Ασφαλιστικό Σύστημα – Μέρος Α’
Οι ρίζες της κοινωνικής ασφάλισης[1][2][3][4][5][15]
Ως γνωστόν, με τα χρόνια ο άνθρωπος γερνάει. Έτσι, από κάποια ηλικία και μετά, δεν μπορεί να εργαστεί ή δεν μπορεί να εργαστεί αρκετά αποδοτικά ώστε να βγάλει τα προς το ζην. Παλιότερα, υπήρχαν κάποιοι «κοινωνικοί μηχανισμοί» οι οποίοι φρόντιζαν για αυτό. Αυτοί ήταν κυρίως η οικογένεια (οι άνθρωποι έκαναν πολλά παιδιά και τα παιδιά αναλάμβαναν την φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων τους που, πολλές φορές, έμεναν κάτω από την ίδια στέγη), η τοπική κοινότητα (η γειτονιά ή το χωριό) και η Εκκλησία (και πάλι σε επίπεδο τοπικής κοινότητας).
Αν και μορφές στήριξης προς τους άπορους πολίτες μπορεί κανείς να εντοπίσει ήδη από τα αρχαία χρόνια, αυτή αρχίζει να θεσμοθετείται (ως μια μορφή Κράτους Πρόνοιας) και να λαμβάνει επίσημη «κρατική» οικονομική στήριξη στην Ρωμανία (Βυζάντιο), ήδη από τον 4ο αιώνα, με πρωτοβουλία της χριστιανικής Εκκλησίας. Πολλές λέξεις, όπως «νοσοκομείο», «πτωχοκομείο», «γηροκομείο», «ορφανοτροφείο», είναι λέξεις που πρωτοεμφανίστηκαν στην ελληνική γλώσσα κατά τη διάρκεια του βυζαντινού Μεσαίωνα για να περιγράψουν ιδρύματα και θεσμούς που δεν υπήρχαν μέχρι τότε στον ελληνικό κόσμο. Αντίστοιχα παραδείγματα θα συναντήσουμε στη Δυτική Ευρώπη για πρώτη φορά περίπου τον 16ο αιώνα, οπότε και εμφανίζονται κάποια οργανωμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανέχειας, τόσο για ανθρωπιστικούς λόγους όσο και για λόγους εξάλειψης της εγκληματικότητας. Χαρακτηριστικοί είναι οι «Νόμοι περί Πτωχών» που ψηφίστηκαν στην Αγγλία εκείνη την εποχή, οι οποίοι από τη μία προέβλεπαν έναν φόρο με σκοπό τη στήριξη ατόμων ανίκανων για εργασία (κυρίως τροφή και ρουχισμό και, σε μικρότερο βαθμό, στέγαση), και από την άλλη προέβλεπαν τιμωρία για όσους ήταν ικανοί για εργασία και, αντί να εργάζονταν, επαιτούσαν. Βέβαια, οι νόμοι αυτοί ήταν αρκετά σκληροί και η παρεχόμενη βοήθεια ανεπαρκής.
Αν και από τις αρχές του 17ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 18ου άνθησε μια επιπλέον μορφή στήριξης σε επίπεδο συντεχνιών, αυτή δεν ήταν τόσο εκτεταμένη και κάλυπτε πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού. Άλλωστε, ο θεσμός των συντεχνιών ατόνησε με την έλευση της βιομηχανικής επανάστασης. Στην ουσία, οι μηχανισμοί που αναφέραμε (οικογένεια, κοινότητα, Εκκλησία) επικράτησαν μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε και άλλαξε ριζικά ο τρόπος οργάνωσης των κοινωνιών και οι συνθήκες διαβίωσης.
Η 1η και η 2η βιομηχανική επανάσταση έφεραν τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής και συνοδεύτηκαν από ένα κύμα αστικοποίησης του πληθυσμού, το οποίο δημιούργησε μια αγορά εργασίας βασισμένη στη μισθωτή εργασία. Για τον ευρωπαϊκό κόσμο, ήταν στην ουσία το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Οι πρώην αγρότες μετακινούνταν στις πόλεις αναζητώντας ένα εισόδημα που θα τους εξασφάλιζε την επιβίωση μέσω κάποιας χειρωνακτικής ή πνευματικής εργασίας. Το εισόδημά τους όμως δεν ήταν εξασφαλισμένο, μιας και ένας εργάτης μπορούσε μερικές φορές να τραυματιστεί ή να αρρωστήσει. Κάτι στο οποίο συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό οι άθλιες συνθήκες εργασίας, τα εξοντωτικά ωράρια και οι πενιχροί μισθοί της εποχής. Επίσης, η αγορά παρουσίαζε διακυμάνσεις (άλλοτε είχαν δουλειά, άλλοτε δεν είχαν) τις οποίες πολλοί εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν γιατί το ημερομίσθιό τους δεν ήταν αρκετό ώστε να αποταμιεύουν. Με άλλα λόγια, για τους περισσότερους, η ζωή ήταν «μεροδούλι-μεροφάι». Πέρα από αυτό, οι άνθρωποι των πόλεων έκαναν λιγότερα παιδιά, δεν είχαν δική τους γη και οι συνθήκες διαβίωσης δεν ήταν κατάλληλες ώστε τα παιδιά να φροντίσουν για τους γονείς τους (μικρά σπίτια με ελάχιστες ανέσεις και ελλιπείς συνθήκες υγιεινής). Η έννοια της γειτονιάς, και της αλληλεγγύης που αυτή παρείχε, έσβηνε στις πόλεις. Έτσι, χρειαζόταν κάποια άλλη λύση.
H πρώτη προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης ήρθε από τους ίδιους τους εργάτες στα μέσα του 18ου αιώνα με τη δημιουργία των «Ταμείων Αλληλοβοήθειας». Τα ταμεία αυτά στηρίζονταν στην οικειοθελή συνεισφορά των μελών τους, αλλά περιορίζονταν συνήθως στους κύκλους των πιο ειδικευμένων εργατών και τεχνιτών (οι οποίοι άλλωστε είχαν και την οικονομική δυνατότητα να συνεισφέρουν). Τα ταμεία αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη κοινωνικοπολιτικών δεσμών μεταξύ των εργατών και έτσι αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τις τάξεις των εργοδοτών και το Κράτος, και σε πολλές περιπτώσεις απαγορεύτηκαν. Την περίοδο από το 1850 έως το 1870 θα εμφανιστεί μια πρώτη μορφή ασφαλιστικού ταμείου (με εργοδοτικές εισφορές) σε εταιρικό επίπεδο, κυρίως από συγκεκριμένες μεγάλες εταιρίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ (American Express, Kodak, Siemens, Krupp κ.ά.) και σε κλάδους που βρίσκονται σε μεγάλη ανάπτυξη και άρα είχαν ανάγκη προσέλκυσης εργατικού δυναμικού (ναυτιλία, ορυχεία κ.ά.). Είναι η εποχή που κάποιες μεγάλες εταιρίες προσπαθούν να διασφαλίσουν το εργατικό τους προσωπικό (και άρα την παραγωγή τους) αναλαμβάνοντας μέρος της διαβίωσης αυτού, χρησιμοποιώντας δομές όπως το οικοτροφείο και την πόλη-εργοστάσιο.
Οι πρώτες μορφές οργανωμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, βασισμένο σε νομοθεσία, θα εμφανιστούν την περίοδο από το 1880 μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με εξαίρεση τα «Ταμεία Αλληλοβοήθειας», όλες οι προηγούμενες προσπάθειες είχαν αναπτυχθεί με πρωτοβουλία του εκάστοτε εργοδότη και αποτελούσαν μία έκφραση ελεημοσύνης ή «μεγαλοψυχίας» του εργοδότη προς τους εργάτες. Τη δεκαετία του 1880, ο καγκελάριος Βίσμαρκ του νεοσύστατου γερμανικού κράτους θα θεσπίσει μια σειρά από νόμους σχετικά με την ασφάλιση ασθενείας, εργατικών ατυχημάτων, αναπηρίας και γήρατος, με κοινή συμμετοχή εργατών και εργοδοτών. Ο Βίσμαρκ θα τονίσει ότι οι νόμοι αυτοί δεν αποτελούν κάποιο είδος «ελεημοσύνης» των εργοδοτών, αλλά δικαίωμα των εργατών. Παρόμοια δικαιώματα θα θεσπίσουν και οι ΗΠΑ όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αυτή την περίοδο, τα οποία, κατά περίπτωση, θα συμπεριλάβουν και θέματα παιδικής εργασίας, εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ωραρίου εργασίας. Σημαντική συμβολή στη θέσπιση των νόμων αυτών θα έχει η εξάπλωση του σοσιαλισμού και η ανάπτυξη εργατικών κινημάτων και συνδικαλιστικής δράσης από τους εργάτες. Άλλωστε, ένας από τους βασικούς λόγους θέσπισης αυτής της ασφαλιστικής νομοθεσίας ήταν η καλυτέρευση της ζωής των εργατών ώστε να μην στραφούν προς τον σοσιαλισμό.
Η «απειλή» του σοσιαλισμού θα γίνει ακόμα πιο έντονη μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και τη Μεγάλη Ύφεση του 1929-33. Για αυτό τον λόγο, η φιλεργατική νομοθεσία και τα μέτρα αντιμετώπισης της εξαθλίωσης θα γίνουν πιο έντονα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το New Deal του Αμερικανού προέδρου Ρούσβελτ (1933-39), που ήρθε ως απάντηση στα μαζικά κοινωνικά προβλήματα που δημιούργησε η Μεγάλη Ύφεση, και θεσμοθέτησε την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, τον ελάχιστο μισθό, το μέγιστο ωράριο εργασίας, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις κ.ά. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η Έκθεση Μπέβεριτζ, που συντάχθηκε το 1941-42 μετά από αίτημα της βρετανικής κυβέρνησης, και η οποία πρότεινε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για όλο τον πληθυσμό και ένα δημόσιο εθνικό σύστημα υγείας που δεν θα λειτουργούσε με όρους αγοράς (δηλαδή, με βάση το κέρδος). H βασική διαφορά της προσέγγισης του Μπίσμαρκ με την προσέγγιση του Μπέβεριτζ είναι ότι η πρώτη στοχεύει στη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου με την έλευση του γήρατος (αναπλήρωση εισοδήματος μετά την συνταξιοδότηση) και σχετίζεται άμεσα με την απασχόληση (χρηματοδοτείται από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο, καλύπτει τον εργαζόμενο και την οικογένειά του). Αντίθετα, η δεύτερη στοχεύει στην πρόληψη της φτώχειας (εξασφάλιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όλους τους πολίτες) και αφορά το σύνολο του πληθυσμού χωρίς να συνδέεται με την απασχόληση (χρηματοδοτείται από όλους, μέσω της φορολογίας, και τους καλύπτει όλους). Και στις δύο όμως, κεντρικό ρόλο έχει το Κράτος, σε αντίθεση με την αμερικάνικη προσέγγιση, στην οποία κεντρικό ρόλο έχει ο ιδιωτικός τομέας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Μήπως μπορούμε και μόνοι μας;
Σε αυτό το σημείο, ας δούμε συνοπτικά γιατί η ύπαρξη της ασφαλιστικής κάλυψης είναι αναγκαία και δεν μπορεί ο καθένας από εμάς να προστατέψει τον εαυτό του από μελλοντικούς κινδύνους απλά αποταμιεύοντας. Το σκεπτικό είναι απλό. Κάθε άνθρωπος θα πρέπει να βάζει στην άκρη ένα τμήμα του εισοδήματός του έτσι ώστε να μπορεί να συντηρήσει τον εαυτό του, και το άλλο του μισό, στα γεράματα. Έτσι, από κάποια στιγμή και μετά, όταν δεν θα μπορεί να εργάζεται, θα μπορεί να ζει με τις αποταμιεύσεις του. Όσο πιο πολύ αποταμιεύει κανείς κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου (π.χ. κάνοντας πιο λιτή ζωή), τόσο πιο νωρίς θα μπορούσε να σταματήσει να εργάζεται, να «βγει στη σύνταξη». Αυτή η προσέγγιση όμως παρουσιάζει κάποια πρακτικά προβλήματα:
- Τα λεφτά που πρέπει να βάλει κανείς στην άκρη είναι πάρα πολλά.
Συνήθως οι μηνιαίες αποδοχές μας αυξάνουν με τα χρόνια, γιατί η προϋπηρεσία σε ένα επάγγελμα μας προσφέρει γνώσεις και ικανότητες με τις οποίες μπορούμε να διεκδικήσουμε έναν καλύτερο μισθό. Ας δούμε ένα υποθετικό σενάριο. Έστω ότι ο μέσος όρος των αποδοχών μας κατά τη διάρκεια του εργασιακού μας βίου είναι 1400€, και από αυτά ξοδεύουμε τα 1200€ και βάζουμε στην άκρη τα 200€, κάθε μήνα. Αυτό σημαίνει ότι η αναλογία αυτών που αποταμιεύουμε προς αυτά που ξοδεύουμε ανά μήνα είναι 1:6. Με άλλα λόγια, αν αποταμιεύσουμε για 6 μήνες, τότε οι αποταμιεύσεις μας μπορούν να μας καλύψουν για έναν μήνα (διατηρώντας το μέσο βιοτικό μας επίπεδο σταθερό). Αν βγει κανείς στην σύνταξη στα 70 του και ο μέσος όρος ζωής είναι τα 80, τότε θα πρέπει οι οικονομίες του να μπορούν να τον καλύψουν για 10 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχει πιο πριν αποταμιεύσει για 60 χρόνια(!), συνεχόμενα και χωρίς κενά.
- Εξαιτίας του πληθωρισμού, οι αποταμιεύσεις χάνουν την αξία τους με τα χρόνια.
Αυτά που αγοράζεις σήμερα με 10 ευρώ είναι πολύ λιγότερα από αυτά που αγόραζες πριν 20 χρόνια με 10 ευρώ.
- Η αδιάκοπη αποταμίευση καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου είναι αδύνατη.
Για διάφορους λόγους (κάποιο θέμα υγείας, κάποιο ατύχημα, κάποια αναταραχή στην αγορά εργασίας κ.ά.), κάποιος μπορεί να σταματήσει να εργάζεται αρκετά νωρίτερα ή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί αν κάποιος χάσει τη δουλειά του και χρειαστεί μερικούς μήνες για να βρει μια καινούργια. Σε αυτό το διάστημα, όχι μόνο δεν μπορεί να αποταμιεύσει, αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιήσει και κάποιες από τις αποταμιεύσεις του για να επιβιώσει.
Με βάση τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε ότι ελάχιστοι έχουν την οικονομική άνεση να φτιάξουν από μόνοι τους (χωρίς κάποια άλλη βοήθεια) ένα ικανοποιητικό «κομπόδεμα», το οποίο θα τους εξασφαλίσει ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο στα γεράματα. Γι’ αυτό, χρειάζεται ένας μηχανισμός που θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Δύο είναι οι κυρίαρχες προσεγγίσεις στη λειτουργία ενός τέτοιου μηχανισμού. Το διανεμητικό σύστημα ασφάλισης, το οποίο αναπτύχθηκε μέσω σοσιαλιστικών επιρροών στα πλαίσια της κοινωνικής ασφάλισης, και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, το οποίο αναπτύχθηκε μέσω φιλελεύθερων επιρροών.
Το (ανα)διανεμητικό σύστημα [1][2][3][15][20]
Η ιδέα του διανεμητικού συστήματος είναι απλή στον πυρήνα της. Οι συντάξεις, και οι άλλες ασφαλιστικές παροχές που καταβάλλονται κάθε μήνα, πληρώνονται από τις αντίστοιχες εισφορές που καταβάλλουν κάθε μήνα οι ασφαλισμένοι (κυρίως, όσοι εργάζονται, αλλά μπορεί κάποιος να είναι ασφαλισμένος και να καταβάλλει εισφορές και τους μήνες που δεν εργάζεται). Έτσι, για παράδειγμα, η σύνταξη ενός ατόμου χρηματοδοτείται από αυτούς που εργάζονται και όχι από τα χρήματα που αυτό το άτομο κατέβαλε τα χρόνια που εργαζόταν. Το όλο σκεπτικό στηρίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών. Δηλαδή, την μεταφορά (αναδιανομή) πόρων από αυτούς που εργάζονται σε αυτούς που, την δεδομένη χρονική στιγμή, αδυνατούν να εργαστούν και άρα χάνουν το εισόδημά τους. Ένα παράδειγμα διανεμητικού συστήματος είναι η κοινωνική ασφάλιση, στην οποία θα αναφερθούμε αναλυτικά στη συνέχεια, αφού πρώτα πούμε δύο λόγια για την έννοια της κοινωνικής ασφάλειας.
Η έννοια της κοινωνικής ασφάλειας: Όπως περιγράψαμε ήδη, από τον 19ο αιώνα και μετά θα αναπτυχθεί η έννοια της κοινωνικής ασφάλειας, της οποίας ο στόχος είναι η «χειραφέτηση του ατόμου από την ανασφάλεια και το φόβο για το μέλλον, ώστε να αναπτυχθεί ελεύθερα στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του αλλά και στο δημόσιο βίο»[1]. Με άλλα λόγια, στόχος είναι η προστασία των εργαζόμενων από κινδύνους (γήρας, ασθένεια, ατύχημα, κ.λπ.), οι οποίοι τους απειλούν με απώλεια εισοδήματος, αφού τους αποτρέπουν από το να εργαστούν για να διασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Η κοινωνική ασφάλεια περιλαμβάνει τρεις βασικές τεχνικές προστασίας:
- την κοινωνική ασφάλιση, η οποία κατά κύριο λόγο επικεντρώνεται στην προστασία των εργαζόμενων μέσω της δημιουργίας ασφαλιστικών ταμείων στα οποία συγκεντρώνονται πόροι, οι οποίοι στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθούν για να στηρίξουν οικονομικά τους εργαζόμενους (σύνταξη, επίδομα ασθενείας, αποζημίωση εργατικού ατυχήματος κ.ά.). Συνήθως, η κοινωνική ασφάλιση επεκτείνεται για να καλύψει και άλλα τμήματα του πληθυσμού, όπως η οικογένεια του εργαζόμενου.
- την κοινωνική πρόνοια, της οποίας ο ρόλος είναι επικουρικός ως προς την κοινωνική ασφάλιση και εξατομικευμένος (οι παροχές και η προστασία που προσφέρει εξαρτώνται και από την οικονομική κατάσταση κάποιου),
- την προστασία της υγείας, η οποία αφορά την παροχή της αναγκαίας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και, ενώ ένα τμήμα της καλύπτεται από την κοινωνική ασφάλιση, ένα άλλο προορίζεται να καλύψει γενικότερα τους πολίτες και όχι μόνο τους εργαζόμενους.
Πολλές φορές, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής ασφάλειας δεν είναι ξεκάθαρες, και μπορούμε να δούμε τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης να καλύπτουν και κινδύνους οι οποίοι κανονικά θα ανήκαν στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας.
Εισαγωγή στην κοινωνική ασφάλιση: H κοινωνική ασφάλιση είναι μια έννομη σχέση μεταξύ του ασφαλισμένου και του φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Στο πλαίσιο αυτής της σχέσης, ο ασφαλισμένος υποχρεούται να καταβάλλει εισφορές κάθε μήνα, και ο φορέας υποχρεούται να τον προστατεύει από τους προβλεπόμενους κινδύνους (γήρας, ασθένεια, ατύχημα, ανεργία, θάνατος, γέννα κ.ά.) που μπορεί να απειλήσουν την ικανότητά του να εργάζεται και άρα να κερδίζει τα αναγκαία προς το ζην (και το ευ ζην) για αυτόν και την οικογένειά του. Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας 102, τα ελάχιστα που πρέπει να καλύπτονται από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι:
- φροντίδα υγείας και επιδόματα ασθενείας
- επίδομα ανεργίας
- παροχές γήρατος
- παροχές εργατικού ατυχήματος
- οικογενειακές παροχές
- παροχές μητρότητας
- παροχές αναπηρίας
- παροχές χηρείας
Φυσικά, οι εισφορές των ασφαλισμένων δεν είναι η μόνη πηγή χρηματοδότησης. Ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προβλέπει τρεις βασικές πηγές χρηματοδότησης:
(α) εισφορές εργαζόμενου
(β) εισφορές εργοδότη
(γ) κρατική ενίσχυση (μέσω της γενικής φορολογίας)
Είναι αλήθεια πως η διάκριση μεταξύ (α) και (β) είναι κάπως θολή, αν σκεφτεί κανείς ότι και τα δύο αποτελούν μέρος του μισθολογικού κόστους για έναν εργαζόμενο και άρα, και τα δύο, αφαιρούνται κατά μία έννοια από τον μισθό του εργαζόμενου. Το (γ) όμως αποτελεί μια σαφώς διακριτή πηγή χρηματοδότησης γιατί οι φόροι δεν πληρώνονται μόνο από εργαζόμενους αλλά, γενικότερα, από εισοδηματίες (π.χ. εισοδήματα από ενοίκια, μερίσματα, χρηματιστηριακές συναλλαγές κ.λπ.).
Χρηματοδότηση και βιωσιμότητα: Η χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι απλή υπόθεση. Από την μία, πρέπει με κάποιο τρόπο να υπολογιστούν τόσο οι εισφορές που πρέπει να πληρώνουν εργαζόμενοι και εργοδότες καθώς και το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης. Από την άλλη, πρέπει να υπολογιστούν και οι παροχές που θα να λαμβάνουν όσοι αντιμετωπίζουν έναν ασφαλιστικό κίνδυνο (π.χ. το ύψος της σύνταξης για έναν συνταξιούχο). Oι «κίνδυνοι» που μπορεί να οδηγήσουν έναν εργαζόμενο στην απώλεια εισοδήματος είναι πολλοί. Η αναλογιστική μελέτη εξετάζει την πιθανότητα κάθε κινδύνου, το μέσο κόστος του και τη μέση διάρκεια, με σκοπό τον υπολογισμό της αναγκαίας χρηματοδότησης που απαιτεί η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Ένας τέτοιος υπολογισμός είναι αναγκαίος ώστε να προβλεφθεί και ο τρόπος με τον οποίο θα βρεθεί αυτή η χρηματοδότηση.
Η συμβολή του ασφαλισμένου στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, μέσω της καταβολής εισφορών (υπονοούμε εδώ και την καταβολή των εργοδοτικών εισφορών), αποτελεί προϋπόθεση για να απολαύσει ο ασφαλισμένος την προστασία του συστήματος αυτού όταν επέλθει κάποιος από τους κινδύνους. Σε κάποια είδη κινδύνου η προστασία παρέχεται χωρίς προϋποθέσεις, ενώ σε κάποια άλλα υπάρχουν προϋποθέσεις που συνήθως αφορούν το ύψος της συμβολής του εργαζόμενου μέχρι εκείνο το σημείο. Για παράδειγμα, στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος, συνήθως, ο ασφαλιστικός φορέας θα καλύψει τον εργαζόμενο χωρίς άλλες προϋποθέσεις. Στην περίπτωση ανεργίας ο χρόνος ασφάλισης μπορεί να μην παίζει ρόλο στο ύψος του επιδόματος ανεργίας αλλά να παίζει ρόλο στη διάρκεια καταβολής του. Στην περίπτωση των παροχών γήρατος (σύνταξη), συνήθως απαιτείται ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα ασφάλισης.
Τα έσοδα συγκεντρώνονται στους ασφαλιστικούς φορείς (ασφαλιστικά ταμεία) και χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των παροχών. Το πλεόνασμα των ασφαλιστικών ταμείων (αποθεματικό) που δημιουργείται όταν τα έσοδα ξεπερνούν τις αντίστοιχες ανάγκες παροχών, επενδύεται με σκοπό να δημιουργηθούν επιπλέον έσοδα για την κοινωνική ασφάλιση. Βέβαια, οι επενδύσεις αυτές είναι συνήθως, για ευνόητους λόγους, χαμηλού ρίσκου (προθεσμιακές καταθέσεις, ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, ακίνητα) και, κατά συνέπεια, χαμηλής απόδοσης. Για να λειτουργήσει η κοινωνική ασφάλιση θα πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι οι εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών είναι αρκετές ώστε, μαζί με την κρατική χρηματοδότηση, να επαρκούν για τη χρηματοδότηση των παροχών (κυρίως των συντάξεων). Αυτή η ισορροπία μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη σχεδίαση της λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος.
Ο βασικός σχεδιασμός ξεκινάει εκτιμώντας πως θα εξελιχθεί με τα χρόνια ο αριθμός των εργαζόμενων καθώς και ο αριθμός των συνταξιούχων. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στον αριθμό των γεννήσεων και θανάτων καθώς και του εργασιακού κύκλου ζωής. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να εκτιμήσουμε σε ποια ηλικία κάποιος βγαίνει στην αγορά εργασίας και για πόσα χρόνια θα παραμείνει ενεργός (δηλ. θα εργάζεται πληρώνοντας ασφαλιστικές εισφορές) πριν βγει στη σύνταξη. Για παράδειγμα, υπάρχουν άτομα που ξεκινούν να εργάζονται από τα 18 τους χρόνια (ή και νωρίτερα) και άλλοι πολύ αργότερα (π.χ. λόγω σπουδών ή οικονομικής άνεσης). Αφού υπολογίσουμε το πότε κατά μέσο όρο περιμένουμε να βγει κάποιος στη σύνταξη, υπολογίζουμε και για πόσα χρόνια θα πρέπει να λαμβάνει ασφαλιστικές παροχές (σύνταξη), κάτι το οποίο εξαρτάται από το προσδόκιμο ζωής.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο χρόνος ασφάλισης συνδέεται κυρίως με την παροχή εργασίας και όχι μόνο με την καταβολή εισφορών. Για να το εξηγήσουμε, ας υποθέσουμε ότι κανονικά απαιτούνται 35 χρόνια ασφάλισης για να θεμελιωθεί δικαίωμα σύνταξης. Αν κάποιος την πρώτη ημέρα ασφάλισής του αποφασίσει να καταβάλει στον ασφαλιστικό του φορέα ένα τεράστιο ποσό το οποίο αντιστοιχεί σε όλες τις εισφορές που θα κατέβαλε τα επόμενα 35 χρόνια, δεν σημαίνει ότι αυτόματα αποκτά δικαίωμα λήψης σύνταξης για την υπόλοιπή του ζωή. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε κατάρρευση, αφού οι εισφορές που θα είχε εισπράξει θα ήταν οι ίδιες αλλά τα χρόνια για τα οποία θα έπρεπε να καταβάλει σύνταξη στον ασφαλισμένο θα ήταν πολλά περισσότερα. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν συνήθως νομοθετικές προβλέψεις. Στην Ελλάδα, ο χρόνος ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 25 μέρες εργασίας ανά μήνα και τις 300 ημέρες εργασίας ανά χρόνο. Επίσης, μπορεί η νομοθεσία να θέτει και ένα ελάχιστο όριο ηλικίας για να θεμελιωθεί το δικαίωμα στη σύνταξη. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που συμβαίνει αυτό. Ένας είναι ότι, για να σχεδιαστεί σωστά ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και να είναι βιώσιμο, θα πρέπει να γίνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση του χρονικού διαστήματος για το οποίο θα χρειαστεί το ταμείο να του προσφέρει σύνταξη. Ένας άλλος είναι ότι το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών μπορεί να μεταβάλλεται με τα χρόνια με βάση την κατάσταση της οικονομίας, κάτι που δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων.
Επίσης, όπως καταλαβαίνει κανείς, ο σχεδιασμός της λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος είναι ρευστός και συνεχώς μεταβαλλόμενος ανάλογα με τις συνθήκες. Για παράδειγμα, η αυξημένη ανεργία μειώνει τον αριθμό των εργαζόμενων (και άρα των ασφαλιστικών εισφορών) και αυξάνει τις παροχές που σχετίζονται με επιδόματα ανεργίας. Παράλληλα, όμως, καθυστερεί και τη συνταξιοδότηση και άρα ελαττώνει τα χρόνια για τα οποία θα χρειαστεί να καταβληθούν συντάξεις. Ένας πόλεμος, κατά πάσα πιθανότητα, θα επιβάρυνε το ασφαλιστικό σύστημα γιατί θα μείωνε κατά πολύ τόσο τις γεννήσεις όσο και τον εργασιακά ενεργό πληθυσμό (πολλοί θα σκοτώνονταν στην μάχη) ενώ θα άφηνε αρκετά ανεπηρέαστο τον πληθυσμό των συνταξιούχων. Μια πανδημία, κατά πάσα πιθανότητα, θα ενίσχυε το ασφαλιστικό σύστημα γιατί θα ελάττωνε κατά πολύ τον ευπαθή πληθυσμό (ηλικιωμένοι και άτομα με σημαντικά προβλήματα υγείας, που χρειάζονται περισσότερες παροχές από το ασφαλιστικό σύστημα), ενώ θα άφηνε αρκετά ανεπηρέαστο τον υπόλοιπο πληθυσμό. Είμαστε κάπως κυνικοί στα παραπάνω παραδείγματα απλά και μόνο για να δείξουμε το εύρος των παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Συνεχίζοντας στο ίδιο σκεπτικό, μια πολιτική η οποία θα ενθάρρυνε τις σπουδές θα είχε παρόμοιο αντίκτυπο με την αυξημένη ανεργία, χωρίς όμως το βάρος των επιδομάτων, αφού οι νεαροί σπουδαστές στηρίζονται οικονομικά κατά το πλείστον από την οικογένειά τους και όχι από επιδόματα ανεργίας.
Καθώς, όπως είπαμε, όλοι αυτοί οι παράγοντες (και άλλοι που δεν αναφέραμε) μπορεί να μεταβάλλονται από χρόνο σε χρόνο, η λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος θα πρέπει να προσαρμόζεται. Για παράδειγμα, μία αύξηση του προσδόκιμου ζωής (αύξηση των συντάξιμων χρόνων) θα πρέπει να «απορροφηθεί» από το σύστημα με κάποιον τρόπο, όπως μέσω οικονομικής ανάπτυξης, με μια αντίστοιχη αύξηση της ελάχιστης ηλικίας συνταξιοδότησης, με αυξημένη κρατική χρηματοδότηση, με μείωση των συντάξεων κ.ά.
Αναλογικότητα και ανταποδοτικότητα: Όπως είπαμε, η ανάγκη προστασίας που έχουν ορισμένα άτομα κάποιας ομάδας μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, χρηματοδοτείται από τις εισφορές των υπόλοιπων ατόμων της ομάδας που δεν έχουν ανάγκη προστασίας την ίδια στιγμή. Ο μηχανισμός αυτός αλληλεγγύης προστατεύει τα άτομα της ομάδας που αντιμετωπίζουν κάποιον κίνδυνο, αλλά ταυτόχρονα τα υποχρεώνει να προστατεύουν και τους άλλους, όταν θα έχουν διαφύγει τον κίνδυνο, με τον ίδιο μηχανισμό που προστατεύουν τον εαυτό τους. Για τον λόγο αυτό, η σχέση της κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι ανταποδοτική. Αυτό σημαίνει ότι οι παροχές που θα απολαύσει κάποιος δεν είναι αντίστοιχες με το ύψος των εισφορών που έχει καταβάλει. Μάλιστα, αν ο χρόνος ασφάλισης δεν είναι αρκετός, ο ασφαλισμένος μπορεί να μην θεμελιώνει καν δικαίωμα σε κάποιες από αυτές τις παροχές (π.χ. σύνταξη) και έτσι μέρος των εισφορών του θα έχουν καταβληθεί χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Παρ’ όλ’ αυτά, το αίσθημα δικαιοσύνης επιβάλλει να υπάρχει μια κάποια μορφή αναλογικότητας. Δηλαδή, εργαζόμενοι που έχουν περίπου τον ίδιο ασφαλιστικό βίο (χρόνο ασφάλισης, ύψος εισφορών κ.λπ.) θα πρέπει να δικαιούνται και παρόμοιες παροχές, ενώ ασφαλισμένοι με διαφορετικό ασφαλιστικό βίο θα πρέπει να δικαιούνται διαφορετικές παροχές.
Ο τρόπος με τον οποίο το ασφαλιστικό σύστημα προσεγγίζει αυτή την αναλογικότητα είναι με το να προσπαθεί να δώσει παροχές οι οποίες να αντικατοπτρίζουν τη συνολική συνεισφορά του εργαζόμενου στο σύστημα ασφάλισης. Αν το ύψος των εισφορών που καταβάλλει ένας εργαζόμενος είναι ανάλογο των εισοδημάτων του (κάτι που δεν ισχύει πάντα, βέβαια), τότε μια μορφή αναλογικότητας θα ήταν η σύνταξη που θα λάβει να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο επίπεδο διαβίωσης που είχε ο εργαζόμενος όταν εργαζόταν. Για να διατηρηθεί όμως ο χαρακτήρας της αλληλεγγύης υπάρχει συνήθως ένα όριο πάνω από το οποίο ούτε τα εισοδήματα κάποιου επιβαρύνονται με επιπλέον εισφορές, ούτε και οι παροχές που δικαιούται αυξάνονται. Αντίστοιχα, υπάρχει και ένα ελάχιστο όριο παροχών που διασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο ζωής για τον ασφαλισμένο, ακόμα και αν αυτό που κανονικά προκύπτει από τον τρόπο υπολογισμού των παροχών είναι μικρότερο. Η σχέση μεταξύ αλληλεγγύης και (εφικτής) αναλογικότητας δεν είναι σταθερή, και εξαρτάται από τις εκάστοτε οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Όπως θα αναλύσουμε και παρακάτω, κάποιος που βγαίνει στη σύνταξη μια περίοδο κατά την οποία η χώρα βρίσκεται σε μεγάλη οικονομική άνθηση, θα είναι και κάπως ευνοημένος ως προς τη σύνταξη την οποία θα λάβει σε σχέση με κάποιον που συνταξιοδοτείται σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης. Γι’ αυτό ο νομοθέτης προσπαθεί κάθε φορά να βρει την καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών στόχων. Ένας τρόπος να συμβεί αυτό, είναι ο εξής. Σε περιόδους οικονομικής άνθησης, που τα ποσοστά ανεργίας είναι μικρότερα (εργάζονται, και άρα συνεισφέρουν, περισσότεροι) και οι μισθοί καλύτεροι (οι εργαζόμενοι έχουν την δυνατότητα να καταβάλλουν αυξημένες εισφορές), ένα μέρος των αυξημένων εισφορών, αντί να χρησιμοποιείται για να αυξηθεί το ύψος των συντάξεων, χρησιμοποιείται για να δημιουργηθεί ένα αποθεματικό (αποταμιεύσεις του ασφαλιστικού φορέα). Το αποθεματικό αυτό θα βοηθήσει ώστε, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όταν οι ασφαλισμένοι έχουν μικρότερη δυνατότητα καταβολής εισφορών, να μην μειωθούν οι συντάξεις αλλά να χρηματοδοτηθούν εν μέρει από αυτό το αποθεματικό. Συνήθως, τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων επενδύονται, ώστε να μην χάσουν την αξία τους με τα χρόνια λόγω πληθωρισμού.
Σε γενικές γραμμές, αν και όχι πάντα, η κοινωνική ασφάλιση παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά:
- η συμμετοχή είναι υποχρεωτική
- το δικαίωμα του ασφαλισμένου στην παροχή/κάλυψη είναι διασφαλισμένο ανεξαρτήτως της οικονομικής του κατάστασης (δηλ. του κατά πόσο το έχει ανάγκη ή όχι με βάση την περιουσία του)
Υποχρεωτικότητα και Δημόσιος χαρακτήρας:
Όπως ήδη αναφέραμε, η κοινωνική ασφάλιση είναι υποχρεωτική για όλους τους οικονομικά ενεργούς πολίτες. Είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορούν οι ασφαλιστικοί φορείς να εκτιμήσουν τον αριθμό των ασφαλισμένων σε βάθος χρόνου και, κατά συνέπεια, να υπολογίσουν το ύψος των εισφορών. Η υποχρεωτικότητα αυτή εκφράζει την «επιβολή της συμμετοχής σε ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής αλληλεγγύης»[1]. Δεδομένου ότι η υποχρεωτικότητα μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με την άσκηση εξουσίας, κάτι που μπορεί να κάνει μόνο το Κράτος, ο χαρακτήρας της κοινωνικής ασφάλισης επιβάλλεται να είναι δημόσιος. Αν και οι ασφαλιστικοί φορείς έχουν κάποια αυτονομία στη λειτουργία και τον σχεδιασμό τους (π.χ. υπολογισμός εισφορών και παροχών), το Κράτος είναι αυτό που ορίζει τους γενικούς κανόνες λειτουργίας τους και παράλληλα εγγυάται την κάλυψη των πιθανών αναγκών που αδυνατούν να καλύψουν οι ίδιοι. Φυσικά, αυτό δεν απαγορεύει την παρουσία ιδιωτικών φορέων προαιρετικής επικουρικής ασφάλισης, αλλά δεν μπορούν αυτοί να υποκαταστήσουν την επικουρική κοινωνική ασφάλιση όταν αυτή είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη.
Το κεφαλαιοποιητικό (ανταποδοτικό) Σύστημα [2][5][6][7][8][9][10][11][12][15][16][17][18][19]
To σύστημα αυτό λειτουργεί στη λογική της ατομικής αποταμίευσης. Οι εισφορές κάθε ασφαλισμένου κατατίθενται στον ατομικό του λογαριασμό. Το ποσό που θα συγκεντρωθεί από τις εισφορές κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια για την ασφαλιστική του κάλυψη. Επειδή είναι δύσκολο τα ποσά αυτά να διασφαλίσουν το ίδιο βιοτικό επίπεδο και μετά τη συνταξιοδότηση, τα ποσά αυτά συνήθως επενδύονται και οι αποδόσεις των επενδύσεων προστίθενται στον ίδιο λογαριασμό. Η επένδυση όμως δεν είναι υποχρεωτική, και γίνεται με την συγκατάθεση του ασφαλισμένου.
Κατά τη συνταξιοδότηση, μπορεί να δοθεί η επιλογή στον συνταξιούχο να λάβει ολόκληρο το ποσό που έχει συγκεντρωθεί στον ατομικό του λογαριασμό σε μία δόση (εφάπαξ), σε μηνιαίες δόσεις με τη μορφή σύνταξης, ή σε έναν συνδυασμό αυτών των δύο. Στην περίπτωση της σύνταξης, θα πρέπει να γίνει ο υπολογισμός του ύψους της σύνταξης ώστε το συσσωρευμένο ποσό να διαρκέσει μέχρι το τέλος του βίου του. Δεδομένου όμως ότι δεν γνωρίζουμε πότε θα είναι αυτό, ο υπολογισμός γίνεται με βάση το προσδόκιμο ζωής.
Πολλές φορές, η λήψη σύνταξης δεν είναι μια προαιρετική επιλογή αλλά μια απαίτηση της πολιτείας γιατί αποτρέπει την αλόγιστη κατασπατάληση του συσσωρευμένου ποσού από τους ασφαλισμένους. Μια τέτοια κατασπατάληση θα οδηγούσε τους πολίτες πίσω στην πολιτεία για να τους γλιτώσει από την ανέχεια, παρέχοντάς τους ένα ελάχιστο εισόδημα (κοινωνική πρόνοια). Η σύνταξη επιβάλλει ένα είδος «μέτρου» στη ζωή των πολιτών (στον ρυθμό με τον οποίο καταναλώνουν) οι οποίοι, σε άλλη περίπτωση, μπορεί να έκαναν διαφορετικές επιλογές (π.χ. να ξοδέψουν ελάχιστα για να αφήσουν κάποια περιουσία στους κληρονόμους τους ή να ξοδέψουν το μεγαλύτερο ποσό τα πρώτα χρόνια απολαμβάνοντας την ζωή τους, και στη συνέχεια να ζήσουν τα τελευταία τους χρόνια με ελάχιστα).
Όπως μπορείτε να φανταστείτε, εκτός κι αν κάποιος έχει πολύ μεγάλα εισοδήματα ώστε να αποταμιεύει μεγάλα ποσά, η δυνατότητα λήψη μιας σύνταξης η οποία θα διατηρεί σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο διαβίωσης του εργαζόμενου και μετά τη συνταξιοδότηση απαιτεί την επένδυση των αποταμιεύσεων του εργαζομένου σε προϊόντα υψηλών αποδόσεων. Οι υψηλές αποδόσεις όμως είναι χαρακτηριστικό των επενδύσεων υψηλού ρίσκου (π.χ. μετοχές). Παράλληλα, η πιθανότητα να εμφανιστεί μια ανάγκη για καταβολή μεγάλων παροχών προς τον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου (π.χ. λόγω εργατικού ατυχήματος), ανεβάζει ακόμα περισσότερο την ανάγκη για υψηλές αποδόσεις και ρίσκο. Εξαιτίας του υψηλού αυτού ρίσκου, σε πολλά κράτη, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα χρησιμοποιείται από ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία, έτσι ώστε η απώλεια των αποθεματικών σε περίπτωση μιας κακής επένδυσης να μην επιβαρύνει το Κράτος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει και ένα δημόσιου χαρακτήρα κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Βέβαια, η λειτουργία της ιδιωτικής ασφάλισης επιβαρύνεται, σε σχέση με τη δημόσια ασφάλιση, με επιπλέον κόστη τα οποία μειώνουν της αποδοτικότητά της. Κόστη που αφορούν τη διαφήμιση, τις νομικές υπηρεσίες, το κέρδος της ασφαλιστικής εταιρίας κ.ά. Για τον λόγο αυτό, η ιδιωτική ασφάλιση προσπαθεί να είναι όσο πιο απαιτητική μπορεί στην επιλογή των πολιτών και των κινδύνων που θα ασφαλίσει. Για παράδειγμα, πολλές φορές οι ιδιωτικές ασφαλιστικές αρνούνται να καλύψουν «ευπαθείς» ομάδες (π.χ. πάσχοντες από μακροχρόνια ή θανατηφόρα νοσήματα) φτάνοντας ακόμα και στα όρια του κοινωνικού ρατσισμού ή, προκειμένου να τους ασφαλίσουν, απαιτούν εξαιρετικά υψηλές μηνιαίες εισφορές.
Εκτός από το επενδυτικό ρίσκο, δεν είναι αμελητέο και το ρίσκο που προέρχεται από την πορεία του ίδιου του ιδιωτικού ασφαλιστικού φορέα, ο οποίος ενίοτε μπορεί να χρεοκοπήσει. Ας αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το πρώτο είναι η χρεοκοπία της ενεργειακής εταιρίας Enron στις ΗΠΑ το 2001, που οδήγησε 4.500 υπαλλήλους να χάσουν όλες, ή σχεδόν όλες, τις συνταξιοδοτικές τους αποταμιεύσεις. Αυτό έγινε γιατί, από το συνταξιοδοτικό πλάνο 401k (συνταξιοδοτικό πλάνο που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ) των υπαλλήλων της, η εταιρία είχε επενδύσει ποσό άνω του 1 δισ. σε μετοχές της ίδιας της εταιρίας. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του τότε υπουργού Οικονομικών Πολ Ο’ Νιλ: «Εταιρείες πάνε κι έρχονται. Οφείλεται και αυτό στη μεγαλοφυΐα του καπιταλισμού […] Έτσι λειτουργεί το σύστημα. Οι άνθρωποι παίρνουν σωστές ή λανθασμένες αποφάσεις και αναλόγως πληρώνουν τις συνέπειες ή γεύονται τους καρπούς». Το δεύτερο είναι το σκάνδαλο της ασφαλιστικής εταιρίας «Ασπίς Πρόνοια» το 2010, στο οποίο δεκάδες χιλιάδες πολίτες έχασαν τα ασφαλιστήρια συμβόλαιά τους και μαζί τις εισφορές που είχαν καταβάλει.
Φαίνεται πως το κεφαλαιοποιητικό σύστημα διαπνέεται από μία καθαρά φιλελεύθερη φιλοσοφία. Μικρότερη κρατική παρέμβαση (στην προστασία του ατόμου από τους κινδύνους) και μεγαλύτερη ελευθερία του ατόμου στην επιλογή του τρόπου επένδυσης των εισφορών του. Ο στόχος είναι οι αποταμιεύσεις του ατόμου (εισφορές) να επενδυθούν πιο «επιθετικά» και άρα να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Άλλα πλεονεκτήματα είναι ότι: (α) προσφέρει κάπως μεγαλύτερο βαθμό προστασίας του ασφαλιστικού συστήματος από πολιτικές παρεμβάσεις, (β) μειώνονται τα κίνητρα εισφοροδιαφυγής για τους εργοδότες, αφού η μη καταβολή εισφορών πλήττει άμεσα τον ασφαλισμένο και, ιδανικά, δεν θα στηριχθεί από το Κράτος μέσω διαφόρων «διευκολύνσεων». Φυσικά, βασικοί ωφελούμενοι από μια τέτοια προσέγγιση είναι οι εταιρίες οι οποίες θα δεχθούν τις επενδύσεις, και όσοι εργαζόμενοι επένδυσαν στις «σωστές» εταιρείες. Για τους υπόλοιπους, θα απαιτηθεί και πάλι μια κρατική στήριξη, προνοιακού όμως τύπου, για να τους παράσχει απλά τα απαραίτητα προς επιβίωση. Με άλλα λόγια, η εξασφάλιση του εργαζομένου από βασικούς κινδύνους (γήρας, ασθένεια, ατύχημα κ.λπ.) στηρίζεται στην ατομική του πρόνοια και η αποτυχία εξασφάλισής της αποτελεί επίσης ατομική του ευθύνη.
Κατά την γνώμη μας, κάτι τέτοιο δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει ικανοποιητικά για όλους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και πάλι οι ΗΠΑ, στις οποίες το σύστημα ασφάλισης είναι κατά βάση κεφαλαιοποιητικό. Τα ποσοστά των Αμερικανών πολιτών που δεν είχαν ιατροφαρμακευτική ασφάλιση κατά τα τελευταία 20 χρόνια κυμαίνονταν μεταξύ 8% και 16%. Για το ίδιο διάστημα, τα ποσοστά των συνταξιούχων οι οποίοι είχαν εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας κυμαίνεται στο 9-10%. Φαίνεται όμως πως η απόδοση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στις ΗΠΑ είναι χειρότερη από ό,τι δείχνουν τα νούμερα αυτά. Το πραγματικό ποσοστό των ηλικιωμένων (65 και πλέον έτη) με σύνταξη κάτω από το όριο της φτώχειας ήταν για το 2023 περίπου στο 37%. Ο λόγος που το ποσοστό αυτό εμφανίζεται στο 9-10% είναι τα προνοιακά επιδόματα, τα οποία ενισχύουν τα χαμηλά εισοδήματα.
Για να αποφευχθούν τέτοιοι κίνδυνοι θα πρέπει και πάλι το Κράτος να παρέμβει ώστε να «θεραπεύει» τις έντονες κοινωνικές ανισότητες που μπορεί να δημιουργήσουν κακές επενδύσεις, η έλλειψη ικανοποιητικής οικονομικής ανάπτυξης ή η αδυναμία των χαμηλών εισοδημάτων να αποταμιεύσουν αρκετά. Το πόσο θα παρέμβει εξαρτάται από το πόσο έντονες είναι οι κοινωνικές πιέσεις που δημιουργούνται σε κάθε κράτος. Για τους παραπάνω λόγους, εκτός από κράτη με έντονα φιλελεύθερο υπόβαθρο, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα συνήθως χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το διανεμητικό, και προσφέρει μια επικουρική κάλυψη που αφορά λιγότερο σημαντικούς ή συχνούς κινδύνους.
Σύγχρονες τάσεις στο ζήτημα της ασφάλισης [1][2][3][13][16]
To ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης τέθηκε ως αναγκαιότητα σε διεθνές επίπεδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα πλαίσια του σοσιαλδημοκρατικού κλίματος εκείνης της περιόδου. Το 1919, στα πλαίσια της Κοινωνίας των Εθνών, ιδρύθηκε η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), η οποία από το 1946 θα αποτελέσει την πρώτη εξειδικευμένη υπηρεσία του ΟΗΕ με στόχο την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και των διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων και εργασιακών δικαιωμάτων. Η ΔΟΕ καθοδήγησε σε μεγάλο βαθμό τις διεθνείς εξελίξεις μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε θέματα ασφαλιστικά και πρόνοιας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη δημόσιων διανεμητικών συστημάτων. Μετά το 1980, η στροφή προς νεοφιλελεύθερες πολιτικές έφερε τον πολιτικό κόσμο σε αντιπαράθεση με τις προτάσεις της ΔΟΕ. Η παγκοσμιοποίηση οδήγησε σε μια έντονη διασύνδεση των διεθνών αγορών. Για να μπορέσουν τα ανεπτυγμένα κράτη να ανταγωνιστούν τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (ώστε να διατηρήσουν τα επενδυτικά κεφάλαια στο έδαφός τους) αναγκάστηκαν να πιέσουν τις αμοιβές του ιδιωτικού τομέα «προς τα κάτω», οι οποίες με τη σειρά τους πίεσαν προς τα κάτω και τους μισθούς του δημοσίου. Δεν έγινε όμως το ίδιο και με τις κοινωνικές παροχές. Έτσι, σε συνδυασμό με τη σταδιακή δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, επήλθε μια σημαντική διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ εισφορών και παροχών, με αποτέλεσμα να απαιτούνται συνεχώς πρόσθετοι πόροι από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Στο φαινόμενο αυτό συνέβαλε σημαντικά τόσο η κακοδιαχείριση των ταμείων και των αποθεματικών τους, όσο και η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού με μια τάση συγκέντρωσης του πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια.
Στη συζήτηση για το πως θα αντιμετωπιστεί η νέα κατάσταση εισήλθαν νέοι διεθνείς οργανισμοί με λιγότερες κοινωνικές ευαισθησίες, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, η ΔΟΕ παραμερίστηκε, το πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης παρουσιάστηκε ως ο βασικός λόγος «κατάρρευσης» των ασφαλιστικών ταμείων, και τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα προτάθηκαν ως η ενδεικνυόμενη λύση. Η υιοθέτηση αυτής της στροφής έγινε σε διαφορετικό βαθμό από κάθε κράτος ανάλογα με τις κοινωνικές αντιστάσεις. Έτσι, σε κράτη της Λατινικής Αμερικής, της Κεντρικής Ασίας και της Αφρικής (Χιλή, Μεξικό, Νιγηρία, Καζακστάν κ.ά.), το διανεμητικό σύστημα αντικαταστάθηκε πλήρως από ένα σύστημα ατομικών αποταμιευτικών λογαριασμών. Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές χώρες, οι κοινωνικές αντιστάσεις οδήγησαν σε μια πιο ήπια προσέγγιση με σταδιακή εφαρμογή (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γενική απεργία στην Ελλάδα που ακολούθησε την «πρόταση Γιαννίτση» για το ασφαλιστικό το 2001). Παράλληλα, εξαιτίας αυτής της καθυστερημένης μετάβασης, λαμβάνονταν και μέτρα προσαρμογής του υπάρχοντος διανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, αποθάρρυνση της πρόωρης συνταξιοδότησης, μείωση των συντάξεων, κ.ά.). Κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό αλλά και πάλι δεν έγινε με την ταχύτητα που απαιτούσαν οι καταστάσεις, κυρίως λόγω του πολιτικού κόστους.
*Είναι ενδιαφέρον, από ακαδημαϊκής σκοπιάς, και ανησυχητικό, από κοινωνικής σκοπιάς, το που οδηγούνται τα πράγματα εντός της Ε.Ε., κοιτώντας κάποιες πρόσφατες εξελίξεις που μιλάνε για σύνταξη στα 74! [14]
Στο θέμα της μετάβασης προς ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, με σημείο αναφοράς μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας το 1994 με τίτλο «Averting the old age crisis : policies to protect the old and promote growth», οι ευρωπαϊκές χώρες κινήθηκαν κυρίως προς ένα μεικτό σύστημα τριών πυλώνων. Σε γενικές γραμμές, το σύστημα των τριών πυλώνων λειτουργεί ως εξής: Ο πρώτος πυλώνας θα έχει δημόσιο υποχρεωτικό χαρακτήρα, θα στηρίζεται σε τριμερή χρηματοδότηση (εργαζόμενοι, εργοδότες, Κράτος) και θα αφορά την κύρια σύνταξη, η οποία θα εξασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο παροχών («ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα»). Μια συμβολική σύνταξη, με σκοπό να αποφευχθεί η εξαθλίωση των πολιτών μετά την συνταξιοδότηση. Στην ουσία, θα αποτελεί μια μικρότερης εμβέλειας έκδοση της κοινωνικής ασφάλισης. Ο δεύτερος πυλώνας θα είναι υποχρεωτικής συμμετοχής, πιθανότατα με την μορφή επαγγελματικού ταμείου (που θα λειτουργούν είτε ως ΝΠΔΔ, είτε ως ΝΠΙΔ), το οποίο θα στηρίζεται σε διμερή χρηματοδότηση (εργαζόμενοι, εργοδότες). Ο πυλώνας αυτός θα αποτελεί τη βασική συνταξιοδοτική πηγή, θα έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα και θα στοχεύει στην εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Τα ταμεία αυτά θα απορροφήσουν, κατά πάσα πιθανότητα, τα λεγόμενα επικουρικά ταμεία. Ο τρίτος πυλώνας θα αφορά μια προαιρετική, πλήρως ιδιωτική ασφάλιση με μονομερή χρηματοδότηση από τους ασφαλισμένους, με σκοπό την επίτευξη ενός αυξημένου βιοτικού επιπέδου (ανάλογα με τις δυνατότητες και την επιθυμία του κάθε ασφαλισμένου να συνεισφέρει σε αυτόν).
*Στην Ελλάδα, ο πρώτος πυλώνας καλύπτεται από τον ΕΦΚΑ και ο δεύτερος, για την ώρα, συνδυαστικά από τον ΕΦΚΑ και το ΤΕΚΑ (Ν.Π.Δ.Δ.), μιας και το ΤΕΚΑ είναι ακόμα σε μεταβατικό στάδιο και η συμμετοχή σε αυτό παραμένει χαμηλή για την ώρα. Όσον αφορά τη συμμετοχή στον 2ο πυλώνα, παρόμοια είναι η κατάσταση και στην Κύπρο όπου, για την ώρα, περίπου το 70% του ενεργού πληθυσμού στην Κύπρο συμμετέχει μόνο στον 1ο πυλώνα.
Είναι γεγονός ότι, πέραν της αργής προσαρμογής των παροχών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, οι άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν στην απαξίωση των ασφαλιστικών ταμείων αποκρύφθηκαν ή προβλήθηκαν ελάχιστα. Γι’ αυτό και συχνά η χρηματοδότηση των ταμείων από τον κρατικό προϋπολογισμό συνοδευόταν από εκφράσεις όπως «ελλειμματικά ασφαλιστικά ταμεία». Στην πραγματικότητα, αυτή η έκφραση δεν είναι σωστή όταν μιλάμε για συστήματα κοινωνικής ασφάλισης τα οποία είναι σχεδιασμένα να χρηματοδοτούνται, εν μέρει, από τον κρατικό προϋπολογισμό (άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο). Οπότε, η χρήση της έκφρασης αυτής είναι παραπλανητική και προσπαθεί να δημιουργήσει την αίσθηση ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι ξεπερασμένο και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες συνθήκες. Είναι λογικό και επόμενο ότι, όταν το ΑΕΠ μιας χώρας μειώνεται, το ποσοστό του ΑΕΠ που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα μεγαλώσει, χωρίς να έχουν αυξηθεί οι παροχές του συστήματος.
Στην ουσία η κατεύθυνση της Παγκόσμιας Τράπεζας αποτελούσε μια προσέγγιση μειωμένης αλληλεγγύης και μεγαλύτερης εξατομίκευσης του κινδύνου (καθένας ήταν προσωπικά υπεύθυνος για την ενίσχυση της ασφαλιστικής του κάλυψης). Επειδή η διαδικασία αυτή μετέφερε ένα σημαντικό τμήμα της λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος στον ιδιωτικό τομέα (τη λειτουργία των ατομικών αποταμιευτικών λογαριασμών), αναφέρεται συχνά και ως «ιδιωτικοποίηση» του ασφαλιστικού συστήματος. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί θα έπρεπε οι ατομικοί αποταμιευτικοί λογαριασμοί να λειτουργήσουν στο πλαίσιο του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου τομέα. Επειδή η αποδοτική λειτουργία των αποταμιευτικών λογαριασμών απαιτεί την επένδυση των αποταμιεύσεων σε προϊόντα υψηλού ρίσκου, θα λέγαμε ότι ένας από τους λόγους είναι η μεταφορά της ευθύνης από το Κράτος στον ιδιωτικό τομέα (και έμμεσα στον ίδιο τον πολίτη και τις ατομικές του επιλογές), σε περίπτωση που κάποια επένδυση οδηγούσε σε απώλεια των αποταμιεύσεων. Κάτι που, σε αντίθετη περίπτωση, θα είχε πολιτικό κόστος.
Το ενδιαφέρον είναι πως μεταγενέστερες μελέτες («Global Social Policy & Governance», Deacon 2007) φαίνεται να έδειξαν πως το κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν υπερέχει έναντι του διανεμητικού στην αντιμετώπιση του φαινομένου της πληθυσμιακής γήρανσης. Επίσης, η οικονομική κρίση του 2009 οδήγησε αρκετές χώρες στην αναθεώρηση του θέματος της ιδιωτικοποίησης του ασφαλιστικού (χώρες όπως η Ουγγαρία και η Αργεντινή επανεθνικοποίησαν τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα). Κάτι που θα λέγαμε ότι δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη, μιας και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα απαιτεί μια ανθηρή οικονομία για να λειτουργήσει ικανοποιητικά.
Κοινωνική Πρόνοια
Σε αντίθεση με την κοινωνική ασφάλιση, η οποία έχει ως σκοπό την προστασία του εργαζόμενου πληθυσμού από προσωρινή ή μόνιμη απώλεια εισοδημάτων (η οποία μπορεί να επηρεάσει το επίπεδο διαβίωσής του χωρίς απαραίτητα να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωσή του), η κοινωνική πρόνοια έχει ως σκοπό την προστασία ολόκληρου του πληθυσμού από την ανέχεια. Η κοινωνική πρόνοια έρχεται να καλύψει περιπτώσεις όπου (α) δεν υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη, και (β) είναι αποδεδειγμένο ότι το άτομο δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του με δικά του μέσα ή με τη βοήθεια της οικογένειάς του. Μερικές φορές, όταν οι ασφαλιστικές παροχές δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ένα επίπεδο διαβίωσης πάνω από το όριο της φτώχειας, οι παροχές της κοινωνικής πρόνοιας μπορεί να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στις ασφαλιστικές παροχές. Προφανώς, η επέμβαση της Πρόνοιας απαιτεί τον έλεγχο των οικονομικών του ατόμου και της οικογένειάς του.
Ίσως να έχετε ακούσει αναφορές στα ΜΜΕ για το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ). Το ΕΚΑΣ ήταν ένα προνοιακό επίδομα το οποίο λειτουργούσε ως συμπλήρωμα εισοδήματος και αφορούσε οικονομικά αδύναμους συνταξιούχους. Το ΕΚΑΣ καταργήθηκε το 2019.
Στην ελληνική νομοθεσία, η διαχείριση της χρηματοδότησης και των δαπανών/παροχών της κοινωνικής πρόνοιας είναι αυτοτελής, και δεν σχετίζεται με αυτή της κοινωνικής ασφάλισης. Η χρηματοδότηση της πρόνοιας γίνεται αποκλειστικά από την φορολογία. Επίσης, σε αντίθεση με την ασφάλιση, η οποία περιέχει στοιχεία ανταποδοτικότητας μιας και προσπαθεί να αναπληρώσει τα χαμένα εισοδήματα (δηλαδή, να διατηρήσει το επίπεδο ζωής που είχε ο ασφαλισμένος), η πρόνοια προσφέρει σε ευπαθείς ομάδες εισοδήματα τα οποία βρίσκονται κοντά στο όριο της φτώχειας (δηλαδή, στοχεύει στη διασφάλιση της επιβίωσης των ευπαθών ατόμων).
Αναφορές:
[1]. «Κοινωνική ασφάλιση: Μια εισαγωγή στο θεσμό», Κουμαριανός Βαγγέλης, Συμεωνίδης Γιώργος, Αγγελάκη Μαρία, Εκδόσεις ΔΙΟΝΙΚΟΣ, 2020
[2]. «Κοινωνική ασφάλιση: Από το κράτος πρόνοιας στην ελαστασφάλεια», Βασίλης Μηνακάκης, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2008
[4] . «Βυζάντιον: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός», Ιωάννης Σαρρής
[7]. «Social Security Lifts More People Above the Poverty Line Than Any Other Program», 2025
[8]. «Θέλουμε αλήθεια «να γίνουμε σαν Αμερικάνοι» στην Υγεία;», InfoWar, 2025
[10]. «Profile: Paul O'Neill», The Guardian, 2002
[11]. «Enron Workers Went Down With Ship», CBS News, 2002
[12]. https://sojo.net/magazine/march-april-2002/sin-enron
[13]. «Διεθνής Οργάνωση Εργασίας », Wikipedia
[14]. «Σύνταξη στα 74! Πως το Ευρωκοινοβούλιο άνοιξε το δρόμο.», Νότης Μαριάς, Militaire News, 2025
[15]. «Θα Καταρρεύσει το Συνταξιοδοτικό;», Greekkonomics, 2025
[16]. «Αποταμιεύουμε αρκετά για τη Συνταξιοδότηση;», Financial Wellbeing Institute, 2025
[17]. «Εκθεση-κόλαφος για το σκάνδαλο της Ασπίς Πρόνοια», Η Καθημερινή, 2010
[18]. «Ο Σύλλογος Ζημιωθέντων για τα 10 χρόνια από το κλείσιμο της Ασπίς Πρόνοια», Ασφαλιστική Αγορά, 2019
[19]. «13 χρόνια μετά την ανάκληση της Ασπίς Πρόνοια», Ασφαλιστική Αγορά, 2022
[20]. «Το ασφαλιστικό (ως ορφανό πολιτικής) και μια διέξοδος», Τάσος Γιαννίτσης, Εκδόσεις Πόλις, 2007