονομίας και την υποβολή τους στη Eurostat. Βέβαια, το πως αυτό επιτεύχθηκε είναι ένα ερώτημα.

Μέσα στο καλοκαίρι του 2020 έγινε η στελέχωση του Δ.Σ. της ΕΛΣΤΑΤ. Τέλη Ιουλίου, ο Ανδρέας Γεωργίου θα αναλάβει καθήκοντα προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ, ένα πρόσωπο αμφιλεγόμενων προθέσεων, όπως θα δείξει η συνέχεια. Σύμφωνα με μεταγενέστερες αποκαλύψεις, την 16η Οκτωβρίου του 2010 ο Α. Γεωργίου φέρεται να απέστειλε email στον επικεφαλής του Διεθνούς Ταμείου Πολ Τόμσεν, με το οποίο τον ενημέρωνε για την άμεση ανάγκη τροποποίησης του ιδρυτικού νόμου της Ανεξάρτητης Ελληνικής Αρχής με σκοπό να μειωθεί η επιρροή των υπόλοιπων μελών του Δ.Σ. της ΕΛΣΤΑΤ στη λήψη αποφάσεων, στον υπολογισμό των στατιστικών και στην υποβολή τους προς τη Eurostat. Όπως και φαίνεται να έγινε το 2011 από τον νέο υπουργό Οικονομικών Ε. Βενιζέλο. Μόλις μία εβδομάδα πριν την επιστολή στον Τόμσεν, ο Α. Γεωργίου είχε γίνει αποδέκτης μίας άλλης επιστολής, με αποστολέα τον επικεφαλής της Eurostat, Βάλτερ Ραντερμάχερ, ο οποίος φέρεται να τον καθοδηγούσε για τα περιβόητα swaps χρέους που είχε συνάψει η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη. 

Τον Σεπτέμβρη του 2011, η καθηγήτρια Οικονομετρίας Ζωή Γεωργαντά, μέλος της ΕΛΣΤΑΤ, κατήγγειλε ότι οι στατιστικές μεθοδολογίες που εφαρμόστηκαν το 2009 για τον υπολογισμό του ελλείματος ήταν διαφορετικές από αυτές που εφαρμόζονταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα το έλλειμμα να διογκωθεί τεχνητά. Κατήγγειλε μάλιστα και πιέσεις από τον Ραντερμάχερ, επικεφαλής της Eurostat, στα μέλη της ΕΛΣΤΑΤ ώστε αυτά να μην εκφράζουν τις απόψεις τους, όπως γίνεται στις στατιστικές υπηρεσίες άλλων χωρών της Ευρώπης. Παρόμοιες καταγγελίες έγιναν στη συνέχεια και από άλλα μέλη της ΕΛΣΤΑΤ, συμπεριλαμβανομένου και του αντιπροέδρου Νίκου Λογοθέτη.

Να τονίσουμε εδώ πως ο Ανδρέας Γεωργίου που διορίστηκε στη θέση του προέδρου ήταν μέλος του Δ.Ν.Τ., και μάλιστα συνέχισε για κάποιο διάστημα να είναι μέλος του ακόμα και μετά τον διορισμό του στην ΕΛΣΤΑΤ, παράνομα όπως φαίνεται. Ο Γεωργίου συμφωνούσε με τη γραμμή Ραντερμάχερ να ενταχθούν κάποιες Δ.Ε.Κ.Ο. (Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί) στον υπολογισμό του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης χωρίς να γίνει σχετική μελέτη για το αν πληρούν τα κριτήρια. Επίσης, φαίνεται ότι τα συμπεράσματα της ΕΛΣΤΑΤ για το έλλειμμα ήταν παράτυπα, γιατί πολλά μέλη της ΕΛΣΤΑΤ δεν υπέγραφαν τα έγγραφα του προέδρου. Το αποτέλεσμα ήταν να ακολουθήσει το 2011 η απομάκρυνση πολλών μελών του Δ.Σ., όπως του αντιπροέδρου της ΕΛΣΤΑΤ κ. Λογοθέτη, της κα. Μπαλφούσια, της κα. Γεωργαντά κ.ά. 

Οι καταγγελίες εναντίον του Γεωργίου προκάλεσαν μια μακρόχρονη δικαστική διαμάχη, και ο Γεωργίου καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, το 2017, για τη δημοσιοποίηση των εθνικών δημοσιονομικών στοιχείων του 2009 χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης υπήρξαν ανοιχτές παρεμβάσεις της Ε.Κ.Τ. στην ελληνική δικαιοσύνη υπέρ του Γεωργίου. Την καταδίκη αυτή επιβεβαίωσε το 2018 και ο Άρειος Πάγος, ενώ στη συνέχεια ο Γεωργίου κατέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την αιτιολογία ότι δεν είχε μια δίκαιη δίκη στην Ελλάδα και κατάφερε να αθωωθεί το 2023. 

Δεν είναι εύκολο να αξιολογηθεί αυτή η άποψη από τον απλό πολίτη. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι ο ελληνικός και ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας δεν θα έμενε με σταυρωμένα τα χέρια απέναντι στις εξελίξεις που απειλούσαν την κατάρρευσή του και τα συμφέροντα των μετόχων του. Γνωρίζουμε επίσης το πόσο αδίστακτοι μπορεί να είναι οι εκπρόσωποι μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Ακόμα και αν αυτή η άποψη περιέχει μια δόση αλήθειας, δύσκολα θα περίμενε κανείς να υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία. Αν όμως ο τραπεζικός τομέας και τα συμφέροντα που συνδέονται με αυτόν είχαν το κίνητρο, τα μέσα και το ήθος να διαπράξουν μια τέτοια κίνηση, αυτό δεν αποδεικνύει ότι το έκαναν κιόλας.


Αναφορές 

[1]. «Από την κλεπτοκρατία στην χρεοκοπία», Σταύρος Λυγερός, Εκδόσεις Πατάκη, 2011 
[2]. «Κώστας Σημίτης», Wikipedia 
[3]. «Στο 2,8% το έλλειμμα του 2007», Η Καθημερινή, 2008 
[4]. «Αυξήθηκε το έλλειμμα», News 24|7, 2008 
[5]. «Στα 17,1 δισ. ευρώ ανήλθε το ταμειακό έλλειμμα το 2008», Η Καθημερινή, 2009 
[6]. «Στα ύψη έλλειμμα και δημόσιο χρέος», ΣΚΑΙ, 2009 
[7]. «Το έλλειμμα του 2009, η μεγάλη έκπληξη», Η Καθημερινή, 2014 
[8]. «Greek tricks», Wall Street Journal, 2006 
[9]. «Oldest profession boosts Greek output», Financial Times, 2006 
[10]. «Ελλάδα: Οι τράπεζες προκάλεσαν την κρίση», Eric Toussaint, Iskra, 2017 
[11]. «Μνημόνια: ἡ μετατροπή τῆς Ἑλλάδας σέ χρεοδουλοπαροικία», Ενωμένη Ρωμιοσύνη, 2018 
[12]. «Νέος γύρος με τους τραπεζίτες για το πακέτο», ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 2008  
[13]. «Λ. Βατικιώτης κατά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους», Λεωνίδας Βατικιώτης, 2015 
[14]. «Νέος γύρος με τους τραπεζίτες για το πακέτο», Πρώτο Θέμα, 2008 
[15]. «Το άγνωστο παρασκήνιο της προσφυγής στο ΔΝΤ», Παναγιώτης Ρουμελιώτης, 2012, Εκδόσεις Λιβάνη 
[16]. «Η διαμάχη γύρω από το έλλειμμα του 2009», Huffpost, 2017 
[17]. «Στο 7,7% το έλλειμμα το 2008», Το Βήμα, 2009 
[18]. «Η Ιταλία στο στόχαστρο του ΔΝΤ», Newsit, 2010 
[19]. Εξέλιξη των ελληνικών spreads, ΕΛΙΑΜΕΠ, 2013
[20]. «Στρος-Καν: "Βόμβα" για Γ. Παπανδρέου», Euro2Day, 2011 
[21]. «Το έλλειμμα του 2009, η μεγάλη έκπληξη», Η Καθημερινή, 2014 
[22]. «Γιώργος Χαρβαλιάς: Αποσπάσματα από το βιβλίο του για την άγνωστη ελληνογερμανική ιστορία», ΕΣΤΙΑ, 2023 
[23]. «Euroshock: Saving Greece and Securing the Eurozone», U.S San Diego School of Global Policy and Strategy, 2024 
[24]. «On the So-Called "Greek Debt Crisis"», Dr. Paul Craig Roberts, 2015 
[25]. «Eurostat: Στο 13,6% του ΑΕΠ το έλλειμμα», Euro2day, 2010 
[26]. «Europe suffers from “memory loss” in tackling its economic problems claims Amartya Sen», London Metropolitan University, 2015 
[27]. «Greek Debt Crisis Conference», 2015 
[28]. «Greece’s best option is an orderly default», Nouriel Roubini, Financial Times, 2020 
[29]. «Ελλάδα vs Ιταλία: «Μάχη» των πιο υπερχρεωμένων χωρών ενόψει», Euro2day, 2025 
[30]. «Ο χρησμός της Moody’s για την Ιταλία – Πότε θα βγει από το χείλος των «junk», Euro2day, 2025 
[31]. «Τώρα και “US statistics” – Δημιουργική λογιστική ala americana», SLPress, 2022 
[32]. «Πώς η δημιουργική λογιστική υπονομεύει το RearmEU», Power Game, 2025 
[33]. «Ιταλική Δημιουργική Λογιστική», The Analyst, 2014 
[34]. «Δημιουργική λογιστική από τον Κρίστιαν Λίντνερ;», DW, 2021 
[35]. «Austria’s creative bookkeeping beats Greece on secret debts», 2014 
[36]. «The downward manipulation of Spanish public debt», The Corner, 2025
[37]. «Hiding debt in hundreds of agencies», El Pais, 2011 
[38]. « German court blows 60-bn-euro hole in budget with debt ruling», France 24, 2023
[39]. «Exclusive: Germany considers 'shadow budget' to circumvent national debt rules», Reuters, 2019 
[40]. «The European Debt Crisis: Lessons from Greece», Richard Parker, 2012 
[41]. «ΕΛΣΤΑΤ: Έγκλημα παραχάραξης ή στατιστικές φαιδρότητες; Γ. Δελαστίκ Vs Ε. Μπαρτζινόπουλος», tvxs, 2013 
[42]. «Γιώργος Αδαλής - 28/03/2013 (Μέρος 1/2)», Εγνατία TV, 2013 
[43]. «Γιώργος Αδαλής - 28/03/2013 (Μέρος 2/2)», Εγνατία TV, 2013 
[44]. «Γιώργος Αδαλής», Εγνατία Τηλεόραση , 2015 
[45]. «Μνημόνια: ἡ μετατροπή τῆς Ἑλλάδας σέ χρεοδουλοπαροικία Β’», Ενωμένη Ρωμιοσύνη, 2018
[46]. «Κυνική παραδοχή Ομπάμα! Η Ελλάδα μπήκε σε μνημόνιο για να σωθούν Γαλλικές και Γερμανικές τράπεζες», Βήμα Ορθοδοξίας, 2020 
[47]. «Τα Μνημονιακά Δάνεια Έσωσαν τις Ευρωπαϊκές Τράπεζες και Κατέστρεψαν την Ελλάδα», VICE, 2016 
[48]. «Η αιτία της δολοφονικής για την Ελλάδα πιστωτικής ασφυξίας που επιβάλλει η Γερμανία», Militaire, 2020 
[49]. «Ζ. Στίγκλιτς:Το Μνημόνιο σχεδιάστηκε για να σωθούν οι γαλλικές και οι γερμανικές τράπεζες!», Δημοκτρατία, 2016 
[50]. «Δέκα χρόνια Μνημόνια – Πως τα fake statistics μετέτρεψαν τον Γερμανό ασθενή σε ηγεμόνα», SLPress, 2020
[51]. «ΕΛΣΤΑΤ: Έγκλημα παραχάραξης ή στατιστικές φαιδρότητες; Γ. Δελαστίκ Vs Ε. Μπαρτζινόπουλος», tvxs, 2013
[52]. «Ζωή Γεωργαντά - Το ΠΑΣΟΚ αύξησε σκόπιμα το έλλειμμα», 2011 
[53]. «ΕΛΣΤΑΤ - Ο Νίκος Λογοθέτης Αποκαλύπτει Πως και Ποιοι μας "Ξεπούλησαν"», 2017
[54]. «Νίκος Λογοθέτης, Ζωή Γεωργαντά, Γιώργος Βάμβουκας - Εφ όλης της ύλης», 2014 
[55]. «Νέα καταγγελία για διόγκωση του ελλείμματος του 2009», Voria, 2011 
[56]. «H «ανεξαρτησία» της ΕΛΣΤΑΤ και η στάση της Επιτροπής σε μια κατεχόμενη χώρα», InfoWar, 2017 
[57]. «Ένα βήμα πιο κοντά στην τιμωρία των ενόχων για το σκάνδαλο των παραποιημένων στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ», Λεωνίδας Βατικιώτης, 2018 
[58]. «Ζ.Γεωργαντά: Το πραγματικό έλλειμμα του 2009 ήταν 3,9%..Ο Γεωργίου το μαγείρεψε και το πήγε στο 15,6», ΠΑΜΕ, 2017
[59]. «Εισαγγελική εξέταση για τις καταγγελίες για τεχνητή διόγκωση του ελλείμματος το 2009», e-forologia, 2011 
[60]. «Υπόθεση "Ελστάτικο": Όταν η Δικαιοσύνη παραμερίζεται», The Press Project, 2017

Θεματική Κατηγορία