Skip to main content
x
Αριστερά και Δεξιά

Αριστερά, Δεξιά και… Φασισμός

Γράφει ο Αλέξανδρος Γουγούσης

Αριστερά και Δεξιά

Οι πολιτικοί όροι «Δεξιά» και «Αριστερά» γεννήθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα από τις πολιτικές διεργασίες της Γαλλικής Επανάστασης, και τη θέση στην οποία καθόταν η κάθε παράταξη στο κοινοβούλιο (στη δεξιά ή την αριστερή πτέρυγα).[1][2][3] Οι Δεξιοί εμφανίζονταν τότε ως πιο συντηρητικοί, με την έννοια της διατήρησης της ισχύος των προνομιούχων τάξεων (αριστοκρατία, βασιλιάς, ανώτερος κλήρος), ενώ οι Αριστεροί χαρακτηρίζονταν από πιο ριζοσπαστικά φιλελεύθερα στοιχεία, και ήθελαν να εφαρμόσουν μεγάλες αλλαγές προς όφελος του απλού λαού. 

Ας κρατήσουμε αυτόν τον διαχωρισμό στο μυαλό μας γιατί θα μας βοηθήσει πολύ στη συνέχεια. Και αυτό γιατί, πολλές φορές, υπάρχει μια τάση ταύτισης της Αριστεράς με τον κομμουνισμό. Όμως η έννοια της πολιτικής Αριστεράς ξεκινά πριν από την εμφάνιση του κομμουνισμού, και εκτείνεται πέρα από αυτόν. Αρκεί να θυμίσουμε ότι, στο πρόσφατο παρελθόν, το ΠΑΣΟΚ θεωρούνταν αριστερό κόμμα, και όχι δεξιό (μιας και προώθησε τον συνδικαλισμό, το κοινωνικό κράτος, την ισότητα των φύλων κ.ά.), παρόλο που δεν είχε καμία σχέση με τον κομμουνισμό. Επίσης, διαδίδεται και ένας άλλος, προβληματικός κατά τη γνώμη μου, ορισμός της Αριστεράς ως την πολιτική ιδεολογία που υποστηρίζει την ισότητα και την αλλαγή. Οι λέξεις «ισότητα» και «αλλαγή» μπορούν να σημαίνουν το οτιδήποτε. Μια αλλαγή υπέρ λίγων προνομιούχων θα μπορούσε να είναι αριστερή; Δεν νομίζω. Και τι είδους Ισότητα; Ισότητα απέναντι στον νόμο; Ισότητα ευκαιριών ανάδειξης; Να κατέχουμε όλοι τον ίδιο πλούτο; Οι τρεις αυτές περιπτώσεις και μόνο, είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Αν δεχτούμε το τρίτο, τότε η αριστερά ταυτίζεται, υπό μία έννοια, με τον κομμουνισμό. Αν εννοούμε το δεύτερο, τότε μάλλον πλησιάζει στον φιλελευθερισμό. 

Θα ήταν σωστότερο να ορίσουμε ως αριστερή μια πολιτική η οποία ελαττώνει τις ανισότητες μεταξύ των πολιτών (άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων, προώθηση της ισονομίας, μεταφορά εξουσίας από τους λίγους στους πολλούς, εξίσωση των ευκαιριών κοινωνικής και οικονομικής προόδου κ.ά.) και ως δεξιά μια πολιτική η οποία κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση (ευνοεί και κατανέμει περισσότερη εξουσία, πλούτο και προνόμια σε λίγους πολίτες που αποδεικνύονται πιο ικανοί). Υπό μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αριστερά εκφράζει τον σοσιαλισμό και η Δεξιά τον φιλελευθερισμό. Μεγάλη σημασία όμως έχει το σημείο εκκίνησης. Για παράδειγμα, σε ένα κομμουνιστικό καθεστώς, οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές θα θεωρούνταν δεξιές πολιτικές.

Έθνος - Εθνικισμός - Σοβινισμός

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δώσουμε δύο ακόμα ορισμούς, οι οποίοι θα μας βοηθήσουν στη συνέχεια. Ο πρώτος είναι ο ορισμός του «έθνους»: «κατά βάση, τα έθνη είναι πολιτισμικές οντότητες, σύνολα ανθρώπων που συνδέονται από κοινές αξίες και παραδόσεις, και συγκεκριμένα από μια κοινή γλώσσα, θρησκεία και ιστορία...» [4]. Με βάση αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο εθνικισμός είναι, στην ουσία του, η επιθυμία των ανθρώπων να ζήσουν (να σχηματίσουν κοινωνίες) με άλλους, που έχουν τις ίδιες απόψεις και συνήθειες, και πιστεύουν στις ίδιες αξίες. Μερικές φορές, συνυπάρχει και η επιθυμία να μοιάζουν μεταξύ τους (φυλετική ομοιότητα), αλλά μόνο ως δευτερεύον στοιχείο, το οποίο δεν μπορεί να σταθεί εάν λείψει το πρώτο και δεν είναι τόσο δυνατό, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Επομένως, ο εθνικισμός έχει περισσότερο πολιτισμική, παρά βιολογική υπόσταση· και θα λέγαμε ότι δεν είναι παρά η επιθυμία των ανθρώπων να οργανωθούν κοινωνικά στην ίδια πολιτισμική βάση, και παράλληλα να διασφαλίσουν τις συνθήκες που θα οδηγήσουν αυτή την κοινωνία τους σε άνθηση. Αν και ο εθνικισμός διατρέχει σχεδόν ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, σαν όρος εξαπλώθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα οπότε, σε συνδυασμό με άλλες ιδέες της εποχής (φιλελευθερισμός, δημοκρατία κ.λπ.), συνέβαλε στα επαναστατικά κινήματα (τη Γαλλική Επανάσταση, τις επαναστάσεις του 1848 κ.ά.), τα οποία οδήγησαν στον σχηματισμό εθνικών κρατών, και μετέτρεψαν τους μέχρι τότε ευρωπαίους από απλούς υπηκόους σε πολίτες. Το εθνικιστικό αίσθημα έθεσε τα όρια των νέων κοινωνιών που σχηματίζονταν και τα οποία βασίζονταν πια μόνο στην στρατιωτική ισχύ (του βασιλιά και της αριστοκρατίας), αλλά και στο κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο, στο «αίσθημα του ανήκειν».

Αν και στην πράξη η έννοια του εθνικισμού έχει χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως, άλλοτε με την θετική έννοια (της ενίσχυσης των κοινωνικών δεσμών και της ανιδιοτέλειας), και άλλοτε με την αρνητική (την επιθετικότητα εναντίον κοινοτήτων με διαφορετικό πολιτισμό), καλό θα ήταν να τη διαχωρίσουμε από τον σοβινισμό, ώστε να μην χάσουν οι λέξεις τη σημασία τους. Ο (εθνικός) σοβινισμός είναι ένας ακραίος εθνικισμός ο οποίος διακατέχεται από περιφρόνηση ή και επιθετικότητα απέναντι σε άλλα έθνη. Αν και ο εθνικισμός περιλαμβάνει σίγουρα ένα αίσθημα υπεροχής, αυτό δεν είναι αρκετό ώστε να οδηγήσει σε σοβινιστική συμπεριφορά μιας και μπορεί κάποιος να πιστεύει ότι είναι μέρος μιας κοινωνικής ομάδας Α (έθνους) πολιτισμικά ανώτερης από μια ομάδα Β, χωρίς όμως να εμφορείται από αισθήματα περιφρόνησης και επιθετικότητας προς την ομάδα Β.

Η άνοδος του ολοκληρωτισμού [4][5][6][7]

Πέρα από τη μοναρχία και τη δικτατορία, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα θα εμφανιστεί στην Ευρώπη μια νέα μορφή απολυταρχίας, η οποία αργότερα θα ονομαστεί «ολοκληρωτισμός». Τα βασικά χαρακτηριστικά των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι:

(α) η απολυταρχία - ένα άτομο ή ομάδα προσώπων (π.χ. κόμμα) κατέχει την απόλυτη και αδιαμφισβήτητη κρατική εξουσία. Η απολυταρχία συνοδεύεται με κατάλυση των θεσμών μετάβασης της εξουσίας μέσω του λαού (π.χ. εκλογές), και η εξουσία διατηρείται με την απειλή της βίας και των όπλων και δεν μπορεί να αλλάξει χέρια παρά μόνο με επανάσταση ή εσωτερικές διαδικασίες, του ατόμου (διαδοχή) ή του κόμματος (μεταβίβαση εξουσίας) που κυβερνά.

(β) ο εκτενής κοινωνικός έλεγχος - το Κράτος επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής (έλεγχος της οικονομίας και της δικαιοσύνης, απαγόρευση εναντίωσης στις απόψεις της εξουσίας μέσω εκτεταμένης λογοκρισίας, απαγόρευση ομαδικών διεκδικήσεων, έλεγχος της τέχνης κ.ά.).

(γ) η θετική οπτική της βίας - η βία αντιμετωπίζεται ως ένα φυσικό και επιθυμητό μέσο καταστολής των αντιδράσεων και επίτευξης των επιδιωκόμενων στόχων.

Η ουσία των ολοκληρωτικών καθεστώτων βρίσκεται στο (β). Το (α) θα λέγαμε ότι είναι αναμενόμενο, μιας και ο ολοκληρωτισμός αποτελεί υποκατηγορία των απολυταρχικών καθεστώτων. Το (γ) ίσως θα έπρεπε να ιδωθεί με μια κριτική ματιά. Και αυτό γιατί, αν και, ιστορικά, φαίνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση του (β), η τεχνολογική ανάπτυξη και η τεράστια συγκέντρωση πλούτου σε κάποια άτομα, τη σύγχρονη εποχή, επιτρέπει στα άτομα αυτά να ασκούν τεράστιο έλεγχο τόσο στην ιδιωτική ζωή των πολιτών όσο και στη διαμόρφωση της σκέψης τους. Από ιστορικής άποψης όμως, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν αντιμετώπισαν τη χρήση βίας ως ένα «αναγκαίο κακό», αλλά ως κάτι φυσιολογικό. Οι διαφορές μεταξύ των ολοκληρωτικών καθεστώτων βρίσκονταν στην ιδεολογία των ομάδων που τις επέβαλαν, και άρα στους επιδιωκόμενους στόχους. Η πρώτη εμφάνιση τέτοιου καθεστώτος τον 20ό αιώνα θα γίνει στη Ρωσία, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την επιβολή του Κομμουνισμού. Αυτό το γεγονός θα οδηγήσει σε μια έξαρση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και της διεθνιστικής τάσης που τη συνόδευε σε όλη την Ευρώπη. Κάτι που με την σειρά του θα οδηγήσει στην άνοδο του εθνικιστικού αισθήματος, αφενός ως αντίδραση τμήματος της αστικής και μικροαστικής τάξης απέναντι στον κίνδυνο εξάπλωσης του κομμουνισμού και της κολεκτιβοποίησης. Αφετέρου, ως αποτέλεσμα του αισθήματος της αδικίας (π.χ. Ιταλία) ή της καταπίεσης και του εξευτελισμού (π.χ. Γερμανία) λόγω των αποτελεσμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν και οι φιλελεύθεροι δεν διαπνέονταν πάντα από ιδιαίτερα εθνικιστικά αισθήματα, η προσκόλλησή τους στην έννοια του Έθνους εξυπηρετούσε τη δημιουργία ενός ευρύτερου μετώπου ενάντια στον Κομμουνισμό. 

Ο συνδυασμός του έντονου εθνικιστικού αισθήματος με θεωρίες Κοινωνικού Δαρβινισμού (ελιτισμός) και ενός είδους σοσιαλιστικών οικονομικών θεωριών (ασφυκτικός έλεγχος της οικονομικής ζωής από το Κράτος) θα συνθέσει τις ιδεολογίες του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού (ναζισμού). Η άνοδος του Μουσολίνι στην Ιταλία και του Χίτλερ στη Γερμανία θα οδηγήσει σε νέα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Στην πρώτη περίπτωση, η ιδεολογία του καθεστώτος θα βασιστεί στη δύναμη της εθνικής ομοψυχίας, ενώ στη δεύτερη, στην υπεροχή της γερμανικής φυλής. Για παρόμοιους λόγους θα εμφανιστούν και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη δικτατορίες, οι οποίες, κυρίως λόγω της ανάγκης να εμφανίσουν και αυτές ένα θεωρητικό υπόβαθρο και όχι γιατί τα πίστευαν πραγματικά, θα υιοθετήσουν κάποια στοιχεία από το φασιστικό και το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, χωρίς όμως να μετατραπούν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα (π.χ. δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία, δικτατορία Μεταξά στην Ελλάδα). 

Τα κύρια μέσα που χρησιμοποίησαν, τόσο το φασιστικό όσο και το ναζιστικό κόμμα για την άνοδό τους στην εξουσία, ήταν τα εξής:

(α) Έντονος λαϊκισμός - Τόσο ο Μουσολίνι όσο και ο Χίτλερ στηρίχθηκαν κατά βάση στη μεσαία τάξη, και ειδικότερα στα κατώτερο τμήμα της μεσαίας τάξης, το οποίο δεν έβλεπε με καλό μάτι τις σοσιαλιστικές επιδιώξεις, αλλά παράλληλα ένιωθε και την απειλή της βιομηχανοποίησης και του μεγάλου κεφαλαίου. Γι’ αυτό, τόσο ο Μουσολίνι όσο και ο Χίτλερ μιλούσαν για υπέρβαση του διαχωρισμού «Αριστερά-Δεξιά», και κατηγορούσαν τόσο τις Δεξιές όσο και τις Αριστερές παρατάξεις, χωρίς όμως να παρουσιάζουν ξεκάθαρες θέσεις και λύσεις. Με επιδέξιο χειρισμό κατάφεραν να προσεταιριστούν ένα τμήμα τόσο του σοσιαλιστικού κόσμου (μιλώντας εναντίον της πλουτοκρατίας και υποσχόμενοι ανακούφιση των εργατικών τάξεων μέσω της εκπλήρωσης των εθνικών στόχων), όσο και των κεφαλαιοκρατών (υποσχόμενοι κέρδη στου κεφαλαιοκράτες και ανάσχεση της συνδικαλιστικής δράσης των εργατών). Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι να πάρουν την εξουσία.

(β) Ελιτισμός - Τόσο ο φασισμός όσο και ο ναζισμός είναι βαθιά ελιτιστικοί. Η κοινωνία απαρτίζεται από τον ηγέτη, ο οποίος βρίσκεται στη θέση αυτή λόγω της χαρισματικής του φύσης, μία «πολεμική ελίτ» με κύριο προσόν την αφοσίωση στο ηγέτη και την αυτοθυσία, και τις αδύναμες μάζες οι οποίες οφείλουν να υποταχθούν.

(γ) Φασιστικές Πολιτοφυλακές - Η οργάνωση της βάσης των φασιστικών/ναζιστικών κομμάτων περιλάμβανε τη συγκρότηση πολιτοφυλακών (π.χ. Μελανοχιτώνων του Μουσολίνι) ή παραστρατιωτικών ομάδων (τα Ες-Ες του Χίτλερ). Σε αντίθεση με τις δικτατορίες, όπου η ηγεσία περιλαμβάνει συνήθως μυστική συνεννόηση ατόμων σε θέσεις κλειδιά του στρατού, ο φασισμός και ο ναζισμός στηρίχθηκαν στη δημόσια κινητοποίηση όσο περισσότερων πολιτών γίνεται υπέρ των κομμάτων τους.

Στην ουσία, αυτά τα δύο ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν μπορούν να ενταχθούν στο φάσμα Αριστερά-Δεξιά των πολιτικών ιδεολογιών. Το εθνικό συμφέρον που πρότασσαν δεν μπορούσε παρά να έχει πάντα προτεραιότητα έναντι του ιδιωτικού (είτε του εργάτη, είτε του επιχειρηματία). Οπότε, δεν επέτρεπαν ούτε ταξικές συγκρούσεις (απεργίες, διαδηλώσεις, συνδικαλισμό), ούτε προσωπικό πλουτισμό εις βάρος των πολλών και άρα του έθνους (ασφυκτικός έλεγχος των επιχειρήσεων και των κερδών τους από το Κράτος). Το Κράτος (δηλαδή η ηγεσία) απαιτούσε τάξη και υπακοή όλων ώστε να επιτευχθούν οι «εθνικοί σκοποί». Αυτό φάνηκε και στην πράξη από τις πολιτικές που εφάρμοσε τόσο ο Μουσολίνι όσο και ο Χίτλερ. 

Επίσης, θα πρέπει να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ του «φασισμού» και του «ρατσισμού». Ως γνωστόν, ο ρατσισμός ή φυλετισμός είναι «η αντίληψη εκείνων που πιστεύουν ότι η δική τους φυλή είναι ανώτερη από τις άλλες που η φύση τις έχει καταδικάσει σε κληρονομική κατωτερότητα»[8]. Είναι δηλαδή ένα είδος φυλετικού σοβινισμού και συνοδεύεται από περιφρόνηση ή και επιθετικότητα απέναντι σε πληθυσμούς με διαφορετικά φυλετικά χαρακτηριστικά. Ο ρατσισμός ενισχύθηκε από την ανάπτυξη της θεωρίας του Κοινωνικού Δαρβινισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και της επιστήμης της ευγονικής. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που ο ρατσισμός που δεν αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του φασισμού. Πρώτον, η ιδεολογία του ιταλικού φασισμού δεν περιλάμβανε στοιχεία ρατσισμού. Κάποια τέτοια στοιχεία υιοθετήθηκαν αργότερα από τον Μουσολίνι, ως μέρος της στρατηγικής συνεργασίας του με τη ναζιστική Γερμανία, αλλά δεν εφαρμόστηκαν ιδιαίτερα. Το ίδιο ίσχυε και για άλλα αυταρχικά καθεστώτα, όπως τη δικτατορία του στρατηγού Φράνκο στην Ισπανία. Δεύτερον, οι ρατσιστικές αντιλήψεις προηγούνται κατά πολύ του φασισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το δουλεμπόριο των μαύρων και των ινδιάνων από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και άλλες χώρες ήδη από τον 15ο αιώνα, όπως και τα προγράμματα στείρωσης που εφαρμόστηκαν στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα, τα οποία αποτελούσαν ένα είδος «κοινωνικού ρατσισμού». [9][10][11][12]

Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο σήμερα ο όρος «φασισμός» έχει αποκτήσει μια ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται για να περιγράψει φαινόμενα ολοκληρωτισμού. Δηλαδή, συμπεριφορές οι οποίες στοχεύουν στο να ελέγξουν σε μεγάλη έκταση την κοινωνική και ατομική ζωή των πολιτών μέσω της επιβολής (ασχέτως αν οι συμπεριφορές αυτές στηρίζονται σε ρατσισμό, σοβινισμό ή άλλους λόγους). 

H σύνδεση του φασισμού με τη Δεξιά

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση των φασιστικών και εθνικοσοσιαλιστικών καθεστώτων, κάθε πλευρά προσπαθούσε να συσχετίσει τον φασισμό (και ακόμα περισσότερο τον εθνικοσοσιαλισμό, λόγω των ειδεχθών εγκλημάτων των Ναζί) με την άλλη, παρόλο που οι φιλελεύθεροι είχαν εξαπατηθεί από τις λαϊκιστικές υποσχέσεις των φασιστικών/ναζιστικών κομμάτων όσο και οι σοσιαλιστές. Από τη λέξη «εθνικοσοσιαλισμός», οι Δεξιοί έριχναν το βάρος στο συνθετικό «-σοσιαλισμός» και συνέδεαν τη βίαια φύση του εθνικοσοσιαλισμού με την επίσης βίαια φύση του Κομμουνισμού, και οι Αριστεροί έριχναν το βάρος στο συνθετικό «εθνικο-» τονίζοντας τη χρήση του εθνικιστικού συναισθήματος ως πηγή βίας. Το γεγονός ότι η Δεξιά είχε εκ των προτέρων προσεταιριστεί το εθνικιστικό συναίσθημα ως εργαλείο ανάσχεσης του σοσιαλισμού, και τα κομμουνιστικά καθεστώτα που σχετίζονταν ιδεολογικά με την Αριστερά δεν είχαν καμία ιδεολογική συγγένεια με τα φασιστικά, οδήγησε στη σύνδεση του φασισμού με τη Δεξιά στην αντίληψη του κόσμου. Σε κάποιο βαθμό, αυτή η διαμάχη διαρκεί μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστική είναι και η διαφωνία που προέκυψε μετά το τέλος του πολέμου στο γαλλικό κοινοβούλιο. Εκείνη την εποχή, οι απολυταρχικές τάσεις (μοναρχία, δικτατορία κ.ά.) ήταν πολιτικά τοποθετημένες στην άκρα δεξιά πτέρυγα του κοινοβουλίου, αν και οι καταβολές τους (ειδικά της μοναρχίας) δεν ήταν εθνικιστικής φύσεως. Στο γαλλικό κοινοβούλιο, ζητήθηκε από τους κομμουνιστές να καθίσουν στη δεξιά πτέρυγα του κοινοβουλίου αφού ήταν «υπέρ της δικτατορίας» του προλεταριάτου.[1] Ύστερα από ψηφοφορία, το 1951, το θέμα έληξε με τους κομμουνιστές να εγκαθίστανται οριστικά στην αριστερή πτέρυγα. Σε γενικές γραμμές, τα άκρα (ανεξαρτήτως κατεύθυνσης) συνδέθηκαν με τάσεις απολυταρχισμού και ολοκληρωτισμού.

Τα παραπάνω, καθώς και το γεγονός ότι ο κόσμος της Αριστεράς αλώθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από τα διεθνιστικά Κομμουνιστικά Κόμματα,[13] είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στον κόσμο της Αριστεράς μια αντιπάθεια για το «έθνος» και το «εθνικιστικό» ή «εθνικό» αίσθημα. Από την άλλη, στον κόσμο της Δεξιάς, κάθε είδος σοσιαλιστικής έκφρασης εξισώθηκε με τον Κομμουνισμό και, ως συνέπεια, η Αριστερά θεωρήθηκε ως κίνδυνος για την πατρίδα, το έθνος και την ελευθερία. Θα λέγαμε ότι και οι δύο αντιλήψεις είναι ισοπεδωτικές. Από τη μία, η έλλειψη εθνικού αισθήματος δεν είναι εγγενές χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού (χαρακτηριστικό παράδειγμα στην ελληνική ιστορία, το Ε.Α.Μ.) και, από την άλλη, η ιστορία έδειξε ότι όσο πιο φασιστικό είναι ένας καθεστώς, τόσο περισσότερο καταστέλλει την ελεύθερη αγορά στην οποία στηρίζεται ο φιλελευθερισμός.

Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι μια ακόμα σύγχυση στη χρήση των όρων εμφανίστηκε όταν τα δεξιά ευρωπαϊκά κόμματα εμφάνισαν διεθνιστικές τάσεις (χαρακτηριστικό της Αριστεράς έως τότε) και υποστήριξαν την κατεύθυνση προς μια ενωμένη Ευρώπη, ενώ τα αριστερά ήταν εναντίον της ενωμένης Ευρώπης. Στην πράξη όμως, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), και μετέπειτα η Ε.Ε., στήριξε την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την προώθηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων σε υπερεθνικό επίπεδο, παρά την πολιτικοοικονομική ενίσχυση του απλού λαού (μεσαία και χαμηλά οικονομικά στρώματα). Οπότε, θα λέγαμε ότι ο διαχωρισμός μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς παραμένει έγκυρος. 

Αν και οι διάφορες ιστορικές εξελίξεις επηρέασαν τη χρήση των δύο αυτών όρων σε κάθε χώρα, η ουσία τους παρέμεινε η ίδια. Με άλλα λόγια, η Δεξιά συνδέεται με τη διατήρηση ή ενίσχυση της πολιτικοοικονομικής ισχύος των λίγων (προνομιούχων), και η Αριστερά με την ενίσχυση της πολιτικοοικονομικής ισχύος της πλειοψηφίας (του απλού λαού). Με βάση αυτά, θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «Κέντρο» τις προσπάθειες εξισορρόπησης των δύο αυτών τάσεων.

Οι ανάγκες της οικονομικής ελίτ και η αποδυνάμωση των κοινωνιών [14][15][16][17][18]

Πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επικρατούν τις τελευταίες δεκαετίες στις ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου. Στην ουσία, αποτελούν μία παγκοσμιοποιημένη έκδοση του καπιταλισμού στην πιο επιβλητική μορφή της, η οποία προσπαθεί να απομακρύνει κάθε εμπόδιο για ακόμη περισσότερη πολιτικοοικονομική ισχύ, και κάθε τι που μπορεί να αποτελέσει συστημικό κίνδυνο για τις οικονομικές ελίτ, αλλά αυτή τη φορά σε υπερεθνικό επίπεδο. Τα κύρια μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι η ελεύθερη διακίνηση (α) κεφαλαίων, (β) αγαθών/υπηρεσιών και (γ) ανθρώπινου δυναμικού.

Όμως, για να επιτευχθεί αυτό, ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ελίτ πιστεύει ότι πρέπει να αποδυναμωθούν τα κράτη-έθνη και οι πολιτικές τους (κοινωνική πολιτική, δασμοί, ελεγχόμενη μετανάστευση κ.ά.), οι οποίες προτάσσουν το εθνικό συμφέρον έναντι του ατομικού (το οποίο τώρα εκφράζεται μέσω των πολυεθνικών εταιριών και δεν έχει πατρίδα). Ένας από τους τρόπους αποδυνάμωσης είναι η αφαίρεση μέρους της κρατικής υπόστασης με την παραχώρηση εξουσιών σε υπερεθνικούς οργανισμούς (E.E., Π.Ο.Υ., Ν.Α.Τ.Ο., Δ.Ν.Τ.), και η εκποίηση στρατηγικών υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικό δίκτυο, παραγωγή ενέργειας, κ.ά.) σε ιδιώτες. Η τοποθέτηση συγκεκριμένων ατόμων στους οργανισμούς αυτούς από τις ελίτ είναι πιο εύκολη γιατί δεν ελέγχεται από διαδικασίες εθνικών εκλογών. Ένας άλλος τρόπος είναι η αποδόμηση των πολιτισμικών στοιχείων που συνθέτουν ένα έθνος (γλώσσα, ιστορία, θρησκεία, παραδόσεις, έθιμα, κ.λπ.) μέσω της προώθησης του δικαιωματισμού, της πολιτικής ορθότητας, της woke κουλτούρας και της αθρόας εισροής μεταναστών εντελώς διαφορετικού πολιτισμικού υποβάθρου. Την ίδια στιγμή δεν παραλείπουν να τονίζουν τη φυσικότητα και την ομορφιά των πολυπολιτισμικών κοινωνιών.

Ειδικά στο θέμα της μετανάστευσης, χρησιμοποιούνται δύο κύρια επιχειρήματα. Πρώτον, ότι η δυτική οικονομία τους χρειάζεται εξαιτίας της έλλειψης εργατικών χεριών λόγω του δημογραφικού προβλήματος. Δεύτερον, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών αποτελούν πρόσφυγες και άρα, για ανθρωπιστικούς λόγους, υποχρεούνται να τους παρέχουν άσυλο. Προφανώς, και τα δύο επιχειρήματα είναι παραπλανητικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των λαθρομεταναστών δεν είναι πρόσφυγες αλλά οικονομικοί μετανάστες, είτε γιατί προέρχονται από ασφαλείς χώρες (χώρες που δεν έχουν πόλεμο και από τις οποίες δεν διώκονται), είτε γιατί εισέρχονται στην Ελλάδα μέσω χωρών που θεωρούνται ασφαλείς. Το όλο σκεπτικό αποκτά και μια δόση ειρωνείας, όταν πολλοί από αυτούς τους οικονομικούς μετανάστες προέρχονται από χώρες οι οποίες έχουν καλύτερα ανεπτυγμένη οικονομία από τη δική μας, αλλά θέλουν να χρησιμοποιήσουν τα πλεονάσματά τους για άλλους σκοπούς (π.χ. Πακιστάν). Όσον αφορά την έλλειψη εργατικών χεριών, η πηγή του προβλήματος είναι το δημογραφικό πρόβλημα σε συνδυασμό με την εκτεταμένη αστικοποίηση του πληθυσμού. Δεδομένου ότι για πολλά χρόνια τα δύο αυτά προβλήματα παραβλέπονταν (και συνεχίζουν να παραβλέπονται, θα έλεγα), εύλογα θα υπέθετε κανείς ότι η εισαγωγή μεταναστών εξυπηρετεί άλλους σκοπούς (π.χ. φθηνότερα εργατικά χέρια χωρίς εργασιακά δικαιώματα και άθλιες εργασιακές συνθήκες, κοινωνική ανομοιογένεια, ψηφοφόροι εξαρτημένοι από επιδόματα).

Οι πολιτικές αυτές στοχεύουν στην αποδυνάμωση των δεσμών αλληλεγγύης σε μια κοινωνία, ώστε να αποδυναμωθούν οι αντιδράσεις για τις αλλαγές που χρειάζεται η διεθνής οικονομική ελίτ. Και οι δεσμοί αλληλεγγύης αναπτύσσονται όταν τα άτομα που αποτελούν την κοινωνία νιώθουν ότι έχουν πράγματα κοινά, που τους ενώνουν. Ότι αποτελούν μια πολιτισμική οντότητα με κοινό αξιακό σύστημα. Αντίθετα, σε μια πολυδιασπασμένη κοινωνία, όπου ο καθένας νιώθει ότι ανήκει σε διαφορετική ομάδα, κάθε ομάδα νιώθει ξένη, αν όχι ανταγωνιστική ή εχθρική, με τις άλλες (ντόπιοι εναντίον μεταναστών, γυναίκες εναντίον ανδρών, ομοφυλόφιλοι εναντίον ετεροφυλόφιλων, πιστοί εναντίον άθεων κ.ο.κ.).

Η προσπάθεια εξίσωσης της εθνικής ιδέας με τον φασισμό [4][6][15][19][14][20][21][22][17]

Η συνειδητοποίηση από ένα μέρος της κοινωνίας αυτών των προσπαθειών διάλυσης των κοινωνικών δεσμών αλλά και της πτωτικής πορείας του βιοτικού επιπέδου εξαιτίας των πολιτικών αυτών, οδήγησε τα τελευταία χρόνια στη δημιουργία και την ανάδειξη μιας σειράς νέων κομμάτων (συχνά αποκαλούμενα ως «πατριωτικά» ή «ταυτοτικά») τα οποία εναντιώνονται στις συγκεκριμένες πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού. Μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες αυτών των κομμάτων είναι η εισροή μεγάλων πληθυσμών, μέσω νόμιμης ή παράνομης μετανάστευσης, στα ευρωπαϊκά κράτη, οι οποίοι διαθέτουν τέτοιο πολιτισμικό υπόβαθρο που στην ουσία τους απαγορεύει να ενσωματωθούν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.[23][24][25][26][27] Πρόκειται κυρίως για αφρικανοασιατικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό επιθυμούν θεοκρατική οργάνωση (απορρίπτοντας θεσμούς όπως η Δημοκρατία), δεν πιστεύουν στην ισότητα των δύο φύλων, δεν ανέχονται την ελευθερία του λόγου, και διακρίνονται από έλλειψη ανεκτικότητας σε διαφορετικές ιδέες και αντιλήψεις (θεωρούν προσβλητικό, σε βαθμό που θα έπρεπε να τιμωρείται, τον τρόπο ζωής που δεν συνάδει με τα δικά τους πιστεύω). Άλλωστε, ενδεικτική του κατά πόσο οι ισλαμικοί πληθυσμοί μπορούν και επιθυμούν να αφομοιώσουν τις βάσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η πολιτικοκοινωνική κατάσταση η οποία επικρατεί στις περισσότερες (αν όχι σε όλες), τις ισλαμικές χώρες του κόσμου. 

Η πράξη έχει δείξει ότι, σε μεγάλο βαθμό, τέτοιοι πληθυσμοί οδηγούνται σε γκετοποίηση και, κατά συνέπεια, επιθετική συμπεριφορά. Ακόμα και αν τμήμα αυτών των μουσουλμανικών πληθυσμών δεν συμμερίζεται όλα ή μερικά από τα προηγούμενα, η γκετοποίηση που δημιουργείται από τη μαζική λαθρομετανάστευση οδηγεί και αυτούς να ενταχθούν στα γκέτο, και άρα να υποταχθούν στις απόψεις των υπόλοιπων. Πέρα από το πρόβλημα της γκετοποίησης, πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι το όλο αφήγημα των πολυπολιτισμικών κοινωνιών καταρρέει με περισσότερη ευκολία όταν μιλάμε για μαζικές μετακινήσεις ισλαμικών πληθυσμών, γιατί οι ρυθμοί αύξησης αυτών των πληθυσμών είναι κατά πολύ μεγαλύτεροι από τους ρυθμούς αύξησης αυτών των δυτικών κοινωνιών. Αυτό σημαίνει ότι, σε όχι τόσο μεγάλο βάθος χρόνου, οι δύο διαφορετικοί πολιτισμοί δεν πρόκειται να ισορροπήσουν, αλλά ο ένας θα αντικαταστήσει τον άλλο.

Τα νέα αυτά κόμματα ακολουθούν ανοδική πορεία σε αρκετές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιταλία κ.ά.), κάτι που φαίνεται να ανησυχεί τις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που αναζητούν τρόπο ανάσχεσης των κομμάτων αυτών. Έτσι, παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια να γίνεται μια διαστρέβλωση του όρου «ακροδεξιά», τόσο στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης όσο και στην αρθρογραφία, με σκοπό να μπερδέψει και να φοβίσει το ευρύ κοινό σχετικά με τους σκοπούς των νεοεμφανιζόμενων αυτών κομμάτων, παρουσιάζοντάς τα ως επικίνδυνα για την κοινωνία και το πολίτευμα, όχι μόνο αυτά αλλά και όσους εμφορούνται από παρόμοιες απόψεις. Ξαφνικά, λοιπόν, η αναφορά σε αξίες που κράτησαν την κοινωνία ενωμένη για χιλιάδες χρόνια (πατρίδα, γλώσσα, ήθη και έθιμα, οικογένεια, πίστη) θεωρείται ως ακραία πολιτική συμπεριφορά και μάλιστα από πολιτικούς κομμάτων τα οποία πριν λίγες δεκαετίες χρησιμοποιούσαν τις ίδιες αυτές αξίες ως βασικό στοιχείο της πολιτικής τους. Δεδομένου ότι με τη χρήση του όρου «ακροδεξιά» υπονοείται ο φασισμός[6][14] (π.χ. αναφορές στη Χρυσή Αυγή με τον όρο αυτό), είναι ξεκάθαρο ότι όλη αυτή η σύνδεση μεταξύ των παραδοσιακών αυτών αξιών και Ακροδεξιάς είναι όχι μόνο ατεκμηρίωτη, αλλά και εκ του πονηρού.

Για να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις, ακούγεται πολλές φορές να δικαιολογείται η χρήση του όρου «ακροδεξιά», με το σκεπτικό ότι βρίσκεται πέραν της κεντροδεξιάς ή της παραδοσιακής Δεξιάς. Σε πιο σοβαρό τόνο, ως κύρια επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται από την πλευρά του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι η εναντίωση στην μετανάστευση και τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες πηγάζει από ρατσιστικές αντιλήψεις. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η χρήση του όρου «ακροδεξιά» έχει διαστρεβλωθεί εσκεμμένα. Δεν έχει κανείς παρά να ρίξει μια ματιά στις πολιτικές πλατφόρμες πολλών τέτοιων ευρωπαϊκών κομμάτων (Μελόνι - Ιταλία, Λεπέν - Γαλλία, Ορμπάν - Ουγγαρία, ΝΙΚΗ - Ελλάδα κ.λπ.), τις δηλώσεις των στελεχών τους και τις συζητήσεις γύρω από τις πολιτικές αυτές. 

Όπως φαίνεται, τα κόμματα αυτά αναδύονται επειδή η πολιτική τους πλατφόρμα επικεντρώνεται κυρίως στον κίνδυνο απώλειας της κοινωνικής συνοχής, την απώλεια εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, και την καταστροφή της οικονομίας. Κάποια από αυτά οφείλονται στο ότι οι νέοι πληθυσμοί προέρχονται από χώρες με πολύ χειρότερες συνθήκες διαβίωσης, και έτσι δεν αντιδρούν σε πολιτικές οι οποίες οδηγούν στην πτώση του βιοτικού επιπέδου και την απώλεια εργασιακών δικαιωμάτων και κοινωνικών παροχών. Και ο κίνδυνος αυτός πηγάζει κυρίως από τις πολιτικές του παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού που προαναφέραμε (ανεξέλεγκτη και αθρόα λαθρομετανάστευση, διάσπαση της ταυτότητας των κοινωνιών, νομοθετικές αλλαγές σε θέματα υγείας, ιδιωτικοποίηση ασφάλισης και παιδείας κ.ά.). Τα νέα κόμματα προτάσσουν ως εναλλακτική τον έλεγχο της μετανάστευσης (παράνομης και μη), τον οικονομικό πατριωτισμό και τις παραδοσιακές αξίες. Υπό μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκονται όχι δεξιά αλλά αριστερά των παραδοσιακά φιλελεύθερων (Δεξιών) κομμάτων, δεδομένου ότι οι προτάσεις τους δημιουργούν ένα περιβάλλον ευνοϊκό για περιορισμό των ανισοτήτων και της ισχύος των οικονομικών ελίτ. Το ερώτημα όμως είναι αν υπάρχουν ακόμα αριστερά και δεξιά κόμματα, με τον τρόπο που τα ορίσαμε στην αρχή του άρθρου (δηλαδή με την παραδοσιακή έννοια), ή οι όροι αυτοί έχουν χάσει πια το νόημά τους, όταν βλέπουμε πως η πολιτική των περισσότερων κομμάτων που τους οικειοποιούνταν ταυτίζεται σήμερα σε μεγάλο βαθμό.

Επίσης, από την πλευρά του νεοφιλελευθερισμού, χρησιμοποιείται το επιχείρημα ότι μερικά από αυτά τα κόμματα προέρχονται από ένα «σκοτεινό» φασιστικό παρελθόν. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο όρος Ακροδεξιά συνδέθηκε κυρίως με μια νοσταλγία για απολυταρχικά (φασιστικά ή δικτατορικά) καθεστώτα. Σε κάποιες χώρες (π.χ. Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία), τα κόμματα που προέρχονταν από τον φασιστικό χώρο (π.χ. της Μελόνι που προέρχεται από νοσταλγούς του Μουσολίνι, της Λεπέν που προέρχεται από ένα φασιστικό κόμμα που επικεντρωνόταν στο σταμάτημα της μετανάστευσης, οι νοσταλγοί του Φράνκο στην Ισπανία, το Afd στη Γερμανία κ.λπ.), έχουν μεταλλαχθεί (έχουν αποδεχθεί πλήρως τις δημοκρατικές διαδικασίες, δεν είναι αντισημιτικά κ.λπ.). Επίσης, πολλές φορές, η νοσταλγία φασιστικών ή δικτατορικών καθεστώτων δεν είναι ιδεολογική, αλλά αφορά τα επιτεύγματα των καθεστώτων αυτών. Γνωστή σε εμάς η έκφραση «ένας Παπαδόπουλος σας χρειάζεται» που ακούγεται μερικές φορές από αγανάκτηση σε συζητήσεις γύρω από τα κακώς κείμενα στη λειτουργία τους Κράτους και την αδυναμία αντιμετώπισής τους.

Αν και τέτοιο «σκοτεινό παρελθόν» δεν υπάρχει σε όλα αυτά τα νέα κόμματα, ας μην ξεχνάμε ότι οι απόψεις ενός ατόμου ή μιας ομάδας μπορεί να μεταβάλλονται ή να προσαρμόζονται με τον καιρό. Ιδίως όταν αυτές οι απόψεις αποτελούν μέσο λαϊκισμού και όχι πραγματική ιδεολογία των εν λόγω ατόμων. Άλλωστε, το ίδιο επιχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για το «σκοτεινό» παρελθόν των κομμουνιστικών κομμάτων, που στην πράξη (από κάποιο σημείο και μετά) αποτελούσαν τοπικά παραρτήματα του ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος και του ολοκληρωτισμού που αυτό είχε επιβάλει. Τουναντίον, όχι μόνο δεν χρησιμοποιείται ο όρος «ακροαριστερά» γι’ αυτά, αλλά δεν φαίνεται ο όρος αυτός να είναι δόκιμος ούτε καν στην γαλλική πολιτική σκηνή (π.χ. για τους αριστερούς του Μελανσώ με τις ακραίες απόψεις), ούτε στην ελληνική πολιτική σκηνή (παρόλο που το ΚΚΕ δεν έχει αποκηρύξει το ολοκληρωτικό καθεστώς της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης). Επίσης, θα μπορούσε κάποιος εύκολα να ισχυριστεί ότι και το κυβερνών κόμμα στην Ελλάδα (Ν.Δ.) φιλοξενεί άτομα με φιλοχουντικό παρελθόν.[28][29] Οπότε, εναπόκειται στον πολίτη να κρίνει αν τα κόμματα έχουν κάποιο «σκοτεινό» παρελθόν και αν αυτό έχει σβηστεί, ή είναι ακόμα εκεί, καθώς και σε τι βαθμό κατευθύνει τις πολιτικές του κάθε κόμματος. Πόσω μάλλον για κόμματα που όχι μόνο δεν έχουν τέτοιο σκοτεινό παρελθόν, αλλά αποκηρύσσουν οποιαδήποτε μορφή αυταρχισμού και τα οποία «τσουβαλιάζονται» εσκεμμένα μαζί με τα πρώτα.

Κυβερνητική ορθότητα και βελούδινος ολοκληρωτισμός [17][30][31][32][20][14][15][33]

Η ειρωνεία της όλης υπόθεσης με την «Ακροδεξιά» είναι πως, με δικαιολογία την προστασία του πολίτη, πολλές νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνεται να εμφανίζουν οι ίδιες κάποιες τάσεις αυταρχισμού, μέσω μιας αυξανόμενης λογοκρισίας σε οποιαδήποτε άποψη είναι αντίθετη με την «πολιτικά ορθή» ή «ορθολογική» άποψη της κυβέρνησης. H λογοκρισία αυτή εφαρμόζεται σε τρία επίπεδα, πάντα σε συνδυασμό με τα ΜΜΕ, που ελέγχονται ή στηρίζονται από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ.

Το πρώτο αφορά μια επιθετική και προσβλητική ρητορική πολιτικών και δημοσιογράφων, οι οποίοι χαρακτηρίζουν ως «ακροδεξιούς», «ψεκασμένους», «επικίνδυνους», «συνωμοσιολόγους» κ.ά. τους πολίτες που διαφωνούν με την εφαρμοζόμενη πολιτική της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, η ρητορική αυτή εφαρμόζεται για κάθε διαφωνία με την εξωτερική πολιτική απέναντι στα Σκόπια, την Αλβανία και την Τουρκία, την ανεξέλεγκτη εξάπλωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), τις πολιτικές της woke κουλτούρας, την άποψη της κυβέρνησης σχετικά με την ορθότητα της εφαρμογής των lockdown ή την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων covid, κ.ά. Ακόμα και όταν οι διαφωνούντες φτάνουν και ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο ανθρώπων.[34] Δεν είναι παράξενο βέβαια, αν σκεφτεί κανείς πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικοοικονομικές ελίτ δεν συμπαθούν τη Δημοκρατία.[18] Έτσι, για παράδειγμα στην Ελλάδα, βλέπουμε τραγελαφικές καταστάσεις όπου όποιος δεν συμφωνεί με τη συμφωνία των Πρεσπών, και διαδηλώνει εναντίον της, είναι ακροδεξιός. Φυσικά, είναι άξιο απορίας αν ο Μίκης Θεοδωράκης, με ιστορική πορεία στην Αριστερά, που επίσης διαφώνησε με την συμφωνία των Πρεσπών, μπορεί να θεωρηθεί Ακροδεξιός. Η ίδια κατηγορία περί ακροδεξιάς, χρησιμοποιείται και για όσους διαφώνησαν με το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων.[35] Και πάλι, απορίας άξιο, μιας και αντιδράσεις στο νομοσχέδιο υπήρξαν όχι μόνο στον χώρο της Αριστεράς (π.χ. ΚΚΕ) αλλά και εντός του κυβερνητικού κόμματος. Θα μπορούσε ίσως κανείς να υποθέσει ότι ακροδεξιά είναι η έκφραση οποιασδήποτε άποψης διαφορετικής από αυτήν που εκφράζει μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Με έναν έμμεσο τρόπο, το αφήγημα της «συνωμοσιολογίας» στην ουσία απαγορεύει στους πολίτες να είναι καχύποπτοι και να κάνουν υποθέσεις (οι οποίες μπορεί να είναι σωστές ή εσφαλμένες, όπως καταλαβαίνει κανείς), όταν η κυβέρνηση αποκρύπτει ή αρνείται να δώσει αρκετές πληροφορίες πάνω σε ένα θέμα ή να εξηγήσει ικανοποιητικά τις επιλογές της.

Το δεύτερο αφορά το μπλοκάρισμα των αντίθετων απόψεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης[36][37][38] (με τη δικαιολογία είτε της «ρητορικής μίσους» είτε των «ψευδών ειδήσεων») και την περιορισμένη προβολή των αντίθετων απόψεων στα τηλεοπτικά μέσα, όπου κυρίως καλούνται «γραφικά» άτομα τα οποία θα οδηγήσουν στην απαξίωση αυτών των απόψεων. Η επιβολή της λογοκρισίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στηρίζεται σε ένα συνδυασμό από (α) ομάδες ατόμων οι οποίες ειδοποιούνται για δημοσιεύσεις οι οποίες αντιτίθενται στις νεοφιλελεύθερες απόψεις και τις επισημαίνουν μαζικά ως απόψεις που εμπεριέχουν «ρητορική μίσους» (π.χ. όποιος εκφράζει αντίθεση στη μαζική εισροή μεταναστών διαφορετικού πολιτισμικού υποβάθρου, είναι ρατσιστής και μισεί τους μετανάστες), οδηγώντας στο μπλοκάρισμα των δημοσιεύσεων, (β) ιστοσελίδες (π.χ. ellinikahoaxes) οι οποίες αναλαμβάνουν τον ρόλο του κριτή για το ποια άρθρα ή ιστοσελίδες λένε ψέματα και άρα τα link τους πρέπει να αποκλειστούν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, (γ) άσκηση κυβερνητικών πιέσεων για το μπλοκάρισμα δημοσιεύσεων με βάση τις παραπάνω ιστοσελίδες και τις αναφορές. Φυσικά, ο χρήστης όχι μόνο δεν έχει σχεδόν ποτέ τη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσει σχετικά με το άδικο μπλοκάρισμα μιας δημοσίευσης και να το αναιρέσει, αλλά πολλές φορές «τιμωρείται» με υποβάθμιση της αξιοπιστίας του προφίλ του.

Το τρίτο αφορά τη νομοθεσία περί διάδοσης «ψευδών ειδήσεων» με βάση την οποία (α) γίνεται ολοκληρωτικός αποκλεισμός ορισμένων μέσων ενημέρωσης στο διαδίκτυο (π.χ. ρωσικά μέσα ενημέρωσης και ιστοσελίδες) και (β) διώκονται νομικά άτομα για τις απόψεις τους (π.χ. η περίπτωση του καθηγητή φαρμακολογίας Δ. Κούβελα[39][40]). Η ύπαρξη της εν λόγω νομοθεσίας στηρίζεται στην Οργουελική ιδέα ότι θα πρέπει να καταπολεμηθεί η «παραπληροφόρηση», ώστε οι πολίτες να μην εκτεθούν σε «επικίνδυνες» ιδέες. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα του πολίτη να κρίνει αν κάτι είναι αλήθεια ή όχι και το αν ένα άτομο ή μέσο ενημέρωσης είναι αξιόπιστο και χρήσιμο ή όχι, τώρα μεταφέρεται στην εκάστοτε κυβέρνηση δημιουργώντας ένα ιδιότυπο περιβάλλον ολοκληρωτισμού που τώρα πια δεν βασίζεται στην άσκηση φυσικής βίας.

Το τρίπτυχο αυτό, σε συνδυασμό με μια πληθώρα νεοφιλελεύθερων ιστοσελίδων οι οποίες αναπαράγουν οργανωμένα ειδήσεις και απόψεις, πολλές φορές αυτοματοποιημένα και με ελάχιστες τροποποιήσεις, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι εκφράζουν την άποψη της πλειοψηφίας και «θάβοντας» τις υπόλοιπες ιστοσελίδες στον πάτο των αποτελεσμάτων αναζήτησης, είναι κάτι που ίσως θα έπρεπε να μας προβληματίζει, αν όχι να μας ανησυχεί. 

Παρόμοια θεμιτά και αθέμιτα μέσα βλέπουμε να χρησιμοποιούνται και σε πολιτικό επίπεδο (κρατικό ή διακρατικό) με σκοπό να κρατηθούν υπό έλεγχο, ή να εξουδετερωθούν, όσοι αντιτίθενται στις αλλαγές. Τα μέσα αυτά επικεντρώνονται στην «εξουδετέρωση» των δημοκρατικών διαδικασιών και της ελεύθερης πολιτικής έκφρασης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι:

-οι απανωτές δικαστικές διώξεις του Τραμπ, 

-ο παραγκωνισμός ή και εκβιασμός του Όρμπαν από τα όργανα της Ε.Ε., 

-η συσπείρωση ετερόκλητων πολιτικών κομμάτων εναντίον της Λεπέν στη Γαλλία, 

-η ακύρωση του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Ρουμανία λόγω επιρροών από το...TikTok(!!), 

-οι διάφορες διαδηλώσεις εναντίωσης σε πλειοψηφικές αποφάσεις (π.χ. οι διαδηλώσεις στην Αγγλία μετά το δημοψήφισμα για το Brexit), 

- οι διαδηλώσεις ενάντια σε πολιτικές εκδηλώσεις (π.χ. διαδηλώσεις έξω από το κτίριο του συνεδρίου του Afd στη Γερμανία με σκοπό να αποτραπεί η διεξαγωγή του συνεδρίου), κ.ο.κ. 

Το πρόβλημα είναι ότι οι κινήσεις αυτές ενισχύουν και την εμφάνιση ακραίων αντιδράσεων. Είτε σε αυτόνομες κοινωνικές ομάδες, είτε μέσα στα νεοεμφανιζόμενα κόμματα, αφού βλέπουν ότι το σύστημα μεταβάλλει κατά το δοκούν τις θεσμικές διαδικασίες ώστε να καταπνίξει την ελεύθερη πολιτική έκφραση. Όμως, οι περισσότερες από αυτές τις αντιδράσεις δεν είναι ιδεολογικές στη ρίζα τους. Είναι αποτέλεσμα ανάγκης. Αυτές που είναι όντως ακραίες (που τρέφουν πραγματική συμπάθεια για τον αυταρχισμό), είναι για την ώρα πολύ περιορισμένες ή διάσπαρτες. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι, όταν το σύστημα καταπνίγει τις φωνές διαμαρτυρίας και επιβάλλεται αυταρχικά καταργώντας ελευθερίες, οι επιλογές έκφρασης που απομένουν αρχίζουν να περιορίζονται.

Αναφορές:

[1]. «Πως γεννήθηκαν η Αριστερά και η Δεξιά», Κάρολος Μπρούσαλης, Protagon, 2015
[2]. «Γαλλική Επανάσταση: από το 1789 στον Ναπολέοντα», Cognosco Team
[3[. «Δεξιά και Αριστερά : Ab ovo (μέρος α’)», ResPublica,  2017
[4]. «Πολιτικές Ιδεολογίες», Andrew Heywood, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2007
[5]. «Πολιτικές Ιδεολογίες και το Δημοκρατικό Ιδεώδες», Terence Ball, Richard Dagger, Εκδόσεις ΤΟΥΡΙΚΗ, 2011
[6]. «Ο όρος της Ακροδεξιάς έχει εκφυλιστεί», Μελέτης Μελετόπουλος (διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών και λυκειάρχης της Ιονίου Σχολής), Newshub, 2023
[7]. «Κρίση και κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: συνταγματική θεωρία και πράξη», Κεσσόπουλος Αλέξανδρος, ΕΚΠΑ, 2016
[8]. «Ρατσισμός», Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
[9]. «Η βαριά, μακριά σκιά της ευγονικής στις ΗΠΑ», Γρηγόρης Θεοχάρης, tvxs, 2022
[10]. «Πρόδρομοι και σύμμαχοι του ναζισμού στις ΗΠΑ», Le Monde Diplomatique, 2007
[11]. «Η δουλεία, ως ρατσισμός πλέον, στοιχειώνει ακόμα τους Αμερικανούς…», Μπίνιαρης Νίκος, SLPress, 2022
[12]. «Έτσι ξεκίνησε η δουλεία: 400 χρόνια μετά, ο ρατσισμός αρρωσταίνει την αμερικανική κοινωνία», Hellas Journal, 2019
[13]. «Ο Μαρξισμός στην Ελλάδα και η θέση του στην Ιστορία των Ιδεών», Μελέτης Μελετόπουλος, Newshub, 2024
[14]. «Το παραμύθι περί "ακροδεξιάς" στην Ευρώπη», Ντέιβιντ Θάντερ (λέκτορας στο Ινστιτούτο Πολιτισμού και Κοινωνίας του Πανεπιστημίου της Ναβάρα), NewsFire, 2024
[15]. «Η Ακροδεξιά, οι "μύθοι" για αυτήν σήμερα και η πραγματική αντίθεση.», Νίκος Ιγγλέσης (δημοσιογράφος και συγγραφέας)
[16]. «Ψηφιακό ευρώ, υπηκοότητα στη Γαλλία και έλεγχος κοινωνιών στην Ευρώπη», Δημοσθένης Δαββέτας (καθηγητής Φιλοσοφίας της Τέχνης), Ράδιο 98.4, 2024
[17]. «Μαζική εισροή μεταναστών, αφανίζει την ιδιοπροσωπία του ελληνισμού- άτυπη γενοκτονία», Κώστας Γρίβας (καθηγητής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και το Πανεπιστημίου Αθηνών), Newshub, 2024
[18]. «Η μεγάλη επανεκκίνηση», Klaus Schwab, Thierry Malleret, Εκδόσεις Λιβάνη, 2021
[19]. «Η επέλαση της ακροδεξιάς και ο σοβαρός κίνδυνος για την Ελλάδα», Θέμης Τζήμας
[20]. «Το ακραίο Κέντρο, και το πραγματικό δίπολο Δεξιάς-Αριστεράς στην Ευρώπη», Κ. Λαπαβίτσας (καθηγητής Οικονομικών)
[21]. «Η παρακμή του δυτικοευρωπαϊκού μοντέλου και το ενδεχόμενο ρήγμα ελπίδας στη Γαλλία», Στάθης Κουβελάκης (καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας ),  Ράδιο 98.4, 2024
[22]. «Ηττήθηκε η ατζέντα της Ευρώπης», Απόστολος Αποστόλου (καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας), Ράδιο 98.4, 2024
[23]. «Σουηδία: Εκτός ελέγχου το μεταναστευτικό… γέμισε άβατα γκέτο!», DefensePoint, 2017
[24]. «Σουηδία: Πώς μία χώρα-πρότυπο έγινε ο παράδεισος των οπλισμένων συμμοριών», Protagon, 2023
[25]. «Μουσουλμάνοι μαθητές στη Γερμανία θεωρούν πιο σημαντικό το Κοράνι αντί των νόμων του κράτους», Η Ναυτεμπορική, 2024
[26]. «Ισλαμιστές στη Γερμανία θέλουν να επιβάλουν τη Σαρία στη Βούπερταλ», THETOC, 2024
[27]. «Μπέρμιγχαμ -Η πόλη της Αγγλίας που κατοικείται κυρίως από μουσουλμάνους, εφαρμόζεται η σαρία», iefimerida, 2017
[28]. «Από τον αντισημιτισμό στο Άουσβιτς ένας Άδωνης δρόμος», Documento, 2020  
[29]. «"Αμετανόητος" ο κ. Βορίδης για χουντικό παρελθόν & τσεκούρια», ΑΝΤ1, 2016
[30]. «Ελλάδα: Οι υποτιθέμενες «ψευδείς ειδήσεις» πλέον ποινικοποιούνται», Human Rights Watch, 2021
[31]. «Τα Πως και Τα Γιατί» της Πολιτικής Ορθότητας»,  Ευγενία Σαρηγιαννίδη (Ψυχολόγος και Επιστημονική Διευθύντρια του Δικτύου Psy-Counsellors), 2014
[32]. «Η άνοδος του Βελούδινου Ολοκληρωτισμού», π.Νικόλαος Λουδοβίκος (Καθηγητής Δογματικής & Διευθυντής Σπουδών της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσ/νίκης,)
[33]. «Διαλεκτική συζήτηση για την στόχευση της "Πολιτικής Ορθότητας"», Ραφαήλ Καλυβιώτης (Πολιτικός Επιστήμονας), Δημήτρης Πατέλης (καθηγητής Φιλοσοφίας και Ιστορίας της Επιστήμης), Ράδιο 98.4, 2023
[34]. «Συμφωνία των Πρεσπών», Wikipedia
[35]. «Μητσοτάκης: Μισαλλόδοξοι και μικρή ακροδεξιά μειοψηφία όσοι διαφωνούν με τον γάμο των ομοφυλοφίλων», Alert TV, 2024
[36]. «Facebook Still Censoring Despite Zuckerberg's Admission», CBN News, 2024
[37]. «Google CEO openly admits to censorship in new CNN Interview», Washington Examiner, 2019
[38]. «YouTube pulls down ‘immigration and Islam’ video featuring Nigel Farage amid growing censorship row», The Sun, 2017
[39]. «Δημήτρης Κούβελας: Γιατί με διώκει ο εισαγγελέας; Ο Βασιλακόπουλος ούτε 10% για διαδικασίες φαρμάκων», Focus FM, 2021
[40]. «Ο Δημήτριος Κούβελας μιλά στη Μαρκέλλα Μικέλη για την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου.», Ράδιο Ε103, 2023

Θεματική Κατηγορία