Skip to main content
x
Συνταξιοδοτική Ασφάλιση

Ασφαλιστικό Σύστημα - Μέρος ΄Β

Ασφάλιση Υγείας

Σημαντικό κομμάτι της ασφαλιστικής κάλυψης αποτελεί και η ασφάλεια υγείας (παροχή υπηρεσιών υγείας στους ασφαλισμένους). Το κύριο μέρος της ασφάλισης υγείας, από άποψη κόστους, έχει να κάνει με την περίπτωση που ένας ασφαλισμένος ασθενήσει. Η ασθένεια δημιουργεί δύο ειδών προβλήματα. Την απώλεια εισοδήματος, λόγω αποχής από την εργασία, και το κόστος αντιμετώπισης της ασθένειας. Έτσι, οι παροχές υγείας προς τους ασφαλισμένους είναι δύο ειδών. Το επίδομα ασθενείας (παροχή σε χρήμα), το οποίο στοχεύει στην αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος, και τις υπηρεσίες που αφορούν την αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς (παροχή σε είδος).

Ας ξεκινήσουμε ρίχνοντας πρώτα μια ματιά στο κομμάτι της αποκατάστασης της υγείας, το οποίο καλύπτεται από το σύστημα υγείας της εκάστοτε χώρας. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δύο προσεγγίσεις στην οργάνωση του συστήματος υγείας. Στην πρώτη, ο φορέας ασφάλισης υπογράφει μια σειρά συμβολαίων με παρόχους ιατρικών υπηρεσιών, ώστε να διασφαλίσει ότι οι ασφαλισμένοι θα έχουν πρόσβαση στις απαραίτητες υπηρεσίες υγείας. Συνήθως, αυτό συμβαίνει όταν ο φορέας ασφάλισης είναι ιδιωτικός. Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει μια λίστα προσυμφωνημένων τιμών για κάθε ιατρική υπηρεσία και φάρμακο, και ο φορέας καταβάλλει το αντίστοιχο αντίτιμο κάθε φορά που μια ιατρική υπηρεσία παρέχεται σε έναν ασφαλισμένο. Η οργάνωση ενός τέτοιου συστήματος είναι λίγο περίπλοκη γιατί απαιτεί, μεταξύ άλλων, αναλυτική διαπραγμάτευση του αντιτίμου για κάθε υπηρεσία, ρυθμίσεις για την απόδειξη και πληρωμή των παρασχεθέντων υπηρεσιών, και ελέγχους ότι οι εν λόγω υπηρεσίες όντως παρασχέθηκαν. Το πλεονέκτημα είναι ότι ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα επιλογής του παρόχου ιατρικών υπηρεσιών (του γιατρού του, με απλά λόγια) και ότι ο ανταγωνισμός των διαφόρων παρόχων ανεβάζει την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας ή, εναλλακτικά, ρίχνει τις τιμές. Βέβαια, το κομμάτι του ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι η αγορά είναι αρκετά μεγάλη ώστε να μην είναι εύκολη η προσυνεννόηση μεταξύ των παρόχων (δημιουργία καρτέλ).

Στη δεύτερη προσέγγιση, ο φορέας που μας παρέχει την ασφαλιστική κάλυψη είναι και ο ίδιος που κατέχει, λειτουργεί και ελέγχει τις ιατρικές υποδομές. Συνήθως αυτή η προσέγγιση ακολουθείται όταν το σύστημα ασφάλισης είναι δημόσιο (διανεμητικού χαρακτήρα), οπότε και οι ιατρικές υποδομές είναι δημόσιες. Το πλεονέκτημα σε μια τέτοια περίπτωση είναι ότι το λειτουργικό κόστος των υπηρεσιών υγείας μπορεί να είναι αρκετά χαμηλότερο από αυτό των ιδιωτικών παρόχων, με την προϋπόθεση ότι οι δομές υγείας στελεχώνονται και διοικούνται από ικανά άτομα. Αυτό συμβαίνει γιατί ένα δημόσιο σύστημα υγείας δεν λειτουργεί με όρους αγοράς/ανταγωνισμού (δηλαδή, με βάση το κέρδος των μετόχων) και άρα το κόστος των υπηρεσιών του, και κατ’ επέκταση των απαιτούμενων εισφορών για την ασφάλιση υγείας, μπορεί να είναι αρκετά χαμηλότερο. Τρία βασικά μειονεκτήματα είναι ότι, πρώτον, η πληρωμή του προσωπικού δεν γίνεται ανά ιατρική πράξη αλλά με προκαθορισμένο μισθό (με αποτέλεσμα σπάνια να αντικατοπτρίζει την πραγματική αξία της υπηρεσίας που παρέχεται και να προσελκύει δύσκολα ταλαντούχους επαγγελματίες), δεύτερον ότι έχει μια τάση ανάπτυξης κουραστικών γραφειοκρατικών διαδικασιών, και τρίτον ότι ο ασθενής δεν έχει δικαίωμα επιλογής γιατρού.

Πέραν των βασικών κατευθύνσεων, στην πράξη μπορεί να υπάρξει και συνδυασμός των παραπάνω. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, παρόλο που ο ασφαλιστικός φορέας (ΕΦΚΑ) είναι δημόσιος και υπάρχει ένα δημόσιο σύστημα υποδομών υγείας (υπό τη διοίκηση του Ε.Σ.Υ.), οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται μέσω του ΕΟΠΥΥ (Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας), ο οποίος, από το 2014, δεν είναι πάροχος υπηρεσιών υγείας αλλά αγοραστής υπηρεσιών υγείας. Ο ΕΟΠΥΥ κάνει χρήση των υποδομών του ΕΣΥ στο κομμάτι της νοσοκομειακής περίθαλψης αλλά αναθέτει ένα μεγάλο τμήμα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας σε ιδιώτες γιατρούς, πολυϊατρεία και διαγνωστικά κέντρα μέσω συμβάσεων που συνάπτει με αυτά. Το υπόλοιπο τμήμα της πρωτοβάθμιας φροντίδας εξυπηρετείται από δημόσιες υποδομές (π.χ. εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείων).

Ιδανικά, ανεξαρτήτως του αν ο ασφαλιστικός φορέας είναι και ο κάτοχος των ιατρικών υποδομών ή όχι, θα θέλαμε οι παροχές υγείας προς τον ασφαλισμένο να είναι εντελώς δωρεάν. Όμως, στην πράξη, υπάρχει συνήθως μια μικρή ή μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση του ασθενούς κατά τη λήψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Το σκεπτικό είναι ότι αυτή η επιβάρυνση δίνει στον ασφαλισμένο μια αίσθηση ευθύνης ώστε να αποφεύγεται η ανούσια χρήση των υποδομών υγείας, με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνεται άσκοπα ο ασφαλιστικός φορέας. Από την άλλη, η επιβάρυνση αυτή μπορεί να αποθαρρύνει τους πιο οικονομικά αδύναμους να φροντίζουν για την υγεία τους. Φυσικά, για λόγους κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς, υπάρχει πολλές φορές πρόβλεψη για πρόσβαση στο σύστημα υγείας και από ανασφάλιστους. Αυτή η πρόσβαση όμως είτε περιορίζεται στις δημόσιες δομές υγείας, όταν αυτές υπάρχουν, είτε είναι ιδιωτικής φύσης αλλά περιορισμένης έκτασης, όταν οι δημόσιες δομές δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν. Ακολουθούν οι τρεις βασικές βαθμίδες παροχής υπηρεσιών υγείας, οι οποίες, αν και υπόκεινται σε διαφοροποιήσεις ανάλογα με το σύστημα που ακολουθεί η κάθε χώρα, περιλαμβάνουν σε γενικές γραμμές τα παρακάτω χαρακτηριστικά.

Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας περιλαμβάνει βασικές παροχές υγείας σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο και καλύπτει περιπτώσεις ασθένειας που δεν είναι τόσο σοβαρές (δεν απαιτούν εισαγωγή σε νοσηλευτικό ίδρυμα), μέτρα πρόληψης νοσημάτων και οικογενειακό προγραμματισμό. Επειδή αυτό το επίπεδο φροντίδας καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του ιατρικού ιστορικού ενός ατόμου, η σωστή λειτουργία του απαιτεί και την οργανωτική υποστήριξη ενός ηλεκτρονικού ατομικού ιατρικού φακέλου.

Η Δευτεροβάθμια Περίθαλψη ή Νοσοκομειακή Περίθαλψη περιλαμβάνει την εισαγωγή σε νοσηλευτικό ίδρυμα ως εσωτερικός ασθενής (μεγαλύτερη από 24ωρη παραμονή) και συμπεριλαμβάνει όλες τις δαπάνες οι οποίες είναι ιατρικώς απαραίτητες για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου (έξοδα δωματίου, διατροφής, αμοιβές ιατρικού προσωπικού, διαγνωστικές και άλλες εξετάσεις, φάρμακα, διάφορα αναλώσιμα κ.λπ.).

Η τριτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι συνήθως το υψηλότερο επίπεδο εξειδικευμένης φροντίδας και παρέχεται από ειδικούς σε νοσοκομείο ή εξειδικευμένη δομή (εξειδικευμένα κέντρα αποκατάστασης/αποθεραπείας, ψυχιατρικές δομές κ.ά.).

Όπως ήδη αναφέραμε, πέρα από το κομμάτι της αποκατάστασης της υγείας, υπάρχει και το κομμάτι της αναπλήρωσης του χαμένου εισοδήματος λόγω ασθενείας. Αυτό καλύπτεται από το επίδομα ασθενείας το οποίο παρέχει ο ασφαλιστικός φορέας (ο ΕΦΚΑ για την Ελλάδα) για τις ημέρες που ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να εργαστεί. Βέβαια, πολλές φορές, το επίδομα αυτό καταβάλλεται μόνο όταν ο ασφαλισμένος αναγκαστεί να απέχει από την εργασία του πάνω από ένα ορισμένο αριθμό ημερών (π.χ. τρεις ημέρες). Αυτό γίνεται για λόγους εξοικονόμησης δαπανών, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενειών είναι μικρής διάρκειας (τριών ή λιγότερων ημερών) και γι’ αυτό θεωρείται ότι αυτή η απώλεια εισοδήματος είναι διαχειρίσιμη από την πλευρά του ασφαλισμένου.

Στο ίδιο πλαίσιο, αυτό της λογικής εξοικονόμησης δαπανών, πολλές φορές παρέχονται προς τους ασφαλισμένους, ή και προς ολόκληρο τον πληθυσμό μιας χώρας, υπηρεσίες προληπτικής ιατρικής όπως εμβολιασμοί παιδιών και ενηλίκων, προληπτικές εξετάσεις για διάφορες μορφές καρκίνου, εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου κ.ά. Το σκεπτικό είναι ότι, για ορισμένα προβλήματα υγείας, το κόστος της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης είναι εξαιρετικά μικρότερο για τον ασφαλιστικό φορέα, ή το Κράτος (π.χ. αν πρόκειται για ανασφάλιστο άτομο), από το κόστος της εκ των υστέρων αντιμετώπισης.

Επίδομα ανεργίας

Μία ακόμα σημαντική πτυχή της ασφαλιστικής προστασίας ενός εργαζομένου είναι η προστασία από τον κίνδυνο της ανεργίας. Αυτή η μορφή προστασίας εμφανίστηκε το 2ο μισό του 19ου αιώνα στην Ευρώπη σε επίπεδο συνδικάτων, και αφορούσε μόνο τα μέλη των συνδικάτων. Το περιορισμένο όμως πεδίο λειτουργίας της αποδείχτηκε μη αποτελεσματικό. Σε πιο οργανωμένη μορφή και με κρατική οικονομική στήριξη εμφανίστηκε, σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην αρχή ως προαιρετική και αργότερα ως υποχρεωτικό τμήμα της ασφάλισης των εργαζομένων. Η προστασία αυτή έρχεται σε μορφή χρηματικής στήριξης μέσω ενός «επιδόματος ανεργίας». Όμως, η βιωσιμότητα αυτής της προστασίας και η αποφυγή φαινομένων κατάχρησης δεν είναι εύκολη και γι’ αυτό συνήθως προβλέπεται η ύπαρξη ενός ξεχωριστού οργανισμού που θα ασχολείται με την προστασία από την ανεργία. Στην Ελλάδα, ο οργανισμός αυτός είναι ο Ο.Α.Ε.Δ (Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού).

Για τους ίδιους λόγους, η λήψη του επιδόματος ανεργίας έχει συνήθως κάποιες προϋποθέσεις:

- η ανεργία να είναι ακούσια (μη ηθελημένη) και όχι εκούσια. Θα πρέπει, δηλαδή, ο ασφαλισμένος να θέλει να εργαστεί. Αν και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο να διαπιστωθεί, χρησιμοποιούνται κάποιες ενδείξεις. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις στις οποίες ο ασφαλισμένος έχει χάσει τη δουλειά του λόγω απόλυσης και όχι λόγω παραίτησης, η ανεργία που έχει περιέλθει θεωρείται με αρκετή βεβαιότητα «ακούσια». Επίσης, αν κάποιος ασφαλισμένος δηλώσει άνεργος, τότε θα πρέπει να αποδείξει ότι ψάχνει ενεργά για νέα θέση εργασίας. Είτε με δική του πρωτοβουλία (όταν τα προσόντα του είναι ανταγωνιστικά στην αγορά εργασίας), είτε με το να απευθυνθεί σε ένα γραφείο εύρεσης εργασίας, το οποίο θα προσπαθήσει να του βρει μια θέση ανάλογη των προσόντων του. Αν δεν αποδεχθεί μια θέση που του προτείνεται, τότε θα πρέπει να τεκμηριώσει επαρκώς την άρνησή του. Διαφορετικά, θεωρείται ότι δεν θέλει να εργαστεί.

- ο ασφαλισμένος να είναι ικανός για εργασία. Αν δεν είναι (π.χ. λόγω αναπηρίας), τότε το ζήτημα της προστασίας του ανήκει στον τομέα της Κοινωνικής Πρόνοιας.

- να έχει εργαστεί για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα την περίοδο πριν από τη λήψη του επιδόματος ανεργίας, ώστε να έχει κατοχυρώσει δικαίωμα σε αυτό.

Από το επίδομα ανεργίας και τις εισφορές που το αφορούν, στις περισσότερες χώρες, εξαιρούνται οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά τη δυσκολία καθορισμού των ημερών που ένας αυτοαπασχολούμενος έχει δουλέψει, κάτι που είναι αρκετά δύσκολο να συσχετιστεί με τα έσοδα ή τις ζημίες της εταιρίας του. Ο δεύτερος βασίζεται στο σκεπτικό ότι «το να είναι κανείς αυτοαπασχολούμενος είναι στη λογική του να αναλαμβάνει αντίστοιχους κινδύνους, αντίστοιχα ρίσκα».[1] Άρα, στην ουσία, το επίδομα αυτό προορίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, για μισθωτούς εργαζόμενους. Επίσης, συνήθως εξαιρούνται οι δημόσιοι υπάλληλοι, επειδή η θέση εργασίας τους έχει στοιχεία μονιμότητας και άρα ο κίνδυνος ανεργίας είναι πολύ χαμηλός γι’ αυτούς. Τέλος, συχνά αποκλείονται και εργαζόμενοι στην αγροτική παραγωγή εξαιτίας κάποιων διαχειριστικών δυσκολιών, όπως το να καταγραφούν οι ώρες/μέρες εργασίας τους, να καθοριστεί ο μισθός τους κ.ά.

Το ύψος του επιδόματος ανεργίας εξαρτάται από το επίπεδο οικονομικής ευμάρειας της εκάστοτε χώρας. Όταν αυτό είναι υψηλό, το ύψος του επιδόματος συνήθως συνδέεται με τον προηγούμενο μισθό του ασφαλισμένου και έχει ως στόχο να διατηρήσει το βιοτικό του επίπεδο ανεπηρέαστο κατά την περίοδο της ανεργίας (π.χ. επίδομα ίσο με το 75% του τελευταίου μισθού). Όταν όμως το επίπεδο οικονομικής ευμάρειας της χώρας είναι χαμηλό, ο σκοπός του επιδόματος είναι η προστασία από την οικονομική εξαθλίωση και γι’ αυτό εκφράζεται συνήθως ως ποσοστό (π.χ. 60%) του βασικού μισθού. Και, φυσικά, η διάρκεια του επιδόματος περιορίζεται συνήθως σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, από λίγους μήνες έως ένα χρόνο, μιας και ο σκοπός του είναι να καλύπτει παροδικούς κινδύνους και όχι μόνιμες καταστάσεις απώλειας εισοδήματος.

Αιτίες «κατάρρευσης» ασφαλιστικών ταμείων

Εξηγήσαμε στο προηγούμενο άρθρο γιατί ο χαρακτηρισμός «ελλειμματικά» για τα ταμεία ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι προβληματικός, αν όχι παραπλανητικός. Το ίδιο ισχύει όταν μιλάμε και για «κατάρρευση» αυτών των ασφαλιστικών ταμείων, εκτός και αν η χρήση είναι μεταφορική, εννοώντας ότι η απαιτούμενη στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό αυξάνει χρόνο με τον χρόνο (ως ποσοστό του ΑΕΠ). Και πάλι όμως, θα πρέπει να εξετάσουμε τον λόγο για τον οποίο αυτό συμβαίνει (π.χ. μειώνονται οι εισφορές; Αυξάνονται οι παροχές; Μειώνεται το ΑΕΠ;). Μια τέτοια διευκρίνιση είναι σημαντική γιατί μπορεί το πρόβλημα να μην πηγάζει από τη λειτουργία των ασφαλιστικών ταμείων καθαυτή, και, σε αυτή την περίπτωση, να πρόκειται επίσης για παραπλάνηση. Όπως και να έχει, ας δούμε τις βασικές αιτίες για τις οποίες φαίνεται πως τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία έχουν φτάσει να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό σε τόσο μεγάλο βαθμό.

Δημογραφική γήρανση [1][2][3][4]

Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, σε συνδυασμό με τη μείωση των γεννήσεων εδώ και αρκετές δεκαετίες, οδηγεί σε μια προοδευτική γήρανση του πληθυσμού. Αυτό σημαίνει μείωση του αριθμού των εργαζόμενων και αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων. Το φαινόμενο γίνεται πιο έντονο μετά το 2010, εξαιτίας της μετανάστευσης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων στο εξωτερικό, κυρίως νέων, λόγω της οικονομικής κρίσης. Να σημειώσουμε εδώ ότι η αναλογία ασφαλισμένων-συνταξιούχων έχει μεταβληθεί από 4:1 το 1995 σε 1,7:1 το 2024! Αυτό πρόκειται να αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα για το ασφαλιστικό τις επόμενες δεκαετίες. Όμως, ένα σύστημα ασφάλισης δεν είναι σχεδιασμένο για να λειτουργεί μόνο υπό συγκεκριμένες ή σταθερές συνθήκες, αλλά είναι ένα σύστημα δυναμικό· το οποίο μπορεί να προσαρμόζεται. Λαμβάνοντας αυτό ως δεδομένο, και το γεγονός ότι το φαινόμενο της δημογραφικής γήρανσης βρίσκεται ακόμα μακριά από την κορύφωσή του (και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από άλλες πολιτικές που δεν σχετίζονται με τη σχεδίαση και διαχείριση του ασφαλιστικού), πιστεύουμε ότι οι βασικές αιτίες της τρέχουσας κατάστασης του ασφαλιστικού δεν θα πρέπει να αναζητούνται στη μεταβολή συνθηκών, αλλά να αναζητηθούν στους υπόλοιπους παράγοντες που θα αναφέρουμε στη συνέχεια.

Εισφοροδιαφυγή [3][5][6][7][8][9][10]

Η εισφοροδιαφυγή οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι η ανασφάλιστη («μαύρη») εργασία εξαιτίας της οποίας υπολογίζεται ότι τα ασφαλιστικά ταμεία χάνουν αρκετά δισεκατομμύρια κάθε χρόνο. Για παράδειγμα, εργαζόμενοι οι οποίοι είναι εντελώς αδήλωτοι, είτε ασφαλίζονται για 4ωρο ενώ δουλεύουν για 8, 10 ή και 12 ώρες.  Όπως είναι εύκολο να φανταστεί κανείς, στους κλάδους με τα μεγαλύτερα ποσοστά «μαύρης» εργασίας ανήκουν τα καταλύματα (π.χ. ρεσεψιόν, καμαριέρες, επιστάτες, τεχνίτες, καθαρίστριες), η εστίαση (π.χ. σερβιτόροι, μάγειρες, λαντζιέρηδες, βοηθοί κουζίνας), το εμπόριο (π.χ. υπάλληλοι εμπορικών καταστημάτων, ειδικά τουριστικών καταστημάτων) και ο αγροτικός τομέας (π.χ. εργάτες γης). Σημαντικό ποσοστό των ανασφάλιστων (περίπου το 1/3 με 1/4) είναι μετανάστες.

Ο δεύτερος λόγος είναι η νομοθετημένη δυνατότητα πολλών εργοδοτών να μην καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές σε διάφορες περιπτώσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα κυβερνητικά μέτρα για ανασφάλιστους μερικά απασχολούμενους με 280€ στο εμπόριο, την ανασφάλιστη εργασία μεταπτυχιακών και νέων στα προγράμματα stage, οι ανασφάλιστοι μερικώς απασχολούμενοι στο δημόσιο, η απαλλαγή εργοδοτών από ασφαλιστικές εισφορές (π.χ. σε περιπτώσεις που επενδύουν σε υποανάπτυκτες ή παραμεθόριες περιοχές, σε περιπτώσεις που προσλαμβάνουν νέους ή μακροχρόνια άνεργους κ.ά.) και άλλα πολλά.

Ο τρίτος λόγος είναι η διευκόλυνση που παρέχεται πολλές φορές από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, σε εταιρίες οι οποίες παράνομα δεν έχουν καταβάλει τις εργοδοτικές εισφορές που όφειλαν, μέσω δυνατότητας ευνοϊκής ρύθμισης της αποπληρωμής. Στις αρχές του 1990, μόνο οι βεβαιωμένες οφειλές προς το IKA ανέρχονταν στα 32,5 δισ. δραχμές. Το αποτέλεσμα ήταν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους να παραμένει ανείσπρακτο στο τέλος. Βέβαια, ακόμα και το τμήμα που εισπράττεται με καθυστέρηση αποτελεί πλήγμα για τα ασφαλιστικά ταμεία, μιας και για όλη τη διάρκεια της καθυστέρησης τα ποσά αυτά δεν επενδύονται και δεν αποδίδουν τόκους. Να τονίσουμε εδώ ότι, πολλές φορές, οι οφειλόμενες εισφορές των εργοδοτών περιλάμβαναν όχι μόνο τις εργοδοτικές εισφορές, αλλά και τις εργατικές εισφορές, τις οποίες οι εργοδότες παρακρατούν από το μισθό του εργαζομένου μόνο και μόνο για να τις αποδώσουν στα ασφαλιστικά ταμεία.

Ελλιπής κρατική χρηματοδότηση [2][3][10][11][12]

Ενώ η τριμερής χρηματοδότηση (εργοδότες, εργαζόμενοι, κρατικός προϋπολογισμός) του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ορίζεται ήδη από τον Αναγκαστικό Νόμο 1611/1950, το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης δεν ορίζεται στο νόμο αυτό. Έτσι, με αφορμή το γεγονός ότι εκείνη την εποχή η σχέση συνταξιούχων προς ασφαλισμένους ήταν περίπου 1:16, και άρα οι εισφορές υπερκάλυπταν τις παροχές του ΙΚΑ, η κρατική χρηματοδότηση αγνοήθηκε. Και, μάλιστα, παρέμεινε μηδενική μέχρι το 1986. Ακόμα και μετά, όμως, φαίνεται πως περιοριζόταν μόνο στο ύψος που απαιτούνταν ώστε να καλύπτονται οι απαραίτητες παροχές και όχι παραπάνω, ώστε να συμβάλλουν στη δημιουργία αποθεματικού.

Αυτό άλλαξε το 1992, όταν με το νόμο 2084/1992 θεσμοθετήθηκε η υποχρέωση του κράτους να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές κατά 10% επί των μισθών των νέων ασφαλισμένων. Όμως, μέχρι και το 2000, η καταβολή αυτής της χρηματοδότησης δεν γινόταν κανονικά, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να χρωστάει στα ταμεία πολλά δισεκατομμύρια δραχμές. Το 2002, με το νόμο Ρέππα, η υποχρέωση αυτή του κράτους καταργείται, και αντικαθίσταται με την υποχρέωση να καταβάλει κάθε έτος, από το έτος 2003 έως το 2032, ποσό ίσο με το 1% του ΑΕΠ. Για το 2002, τα ποσά και στις δύο περιπτώσεις ήταν σχεδόν ίδια. Καθώς όμως, με την πάροδο του χρόνου, το ποσοστό των νέων ασφαλισμένων αυξανόταν, το 1% υπολειπόταν από τα έσοδα που προσέφερε στα ασφαλιστικά η προηγούμενη χρηματοδότηση. Βέβαια, είναι και απορίας άξιο γιατί η κρατική αυτή συμμετοχή ορίζεται μέχρι το 2032 και τι θα συμβεί μετά.

Όπως και να έχει, φαίνεται ότι το Κράτος παραμέλησε για άλλη μια φορά αυτή την υποχρέωσή του για το 1%. Το 2006, οι θεσμοθετημένες οφειλές του Κράτους (ως μέρος της τριμερούς χρηματοδότησης) που δεν είχαν αποδοθεί στα ασφαλιστικά ταμεία ανέρχονταν στα 5,7 δισ. ευρώ.

Η καταστρεπτική διαχείριση των αποθεματικών [2][9][13][14][15][16][17][18][19][20]

Τα τελευταία 50 χρόνια υπήρξαν πολλά διαχειριστικά λάθη, ή ακόμα και σκανδαλώδεις ενέργειες, που καταβαράθρωσαν τα αποθεματικά των ταμείων. Η αιτία για τα περισσότερα από αυτά είναι η συνήθεια του Κράτους να παρεμβαίνει στη διαχείριση των αποθεματικών για να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες ή συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Ας δούμε τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:

(α) Η κατάθεση των αποθεματικών στην Τράπεζα της Ελλάδος. Με την έκδοση του Αναγκαστικού Νόμου 1611/1950 «περί καταθέσεων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Ασφαλιστικών Ταμείων», από το 1951 όλα τα αποθεματικά των δημόσιων και ιδιωτικών ασφαλιστικών ταμείων θα έπρεπε να κατατεθούν υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία θα τα χρησιμοποιούσε για τη χρηματοδότηση της γεωργίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας. Το επιτόκιο που ορίστηκε ήταν χαμηλότερο του πληθωρισμού (και πολλές φορές και του απλού επιτοκίου καταθέσεων) για αρκετές χρονιές μετά το 1972 (π.χ. το 1973 το επιτόκιο ήταν 4% με πληθωρισμό περίπου 15%). Όμως, ακόμα και πριν το 1972, ενώ το επιτόκιο που ορίστηκε ήταν 4%, τα επιτόκια καταθέσεων κυμαίνονταν μεταξύ 5% και 9,5%. Για την περίοδο 1951–1975, οι απώλειες από την «ειδική» αυτή διαχείριση των αποθεματικών  υπολογίζονται σε 58 δισ. δραχμές. Το ίδιο συνέβαινε όταν η ΤτΕ υποχρέωνε τα ταμεία να επενδύσουν σε κρατικούς τίτλους με επίσης χαμηλά επιτόκια. Ο νόμος αυτός θα ισχύσει μέχρι το 1994. Το οποίο σημαίνει πως, όλο αυτό το διάστημα, οι καταθέσεις των ασφαλιστικών ταμείων χάνουν μεγάλο μέρος της αξίας τους αντί να την αυξάνουν.

Επίσης, τα ασφαλιστικά ταμεία μετράνε απώλειες και από την άτοκη διαχείριση των «κεφαλαίων κίνησης» των ταμείων (π.χ. έσοδα από αγορά ενσήμων) από τις εμπορικές τράπεζες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι απώλειες αυτές ανέρχονταν σε 2 δισ. δραχμές τον χρόνο.

(β) Η υπόθεση κρατικοποίησης της Εμπορικής Τράπεζας. Το 1976 τα ταμεία υποχρεώθηκαν να αγοράσουν μετοχές της κρατικοποιημένης Εμπορικής Τράπεζας. Οι μετοχές αυτές υποτιμήθηκαν σημαντικά αμέσως μετά την αγορά τους. Ο ανορθόδοξος, αν όχι παράνομος, τρόπος με τον οποίο έγινε η κρατικοποίηση και ο παραμερισμός του Στ. Ανδρεάδη (και άλλων μετόχων) από τη διοίκηση, οδήγησαν την τιμή της μετοχής της Εμπορικής από 1,576 δραχμές το 1975 στις 580 δραχμές το 1984.  

(γ) Το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου. Το 1992, η κυβέρνηση της Ν.Δ. επέτρεψε για πρώτη φορά (νόμος 2076/1992) στις διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων να τοποθετήσουν μέχρι και το 20% των αποθεματικών τους σε μετοχές και τραπεζικά προϊόντα υψηλού ρίσκου (12% στο Χρηματιστήριο και 8% σε ακίνητα). Τον Ιανουάριο του 1999, το ΠΑΣΟΚ θα αποφασίσει (νόμος 2676/1999) πως από 1/1/2001 το ποσοστό αυτό μπορεί να ανέβει στο 23%. Ο νόμος όμως περιέχει ένα «παραθυράκι» με το οποίο επιτρέπεται να αγνοηθούν αυτά τα όρια με τη σύσταση μιας Ειδικής Επιτροπής Ελέγχου και Εποπτείας της διαχείρισης της περιουσίας των ασφαλιστικών φορέων, η οποία θα περιλαμβάνει εκπροσώπους της κυβέρνησης και των ασφαλιστικών ταμείων.  Θα δούμε, λίγο παρακάτω, τι ρόλο διαδραμάτισε αυτό.

Από τον Οκτώβρη του 1998 μέχρι τον Οκτώβρη του 1999, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) θα παρουσιάσει μία ασταμάτητη άνοδο από τις 1.865 στις 5.992 μονάδες. Η ραγδαία άνοδος των τιμών των μετοχών στο ΧΑΑ, γνωστή και ως «φούσκα του Χρηματιστηρίου», είχε ξεκινήσει ήδη από το 1997. Η άνοδος αυτή οφείλεται σε ένα συνδυασμό «θετικών» ειδήσεων (βελτιωμένη δημοσιονομική εικόνα της χώρας, ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.), ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004) και παραγόντων που ευνοούν την ενασχόληση με τις χρηματιστηριακές επενδύσεις (μείωση καταθετικών επιτοκίων, εξάπλωση της χρήσης του ίντερνετ στην Ελλάδα). «Το καλοκαίρι του 1999, η ενασχόληση με το χρηματιστήριο είχε φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Ακόμη και σε μικρά χωριά υπήρχαν ΕΛΔΕ (εταιρείες λήψης και διαβίβασης εντολών) που λειτουργούσαν ως γραφεία διαμεσολάβησης για την αγορά και πώληση μετοχών. Υπολογίζεται ότι πάνω από 1.300 τέτοιες εταιρείες δραστηριοποιούνταν στο Χρηματιστήριο».[5] Το αποτέλεσμα ήταν πολλές μετοχές να μετατραπούν σε «φούσκες», δηλαδή μετοχές με πολύ υψηλές τιμές που δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματική αξία των εταιρειών, οδηγώντας σε μια επίπλαστη εικόνα οικονομικής άνθησης.

Πορεία Γενικού Δείκτη Χρηματιστηρίου Αθηνών

Η πορεία του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Η διόγκωση της φούσκας ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ, που εξυμνούσαν το χρηματιστήριο και καλλιεργούσαν μια υπέρμετρα θετική εντύπωση για τη μελλοντική εξέλιξη των δεικτών με σκοπό να καρπωθούν πολιτικά οφέλη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, μια προεκλογική αφίσα του ΠΑΣΟΚ για τις ευρωεκλογές του 1999 με τίτλο «Σήμερα 1.000.000 επενδυτές ξέρουν ότι οι μετοχές τους έχουν αξία», και η δήλωση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κώστα Καραμανλή, ο οποίος λίγες μέρες πριν το κραχ έλεγε: «Να σας ξεκαθαρίσω, λοιπόν. Δεν με αφορά τι έκανε και τι είπε ο κ. Καρατζάς. Εγώ σας λέω ευθέως τι πιστεύουμε εμείς για το χρηματιστήριο. Και νομίζω ότι καλύπτεται απόλυτα η ερώτησή σας από τις προτάσεις μας για τον εκσυγχρονισμό, για τη βελτίωση των μεθόδων εποπτείας και ελέγχου του, ώστε να διασφαλίζεται και να διασφαλιστεί απόλυτα το συμφέρον των μικροεπενδυτών. Κωδικοποιώ: Πιστεύουμε στο θεσμό του χρηματιστηρίου. Πιστεύουμε ότι σήμερα, που είναι σε μια φάση έντονης ανάπτυξης –και πιστεύουμε ότι στο μέλλον, κοντινό και απώτερο, θα είναι ακόμα πιο ανθηρό– είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη να διασφαλίσουμε με διάφορες παρεμβάσεις, σαν και αυτές τις έξι που σας ανέφερα, την καλή του λειτουργία, τη διαφάνειά του και βέβαια κυρίως, επαναλαμβάνω, το συμφέρον των επενδυτών.».

Ο συνδυασμός της απληστίας με την έλλειψη γνώσης και κατανόησης της κερδοσκοπικής φύσης των χρηματιστηρίων θα οδηγήσει σε μια  συνεχή πτώση για τα επόμενα τρία χρόνια. Το «σκάσιμο» της χρηματιστηριακής «φούσκας» θα αρχίσει τον Οκτώβριο του 1999. Το κραχ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, σε πολιτικό και ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Υπήρξαν ακόμα και διαδηλώσεις έξω από το κτήριο του ΧΑΑ στην οδό Σοφοκλέους. Ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της τότε κυβέρνησης Σημίτη διαβεβαίωναν ότι οι κλυδωνισμοί στο Χρηματιστήριο ήταν προσωρινοί, παραπλανώντας τον κόσμο για άλλη μια φορά. Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δήλωνε τον Οκτώβριο του 1999 στο Ελεγκτικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ ότι «σε ένα–δύο 24ωρα η κατάσταση στο Χρηματιστήριο θα έχει ομαλοποιηθεί».

Τον Μάρτιο του 2000, έναν μήνα πριν τις εκλογές και ενώ το χρηματιστήριο έχει μόλις βιώσει ένα «limit down», προκειμένου να αποφύγει το πολιτικό κόστος από τη συνεχή πτώση του χρηματιστηρίου, η κυβέρνηση θα συστήσει την Ειδική Επιτροπή Ελέγχου και Εποπτείας και θα επιτρέψει ένα 5% (επιπλέον του 20%) των αποθεματικών (περίπου 200 δισ. δραχμές) να τοποθετηθεί στο χρηματιστήριο. Οι δηλώσεις πολιτικής στήριξης του χρηματιστηρίου συνεχίζονταν. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννος Παπαντωνίου δήλωνε ακόμα και τον Απρίλιο του 2000, με τον γενικό δείκτη ήδη κάτω από 5.000 μονάδες, ότι «η περίοδος της νευρικότητας στο χρηματιστήριο έχει ημερομηνία λήξης, είναι η 9η Απριλίου, είναι η επανεκλογή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Εμείς, το ΠΑΣΟΚ είμαστε εγγυητές της ομαλής πορείας των αγορών». Την ίδια αισιοδοξία απέπνεαν και οι προεκλογικές δηλώσεις του προέδρου της Ν.Δ., Κώστα Καραμανλή, ο οποίος δήλωνε: «εγγυούμαστε απόλυτα για μια διαρκώς ανοδική πορεία του Χρηματιστηρίου από τις 10 Απρίλη».

Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Την τριετία 1999–2002, τα ασφαλιστικά ταμεία θα χάσουν πάνω από 3,5 δισ. ευρώ από τις τοποθετήσεις των αποθεματικών τους στο χρηματιστήριο.

Κακοδιαχείριση, έλλειψη οργάνωσης και διαφθορά στην απονομή συντάξεων [3][21][22][23][24][25][26]

Εδώ μπορούμε να συμπεριλάβουμε ένα πλήθος περιπτώσεων που κόστισαν δισεκατομμύρια στα ασφαλιστικά ταμεία, όπως (α) χιλιάδες αναπηρικές συντάξεις-μαϊμού οι οποίες παρέχονταν από κυκλώματα γιατρών και υπαλλήλων των ασφαλιστικών ταμείων, (β) χιλιάδες συντάξεις αποθανόντων, οι οποίες συνεχίζονταν να εισπράττονται από συγγενείς και άλλους επιτήδειους, (γ) χιλιάδες συνταξιούχοι που λάμβαναν 5 ή περισσότερες συντάξεις ταυτόχρονα εξαιτίας μιας βιαστικής και πρόχειρης ενοποίησης/συγχώνευσης ασφαλιστικών ταμείων, (δ) χιλιάδες εικονικές συντάξεις από ασφαλισμένους «φαντάσματα» (δεν προσήλθαν να απογραφούν όταν ζητήθηκε), (ε) ένταξη στο ασφαλιστικό σύστημα και παροχή συντάξεων σε άτομα που δεν είχαν καταβάλει ποτέ ασφαλιστικές εισφορές (π.χ. συντάξεις Ο.Γ.Α. πριν το 1998), (στ) ασφαλιστικά ταμεία στα οποία εργοδότες και εργαζόμενοι δεν πλήρωναν εισφορές (π.χ. δημοσιογραφικά ταμεία), (ζ) ταμεία μεγάλων οργανισμών (π.χ. ΟΤΕ και Εθνικής Τράπεζας) τα οποία, για να μειώσουν το μισθολογικό τους κόστος, είχαν προσφέρει προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης και στη συνέχεια συγχωνεύθηκαν με το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στο οποίο και μετέφεραν το βάρος αυτών των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.

Έλλειψη αναπροσαρμογής των κοινωνικών παροχών. [1][3]

Από τις αρχές με μέσα της δεκαετίας του ‘80, σε πολλά ασφαλιστικά ταμεία, αντί να υπερκαλύπτουν τις παροχές, οι εισφορές άρχισαν να υπολείπονται αυτών. Δεδομένης της μικρής κρατικής χρηματοδότησης, θα έπρεπε να ακολουθήσει μια προσαρμογή του ασφαλιστικού συστήματος (π.χ. μείωση παροχών, αποθάρρυνση πρόωρων συνταξιοδοτήσεων). Υπήρχαν ασφαλιστικά ταμεία (π.χ. τραπεζών ή δημοσίων οργανισμών) των οποίων τα ποσοστά αναπλήρωσης (τι ποσοστό των προηγούμενων αποδοχών αντιπροσωπεύει η παρεχόμενη σύνταξη) έφταναν μέχρι και το 130%! Πιθανότατα εξαιτίας του πολιτικού κόστους, μια τέτοια προσαρμογή δεν έγινε με αποτέλεσμα να μειώνονται τα αποθεματικά τους σε βαθμό πέραν του δέοντος.

Το κούρεμα των ομολόγων λόγω του P.S.I.

Το 2012, με το γνωστό P.S.I. και το κούρεμα των ομολόγων, τα ασφαλιστικά ταμεία έχασαν περίπου 12,5 δισ. ευρώ. Θα αναλύσουμε το θέμα του P.S.I. σε ξεχωριστό άρθρο.

Σημεία προσοχής

Θα κλείσουμε επισημαίνοντας κάποια πράγματα τα οποία, αν και τα συναντάμε συχνά στην επικαιρότητα, έχουν πτυχές τις οποίες μπορεί να αγνοούμε.

(α) Η συνεχής αύξηση (ως ποσοστό του Α.Ε.Π.) της κρατικής χρηματοδότησης στο ασφαλιστικό σύστημα έχει πάντα κάποιες επιπτώσεις. Αν η αύξηση αυτή προέλθει από αύξηση της φορολογίας, τότε έχουμε μια πιο έντονη αναδιανομή πλούτου από τους εργαζόμενους (των οποίων τα εισοδήματα φορολογούνται) προς τους συνταξιούχους (που συνήθως δεν έχουν εισοδήματα). Αν προέλθει από δανεισμό, τότε οδηγεί σε αύξηση του δημοσίου χρέους. Αν προέλθει από περικοπή άλλων δαπανών, τότε οδηγούμαστε σε λιγότερα ή χαμηλότερης ποιότητας κοινωνικά αγαθά (υγεία, παιδεία, κοινωνική πρόνοια, εξωτερική ασφάλεια κ.λπ.) και, κατά συνέπεια, σε πτώση του βιοτικού επιπέδου και, έμμεσα, στην ιδιωτικοποίηση αυτών των αγαθών.

(β) Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών δεν έχει πάντα θετικό αντίκτυπο στον μέσο πολίτη. Η ενστικτώδης αντίδραση ενός πολίτη στο άκουσμα της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών είναι πως θα μειωθεί η επιβάρυνση που είχε και άρα θα αυξηθεί ο πραγματικός μισθός του. Όντως, αυτό που «διαφημίζεται» συνήθως είναι πως θα υπάρξει κέρδος και για τον εργοδότη και για τον εργαζόμενο. Αυτό που δεν λέγεται όμως είναι πως αυτή η μείωση είναι στην ουσία και μείωση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων, που συχνά αντισταθμίζεται από μια μείωση των κοινωνικών παροχών. Δηλαδή, λιγότερα χρήματα για τις συντάξεις, για τη λειτουργία του συστήματος υγείας, για επιδόματα ανεργίας κ.λπ. Αυτές τις μειώσεις, καταλήγει να τις επιβαρύνεται ο ίδιος ο εργαζόμενος.

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Έστω ότι, από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ο ασφαλιστικός φορέας χάνει 20€ εισφορών για το σύστημα υγείας ανά ασφαλισμένο (10€ από τις εργοδοτικές εισφορές και 10€ από τις εισφορές του εργαζομένου). Μικρότερη χρηματοδότηση στο δημόσιο σύστημα υγείας σημαίνει ότι, για να συνεχίσει να λειτουργεί, το σύστημα υγείας θα πρέπει να αναπληρώσει ένα τμήμα του κόστους λειτουργίας μετακυλίοντάς το στον ασθενή. Έτσι, το κόστος της συμμετοχής του ασφαλισμένου στις υπηρεσίες υγείας (π.χ. αυξημένη συμμετοχή των ασφαλισμένων στο κόστος των φαρμάκων, στα νοσήλια, στις επισκέψεις κ.ο.κ.) θα αυξηθεί κατά 20€. Εναλλακτικά, το σύστημα υγείας θα μπορούσε να μειώσει την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, αλλά ας θεωρήσουμε ότι δεν βρισκόμαστε σε αυτό το σενάριο, το οποίο επίσης θα επιβάρυνε το κόστος υγείας για τον πολίτη. Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα για τον εργαζόμενο. Ένα τμήμα του κόστους της ασφαλιστικής προστασίας μετατοπίζεται από τον εργοδότη σε αυτόν. Ο ασφαλισμένος βγαίνει ζημιωμένος. Θα έχει μια αύξηση 10€ στον μισθό του (λόγω της μείωσης των εισφορών εργαζομένου) αλλά και μία αύξηση 20€ στο κόστος των υπηρεσιών υγείας. Η μετατόπιση αυτή έχει και μία ακόμα συνέπεια που οφείλεται στην εξατομίκευση του κόστους της ασφαλιστικής προστασίας. Δηλαδή, την απώλεια ενός μέρους της κοινωνικής αλληλεγγύης. Εξαιτίας της αυξημένης συμμετοχής στο κόστος των υπηρεσιών υγείας, δεν θα απολαμβάνουν όλοι οι ασφαλισμένοι τις ίδιες παροχές. Κάθε ασφαλισμένος θα απολαύσει (σε ποσότητα ή σε ποιότητα) τις υπηρεσίες υγείας που μπορεί να αντέξει οικονομικά. Αυτό θα επιβαρύνει τόσο τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα όσο και τις πιο φιλάσθενες κοινωνικές ομάδες.

Αντίστοιχο παράδειγμα θα μπορούσαμε να δώσουμε και για τις συντάξεις. Έστω ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών οδηγεί σε μείωση των συντάξεων. Μικρότερες συντάξεις σημαίνει ότι ο εργαζόμενος θα πρέπει είτε να χρηματοδοτήσει από την τσέπη του το τμήμα της σύνταξης που θα χαθεί (π.χ. μέσω ιδιωτικής ασφάλισης ή άλλου είδους αποταμίευσης, μέσω παράτασης του εργασιακού του βίου κ.λπ.), αν δεν θέλει να μειωθεί το βιοτικό επίπεδο που αναμένει ως συνταξιούχος. Ως γνωστόν, ήδη κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση εδώ και κάμποσα χρόνια, με το σύστημα των «τριών πυλώνων».

Ως αντίλογος, χρησιμοποιείται το επιχείρημα ότι αυτές οι μειώσεις δίνουν ώθηση στην οικονομία. Για παράδειγμα, αν ο δημόσιος τομέας της υγείας λειτουργήσει με κριτήρια αγοράς («ό,τι πληρώνεις, παίρνεις»), αφήνει περιθώριο για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα υγείας. Με άλλα λόγια, αν ο δημόσιος τομέας υγείας δεν μπορεί να παράσχει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες δωρεάν, τότε ο ιδιωτικός τομέας θα μπορέσει να προσελκύσει πελάτες υψηλού εισοδηματικού επιπέδου που αναζητούν ένα τέτοιο επίπεδο υπηρεσιών υγείας. Παράλληλα, δημιουργούνται και νέες θέσεις εργασίας, αφού με το ίδιο κόστος ο εργοδότης μπορεί τώρα να προσλάβει περισσότερους εργαζόμενους. Το τίμημα είναι πως από τη μία, οι υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας γίνονται απαγορευτικές για τα κατώτερα (ή και τα μεσαία) οικονομικά στρώματα της κοινωνίας και, από την άλλη, ναι μεν δημιουργούνται περισσότερες θέσεις εργασίας, αλλά το βιοτικό επίπεδο των υπαλλήλων θα είναι λίγο χαμηλότερο από πριν.
 


Αναφορές:

[1]. «Κοινωνική ασφάλιση: Μια εισαγωγή στο θεσμό», Κουμαριανός Βαγγέλης, Συμεωνίδης Γιώργος, Αγγελάκη Μαρία, Εκδόσεις ΔΙΟΝΙΚΟΣ, 2020 

[2]. «Κοινωνική ασφάλιση: Από το κράτος πρόνοιας στην ελαστασφάλεια», Βασίλης Μηνακάκης, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2008 

[3]. «Το ασφαλιστικό (ως ορφανό πολιτικής) και μια διέξοδος», Τάσος Γιαννίτσης, Εκδόσεις Πόλις, 2007 

[4]. «Population Collapse is a Massive Problem», Triggernometry, Dr Paul Morland, 2025 

[5]. «Ανθεί η μαύρη Εργασία - Σε ποσοστό 25% οι ανασφάλιστοι - ελλειμματικά τα ταμεία», TaxHeaven, 2011 

[6]. «Ζει και βασιλεύει η ανασφάλιστη εργασία», NewsBeast, 2013 

[7]. «Αδήλωτη εργασία - e-ΕΦΚΑ: Τι έδειξαν οι έλεγχοι», ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 2023 

[8]. «Τα αναλυτικά στοιχεία για οφειλές σε Ι.Κ.Α. και Κ.Ε.Α.Ο. TaxHeaven, 2016 

[9]. «Περί της κεφαλαιοποίησης της κύριας σύνταξης», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 2024 

[10]. «Η διαχρονική καταλήστευση της Ασφάλισης», 2015 

[11]. «Κριτική στον ασφαλιστικό νόμο του Δ.Ρέππα (Νόμος 3029/2002)», Κώστας Νικολάου, 2011 

[12]. «…Όλοι, λοιπόν, στη συζήτηση για το ασφαλιστικό αλλά με ξεκάθαρες θέσεις….», Αλέξης Μητρόπουλος, 2018 

[13]. «Ασφαλιστικά ταμεία: Πώς έκαναν φτερά €80 δισ», TA NEA, 2025 

[14]. «Η έννοια των αποθεματικών. Τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών 1950-2010», Ένωση για την προάσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων

[15]. «Ελληνικό χρηματιστηριακό κραχ του 1999», Wikipedia 

[16]. «Πως έφαγαν τα αποθεματικά των ταμείων στο Χρηματιστήριο. Ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία.», 2016, https://oaee2015.wordpress.com/2016/02/03/πως-έφαγαν-τα-αποθεματικά-των-ταμείων/

[17]. «Ατομική ιδιοκτησία και νομισματική πολιτική», Γεώργιος Μπήτρος, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2023 

[18]. «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», Ιστότοπος Φίλων Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος 

[19]. «Στρατής Ανδρεάδης: Τα λόγια του επιχειρηματία που άλλαξε την τραπεζική οικονομία»,  mononews, 2022

[20]. «Όταν ο Καραμανλής κρατικοποίησε σε μια νύχτα τον Όμιλο Ανδρεάδη», Μακελειό.gr, 2018 

[21]. «Ο ΟΓΑ σήμερα – αλήθειες & ψέματα», Πανελλήνιος Σύλλογος Εργαζομένων στον Ο.Γ.Α, 2016 

[22]. «Νέο σκάνδαλο με πλαστές συντάξεις αποκάλυψαν οι υπηρεσίες του ΙΚΑ», e-forologia, 2011 

[23]. «Σκάνδαλο με αναπηρικές συντάξεις-μαϊμού από γιατρούς και υπαλλήλους του ΙΚΑ και του ΟΑΕΕ», 2015 

[24]. «Αυξήθηκαν οι πολυσυνταξιούχοι των Tαμείων: Με 5 έως 10 συντάξεις 26.161 δικαιούχοι του ΕΦΚΑ», Ελεύθερος Τύπος, 2022 

[25]. «1,5 δισ. ευρώ το χρόνο κοστίζουν οι μαϊμού συντάξεις.», TaxHeaven, 2011 

[26]. «420 εκατ. ευρώ ετησίως για συντάξεις - μαϊμού. Αναλυτικά όλα τα στοιχεία από το Υπ. Εργασίας», TaxHeaven, 2013

Θεματική Κατηγορία