Πολιτικές ιδεολογίες (β): Σοσιαλισμός
Γράφει ο Αλέξανδρος Γουγούσης
Μια εποχή επαναστάσεων
Μισό περίπου αιώνα μετά τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση, όταν ο καπιταλισμός είχε εδραιωθεί για τα καλά, τα κατώτερα οικονομικά στρώματα της Ευρώπης (που αποτελούσαν και την πλειοψηφία της εποχής), θα ανακαλύψουν ότι, σε αντίθεση με τη μεσαία τάξη, οι συνθήκες ζωής τους δεν είχαν βελτιωθεί ιδιαίτερα. Δεν είχαν βρει ούτε «ελευθερία», ούτε «ισότητα», ούτε «αδελφοσύνη» (τα συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης). Ο αριστοκρατικός πλούτος της εποχής ήταν ταυτόσημος με την ιδιοκτησία των αγροτικών εκτάσεων και με τον αποτελεσματικό έλεγχο των αγροτών. Ο πληθυσμός των αγροτικών περιοχών είχε αυξηθεί αρκετά, και μια σειρά από δυσμενή μέτρα έκαναν την ζωή αβάσταχτη (απώλεια των κοινοτικών εκτάσεων, περιορισμοί πρόσβασης σε δασικές περιοχές, φεουδαρχικοί θεσμοί όπως οι υποχρεώσεις των δουλοπάροικων κ.ά.). Κάποιος μπορούσε να εκτελεστεί μόνο και μόνο επειδή, για να επιβιώσει, μάζευε τα πεσμένα ξερόκλαδα εντός των δασικών εκτάσεων που ανήκαν στους αριστοκράτες ή τον βασιλιά. Οι συνθήκες αυτές ανάγκαζαν πολλούς αγρότες να αναζητήσουν μια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή στις πόλεις.
Παράλληλα, στις πόλεις, η πρώτη βιομηχανική επανάσταση (τέλη 18ου- μέσα 19ου αι.) είχε οδηγήσει στην εμφάνιση της μαζικής παραγωγής από εργοστάσια και μεγάλες βιοτεχνίες. Η έλευση πολλών αγροτών στις πόλεις φόβισε την αστική τάξη, η οποία αποστασιοποιήθηκε από τους φτωχούς εργάτες. Πολλοί ανειδίκευτοι εργάζονταν από 12 έως 15 ώρες την ημέρα, όταν είχαν δουλειά, ζώντας σε άθλιες φτωχογειτονιές υπό ανθυγιεινές συνθήκες. Η μικροαστική τάξη (οι παραδοσιακοί τεχνίτες), έχοντας χάσει τις συντεχνίες της, αισθανόταν την πίεση της εκβιομηχάνισης. Η απελευθέρωση της εργατικής νομοθεσίας και η ανάπτυξη των εργοστασίων είχαν διευρύνει το χάσμα μεταξύ των εργοδοτών και των μισθωτών ή μαθητευομένων, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε δυσανάλογα. Μετά το 1825, οι φτωχότεροι εργάτες των πόλεων (ιδιαίτερα οι μεροκαματιάρηδες εργαζόμενοι στα εργοστάσια, και οι τεχνίτες) είδαν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται απότομα. Για τους λόγους αυτούς, σε θεωρητικό επίπεδο, άρχισε να αναπτύσσεται μια κριτική προς την κοινωνικοοικονομική οργάνωση της εποχής, δηλαδή τον καπιταλισμό, και σε πρακτικό επίπεδο άρχισαν να εμφανίζονται ενώσεις εργατών που προσπαθούσαν να διεκδικήσουν εργατικά δικαιώματα. Η κριτική προς τον καπιταλισμό θα οδηγήσει πολλούς σε μια προσέγγιση που δεν επικεντρωνόταν πια στο άτομο, αλλά στο πως θα μπορούσαν να επιτευχθούν τα ποθούμενα (ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη) για όλο το κοινωνικό σύνολο. Αυτή τη φορά (σε αντίθεση με τον φιλελευθερισμό), το αίτημα για ισότητα δεν αφορούσε την ισότητα των ευκαιριών, αλλά την ισότητα της ευημερίας μεταξύ των ατόμων μιας κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή ονομάστηκε «Σοσιαλισμός». Μεταξύ άλλων, εμφανίστηκαν και ιδέες για ανάπτυξη κοινοτήτων, στις οποίες τα περιουσιακά στοιχεία θα ανήκουν στην κοινότητα, δηλαδή σε όλους τους συμμετέχοντες και όχι σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Στην ουσία μιλούσαν για κοινοκτημοσύνη (Κομμουνισμό).
Λόγω κάποιων περιόδων σιτοδείας, τις χρονιές πριν το 1848, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν και η ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα μειώθηκε. Η οικονομική κρίση του 1847 οδήγησε σε μαζικές απολύσεις και κλείσιμο επιχειρήσεων, τα οποία αύξησαν την ανεργία στις πόλεις. Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν το 1848 σε μια σειρά εξεγέρσεων. Οι Επαναστάσεις του 1848, γνωστές σε ορισμένες χώρες ως «Άνοιξη των Εθνών» ή «Άνοιξη των Λαών», ήταν μια σειρά πολιτικών αναταραχών σε όλη την Ευρώπη. Οι επαναστάσεις αυτές ήταν επηρεασμένες από έναν αριθμό ρευμάτων που αναπτύσσονταν εκείνη την εποχή, όπως ο φιλελευθερισμός, ο Σοσιαλισμός, η Δημοκρατία, και ο Εθνικισμός. Από τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που επέζησαν μετά τις επαναστάσεις αυτές ήταν η κατάργηση της δουλοπαροικίας στην Αυστρία και την Ουγγαρία, το τέλος της απόλυτης μοναρχίας στη Δανία, και η εισαγωγή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στην Ολλανδία. Σε πολλές από αυτές τις επαναστάσεις δεν επιτεύχθηκε συνεργασία μεταξύ της αστικής και της αγροτικής τάξης, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποτυχία τους. Τα φιλελεύθερα ιδεώδη αποτελούσαν τον κύριο μοχλό των εξεγέρσεων του 1848. Οι κύριες απαιτήσεις περιλάμβαναν: σύνταγμα, ελευθερία του τύπου, ελευθερία έκφρασης και άλλα δημοκρατικά δικαιώματα, τη δημιουργία πολιτικής πολιτοφυλακής, την απελευθέρωση των αγροτών από τους αριστοκράτες, τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, την κατάργηση των δασμολογικών φραγμών και την κατάργηση των μοναρχικών δομών εξουσίας, υπέρ της εγκαθίδρυσης δημοκρατικών κρατών, ή τουλάχιστον τον περιορισμό της δύναμης του μονάρχη με τη μορφή συνταγματικών μοναρχιών. Να σημειώσουμε εδώ ότι, στη γλώσσα της δεκαετίας του 1840, «δημοκρατία» σήμαινε το καθολικό δικαίωμα ψήφου για τους άνδρες.
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο
Εκείνη την εποχή, ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς είχαν γράψει το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (Κομμουνιστικό Μανιφέστο), που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 1848 κατόπιν αιτήματος της Κομμουνιστικής Ένωσης, μιας οργάνωσης που αποτελείτο κυρίως από Γερμανούς εργάτες. Μετά την εξέγερση του Μαρτίου στο Βερολίνο και τις διάφορες αναταραχές που ακολούθησαν σε όλη τη Γερμανία, εξέδωσαν τα «Αιτήματα του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Γερμανία» από το Παρίσι. Το φυλλάδιο υποστήριζε την ενοποίηση της Γερμανίας, την καθολική ψηφοφορία, την κατάργηση των φεουδαρχικών θεσμών, και άλλους στόχους παρόμοιους με εκείνους της μεσαίας τάξης. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και αρκετοί άλλοι εκφραστές του Σοσιαλισμού θα κάνουν την διαπίστωση ότι, στον Καπιταλισμό, οι άρχοντες και οι υπήκοοι της φεουδαρχικής εποχής είχαν αντικατασταθεί από τους καπιταλιστές (ιδιοκτήτες γης και εργοστασίων, στα οποία είχαν εργάτες) και το προλεταριάτο (τους εργάτες). Την εποχή της φεουδαρχίας τα μέσα παραγωγής (η γη) ανήκαν σε λίγα άτομα, και οι υπόλοιποι εργάζονταν γι’ αυτούς κρατώντας ένα μέρος από αυτά που παρήγαγαν (συνήθως μόνο όσα απαιτούνταν για την επιβίωση), ενώ το υπόλοιπο τμήμα της παραγωγής ανήκε στον ιδιοκτήτη της γης. Έτσι και τώρα, οι βιομηχανίες ανήκαν σε λίγα άτομα (καπιταλιστές) και οι υπόλοιποι εργάζονται γι’ αυτούς, λαμβάνοντας ένα μέρος της αξίας που παρήγαγαν (μισθός), ενώ το υπόλοιπο μέρος (υπεραξία) ανήκε στον ιδιοκτήτη της βιομηχανίας/βιοτεχνίας. Άρα, στην ουσία, δεν είχαν αλλάξει πολλά. Σε αυτό το σημείο αξίζει να δούμε ένα απλό παράδειγμα το οποίο θα μας εξηγήσει κάποιες βασικές έννοιες στο πλαίσιο του σοσιαλισμού:
Έστω ότι ο Ανδρέας έχει στην κατοχή του μια βιοτεχνία παπουτσιών, στην οποία εργάζονται ο Γιώργος και ο Γιάννης. Χρησιμοποιώντας τις εγκαταστάσεις της βιοτεχνίας (τους πάγκους, τα μηχανήματα, τα εργαλεία, τις αποθήκες υλικών κ.λπ.), ο Γιώργος σχεδιάζει τα παπούτσια, και ο Γιάννης τα φτιάχνει. Έστω ότι όλα τα παπούτσια που κατασκευάζουν, πωλούνται άμεσα. Με βάση το πόσα παπούτσια μπορούν να παράγουν την ημέρα, η ελάχιστη τιμή που θα πρέπει να πουληθεί το κάθε ζευγάρι ώστε να καλύπτεται (α) το κόστος των υλικών, (β) το κόστος συντήρησης και λειτουργίας της βιοτεχνίας, και (γ) το ελάχιστο ημερήσιο κόστος επιβίωσης για τον Γιώργο, τον Γιάννη και τον Ανδρέα, είναι 80 φράγκα. Όμως, η τιμή στην οποία ο Ανδρέας πουλάει το κάθε ζευγάρι είναι τα 120 φράγκα. Αυτά τα 40 επιπλέον φράγκα είναι το κέρδος της βιοτεχνίας από κάθε πώληση ζευγαριού παπουτσιών. Αυτό το κέρδος είναι γνωστό και ως «υπεραξία».
Παρόλο που, για να παραχθεί αυτό το κέρδος, εργάζονται και οι τρεις (αν και, συνήθως, ο Γιάννης και ο Γιώργος περισσότερο από ότι ο Ανδρέας), όλο (ή σχεδόν όλο) το κέρδος πηγαίνει στον Ανδρέα. Αυτό οφείλεται στο ότι όλα τα μέσα παραγωγής των παπουτσιών (οι εγκαταστάσεις της βιοτεχνίας και ό,τι αυτές παρέχουν), ανήκουν στον ίδιο. Ο Ανδρέας εκμεταλλεύεται αυτό το γεγονός για να κρατήσει τα περισσότερα κέρδη για τον εαυτό του. Η διαδικασία αυτή αποτελεί τον πυρήνα του καπιταλισμού. Δηλαδή, τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε ιδιώτη, ο οποίος εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους παρακρατώντας σχεδόν όλο το κέρδος που αυτοί παράγουν από την εργασία τους. Γι’ αυτό, κατά τον Μαρξ, η υπεραξία ορίζεται και ως η διαφορά μεταξύ της αξίας που δημιουργούν οι εργαζόμενοι και των μισθών με τους οποίους αμείβονται, και οι οποίοι είναι πάντα χαμηλότεροι από αυτή.
Συσσωρεύοντας τα κέρδη αυτά, ο Ανδρέας δημιουργεί μια περιουσία, την οποία είτε μπορεί να επενδύσει (π.χ. να εκσυγχρονίσει ή να επεκτείνει τη βιοτεχνία, να φτιάξει και μια δεύτερη βιοτεχνία κ.λπ.), είτε να την ξοδέψει σε απολαύσεις, είτε να την κρατήσει «στην άκρη» για να την μεγαλώσει. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια οικονομική (και κατ’ επέκταση κοινωνική) ανισότητα μεταξύ του Ανδρέα (καπιταλιστής) και των εργατών του, Γιάννη και Γιώργου (προλετάριοι).
Προφανώς, το συμφέρον του Ανδρέα έρχεται σε σύγκρουση με το συμφέρον του Γιάννη και του Γιώργου. Το συμφέρον του Ανδρέα είναι να βάζει τον Γιώργο και τον Γιάννη να δουλεύουν όσο περισσότερες ώρες γίνεται για όσο λιγότερα χρήματα γίνεται, επειδή, με αυτόν τον τρόπο, μεγιστοποιεί τα κέρδη του. Το συμφέρον του Γιάννη και του Γιώργου είναι ακριβώς το αντίθετο. Έτσι, κάθε πλευρά προσπαθεί να πιέσει προς την αντίθετη κατεύθυνση, δημιουργώντας κάτι που είναι γνωστό ως «ταξική πάλη».
Η οικονομική ανισότητα δεν ήταν το μόνο πρόβλημα του καπιταλισμού στο οποίο επικεντρωνόταν η κριτική των σοσιαλιστών. Οι διακυμάνσεις της βιομηχανίας δημιουργούσαν οικονομικές κρίσεις που εμφανίζονταν σχεδόν περιοδικά (π.χ. κάθε 10 χρόνια) και έριχναν στην ανεργία δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι οδηγούνταν στην εξαθλίωση. Το αποτέλεσμα ήταν, πολλοί από αυτούς ή τα παιδιά τους να καταλήγουν σε πτωχοκομεία ή σε νοσοκομεία απόρων, ή στην παρανομία και την φυλακή. Οι άνθρωποι αυτοί δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να απολαύσουν τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τέχνης. Με βάση όλα τα παραπάνω, το συμπέρασμα ήταν ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα κάνουν μια πρόταση για το πως τα ποθούμενα αυτά μπορούσαν να επιτευχθούν (χωρίς να σημαίνει ότι θα λυθούν όλα τα προβλήματα). Αντί οι εταιρίες να ελέγχονται από τα άτομα στην κορυφή της ιεραρχίας, τα οποία στοχεύουν μόνο στο δικό τους κέρδος, ο έλεγχος θα έπρεπε να ανήκει σε όλους τους εργαζόμενους της εταιρίας, και τα προσόντα των ατόμων στην κορυφή θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για το όφελος όλων των εργαζομένων. Το κέρδος θα έπρεπε να κατανέμεται δίκαια σε όλους όσους εργάζονται για να παραχθεί. Αυτή ήταν μία πολύ απλή πρόταση που έθετε το συνολικό συμφέρον πάνω από το ατομικό. Βέβαια, ο Μαρξ και ο Ενγκελς δεν ήταν οι μόνοι που ανέπτυξαν τέτοιες προτάσεις. Σύμφωνα με αυτούς, το πέρασμα του ελέγχου της γης και των μέσων παραγωγής στους εργάτες μπορούσε να γίνει μόνο μέσω του ελέγχου της κρατικής εξουσίας από τους εργάτες. Κάτι το οποίο, με την σειρά του, μπορούσε να γίνει μόνο με τη βία, ειδικά σε χώρες όπου η αστική τάξη ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο παραγκωνίστηκε για μερικά χρόνια, μέχρι την ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.
Το Διεθνές Εργατικό Κίνημα και η Πρώτη Διεθνής
Σύντομα οι σοσιαλιστές ανακάλυψαν πως η διεκδίκηση των εργατικών δικαιωμάτων σε τοπικό επίπεδο δεν ήταν αρκετή. Αν οι εργάτες έκαναν απεργία, διεκδικώντας αύξηση του μισθού ή μείωση των ωρών εργασίας, οι εργοδότες έφερναν εργάτες από άλλους τόπους (άλλες επαρχίες της ίδιας χώρας ή άλλες χώρες), οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να δουλέψουν υπό τις ίδιες συνθήκες. Η εργατική αλληλεγγύη σε ένα συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο επίσης δεν ήταν αρκετή. Όταν οι μισθοί και οι ώρες εργασίας σε έναν κλάδο βελτιώνονταν λόγω της ανεπτυγμένης εργατικής αλληλεγγύης, τα κέρδη των εργοδοτών λιγόστευαν. Γι’ αυτό, οι καπιταλιστές μετέφεραν σιγά σιγά τα κεφάλαια και την πίστωσή τους, μαζί με τη βιομηχανική δραστηριότητα, σε λιγότερο οργανωμένους (από πλευράς εργατικής αλληλεγγύης) κλάδους της βιομηχανίας. Αυτό, απαιτούσε διεθνή αλληλεγγύη και συντονισμό του αγώνα των εργατών για καλύτερες συνθήκες.
Η Διεθνής Ένωση Εργατών ιδρύθηκε το 1864, και ήταν ένας διεθνής οργανισμός εργατών με βάση το Λονδίνο, που περιλάμβανε εκπροσώπους Γερμανών και Γάλλων σοσιαλιστών, Πολωνών εθνικιστών, Ιταλών ρεπουμπλικάνων, Άγγλων οουενιστών κ.ά. Είναι επίσης γνωστή και ως Πρώτη Διεθνής. Σκοπός της ένωσης ήταν η διεκδίκηση εργατικών δικαιωμάτων (π.χ. αίτημα για οχτάωρη εργασία), και η μελέτη του τρόπου με τον οποίο το εργατικό κίνημα έπρεπε να παλέψει για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Καταλάβαιναν ότι οι προνομιούχοι πολίτες (ή όσοι φιλοδοξούσαν να μπουν σε αυτή την κατηγορία) θα αντιστέκονταν σε μια τέτοια αλλαγή, και μάλιστα άγρια. Οπότε, έπρεπε να σκεφτούν τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία θα μπορούσε να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Το 1872, ένα χρόνο μετά την Παρισινή Κομμούνα του 1871, έγινε το 5ο συνέδριο της Ένωσης. Εκεί, αναπτύχθηκαν δύο βασικά σοσιαλιστικά ρεύματα, κυρίως γύρω από τις φυσιογνωμίες του Καρλ Μαρξ και του Μιχαήλ Μπακούνιν. Και τα δύο ρεύματα εξέφραζαν επαναστατικές διαθέσεις, αλλά διαφορετικού τύπου. Στο πρώτο εντάσσονταν οι κρατιστές (αργότερα γνωστοί και ως μαρξιστές), οι οποίοι έβλεπαν ως πρόσφορη την τακτική της συμμετοχής στα εθνικά κοινοβούλια και τις διεργασίες της αστικής δημοκρατίας για την επίτευξη των στόχων του σοσιαλισμού, χωρίς, βέβαια, να αποκλείουν το ενδεχόμενο επανάστασης, εάν εμφανίζονταν ευνοϊκές συνθήκες. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, θεωρούσαν ότι ο έλεγχος του Κράτους ήταν ένα απαραίτητο εργαλείο στην επιβολή του σοσιαλισμού. Στο δεύτερο, εντάσσονταν οι αναρχικοί, με κύριο εκφραστή τους το Μιχαήλ Μπακούνιν, που απέρριπταν την ιδέα του Κράτους. Δεν ήθελαν συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα και προέκριναν την ανατροπή του καπιταλισμού με εθελοντικό (χωρίς άσκηση βίας) σχηματισμό αυτόνομων κοινοτήτων, οι οποίες θα συνεργάζονταν μεταξύ τους. Ο Μπακούνιν χαρακτήρισε τις ιδέες του Μαρξ αυταρχικές, και υποστήριξε ότι, αν ένα μαρξιστικό κόμμα ανέβει στην εξουσία, οι ηγέτες του θα καταλήξουν τόσο κακοί όσο η άρχουσα τάξη που είχαν πολεμήσει. Από την άλλη, ο Μαρξ θεωρούσε τον σχηματισμό των αυτόνομων κοινοτήτων μη ρεαλιστικό. Παρενθετικά, ας εξετάσουμε λίγο πιο αναλυτικά το σκεπτικό του αναρχισμού:
Οι αναρχικοί θεωρούν ότι η γη πρέπει να ανήκει σε αυτούς που την καλλιεργούν, και τα εργοστάσια ή οι εταιρίες σε αυτούς που εργάζονται σε αυτές. Οι αποφάσεις για τη λειτουργία των εταιριών θα πρέπει να λαμβάνονται συλλογικά, και να εφαρμόζεται μια δίκαιη διανομή του παραγόμενου πλούτου σε όλους. Ο Προυντόν ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε το όνομα «αναρχία» το 1840, για να αναφερθεί στην κατάσταση της κοινωνίας δίχως κυβέρνηση.
Για τον αναρχισμό η ελευθερία ισούται με την κατάλυση ως μη αναγκαίου κάθε νομικού περιορισμού στην ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου. Άρα, ισούται με την κατάλυση του Κράτους. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με μία «κοινωνική επανάσταση», δηλαδή τον αυθόρμητο και εθελοντικό σχηματισμό κοινοτήτων, οι οποίες θα λειτουργούν με τον τρόπο που θέλουν και συμφωνούν μεταξύ τους, και θα είναι αυτόνομες. Στην κάθε κοινότητα θα μπορούσε ελεύθερα ο καθένας να εισέλθει ή να αποχωρήσει όποτε θέλει, αν ο τρόπος λειτουργίας της κοινότητας δεν του αρέσει. Η συμπεριφορά κάθε ατόμου θα ρυθμιζόταν αυτόματα από την αλληλεπίδρασή του με την υπόλοιπη κοινότητα, κάτι που, όπως συμβαίνει γενικότερα, δημιουργεί τους άγραφους νόμους μιας κοινωνίας. Ως γνωστόν, οι άγραφοι νόμοι δεν χρειάζεται να επιβληθούν από κάποια κεντρική εξουσία (αστυνομία, δικαστήρια κ.λπ.) γιατί, όταν ένα άτομο τους παραβαίνει, η ίδια η κοινωνία το αποστρέφεται.
Γι’ αυτό, από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί η αναγκαία μάζα για τη δημιουργία τέτοιων κοινοτήτων, ο αναρχισμός θεωρεί περιττή μία «πολιτική επανάσταση» (για την κατάκτηση της εξουσίας) και, γενικότερα, την εφαρμογή βίας. Από τη στιγμή που μια κοινότητα λειτουργεί με τον τρόπου που επιθυμεί, τα μέλη της ίδιας της κοινότητας θα επιθυμούν τη διαφύλαξη των κανόνων της. Έτσι, οι κοινότητες αυτές δεν θα έχουν ανάγκη από κρατικούς μηχανισμούς, νόμους, αστυνομία, δικαστήρια κ.λπ. Το κάθε μέλος θα απολαμβάνει από τον πλούτο που παράγει η κοινότητα (συλλογικά), με βάση την συνεισφορά του (δηλαδή, με βάση την εργατικότητα και τις ικανότητές του) αλλά και τις ανάγκες του, και, ως συνέπεια αυτού, το κληρονομικό δικαίωμα θα πρέπει να καταργηθεί, γιατί δημιουργεί τεχνητές ανισότητες.
Ο τελικός στόχος μια σοσιαλιστικής κοινωνίας, τόσο για τους μαρξιστές όσο και για τους αναρχικούς, είναι η κατάργηση της εκμετάλλευσης που προκύπτει από τη μισθωτή εργασία, και αυτό μπορεί να γίνει με τον έλεγχο των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Οι κρατιστές σοσιαλιστές θεωρούσαν τον έλεγχο του Κράτους ως απαραίτητο εργαλείο και στάδιο πριν την επίτευξη του σοσιαλισμού. Το στάδιο αυτό ονομάζεται «Κρατικός Καπιταλισμός» εφόσον, στην ουσία του, δεν καταργεί τη μισθωτή εργασία. Ο ορισμός του Κρατικού Καπιταλισμού είναι λίγο ασαφής, αλλά σε γενικές γραμμές αναφέρεται σε περιπτώσεις στις οποίες τα εταιρικά κέρδη δεν ανήκουν ούτε στον ιδιοκτήτη της εταιρίας (αν είναι ιδιώτης), ούτε στους εργαζόμενους, αλλά στο Κράτος το ίδιο, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο το κράτος διαχειρίζεται αυτά τα κέρδη στη συνέχεια (με σοσιαλιστικό τρόπο ή όχι). Αυτή η μορφή οικονομίας απαιτεί ισχυρό πολιτικό σύστημα, το οποίο να μπορεί να επιβληθεί στην οικονομική ελίτ της χώρας του. Τέτοια παραδείγματα ήταν η Σοβιετική Ένωση, στην οποία όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις είχαν κρατικοποιηθεί, και η Ναζιστική Γερμανία, η οποία διατηρούσε τις επιχειρήσεις ιδιωτικές αλλά έλεγχε τόσο την πίστωση όσο και την χρήση των κερδών τους. Η Κίνα είναι ένας συνδυασμός Κρατικού και Ιδιωτικού Καπιταλισμού. O όρος δεν πρέπει να συγχέεται με τον όρο «Κρατικός Μονοπωλιακός Καπιταλισμός», όπου το Κράτος απλά παρεμβαίνει για να προστατεύσει τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις όταν αυτές αντιμετωπίζουν κινδύνους· είτε από μικρότερες επιχειρήσεις, είτε απο συστημικές αποτυχίες (όπως η διάσωση τραπεζών στις ΗΠΑ κατά την κρίση του 2008, ή η διάσωση πολλών αεροπορικών εταιριών την περίοδο 2020–2022).
Φαίνεται πως, μέχρι το 1871, και τα δύο ρεύματα αναπτύσσονταν ελεύθερα μέσω της Διεθνούς. Τα πράγματα όμως άλλαξαν μετά τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870–1871, και την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Η Διεθνής Ένωση απαγορεύτηκε στη Γαλλία, και οι Γερμανοί εργάτες είχαν αποκτήσει το δικαίωμα συμμετοχής των ανδρών στις εκλογές για την ανάδειξη του νεοσύστατου αυτοκρατορικού κοινοβουλίου. Έτσι, η γερμανική πτέρυγα, στην οποία υπερτερούσαν οι κρατιστές, κατάφερε να αλλάξει τον χαρακτήρα της Διεθνούς προς την κατεύθυνση δημιουργίας σοσιαλιστικών κομμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν η έναρξη διαμάχης μεταξύ των δύο παρατάξεων, η οποία κατέληξε σε ξεχωριστά συνέδρια των αναρχικών, που ισχυρίζονταν ότι αυτοί ήταν οι πραγματικοί εκπρόσωποι της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Σε κάποιες περιοχές, όπως στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ελβετία και στο Βέλγιο, το αναρχικό ρεύμα γνώρισε σημαντική ανάπτυξη (στην Ισπανία, η παράταξη των αναρχικών είχε τον πλήρη έλεγχο του εργατικού κινήματος). Από το 1881 αρχίζουν οι συζητήσεις για τον σχηματισμό μιας νέας διεθνούς ένωσης. Ο σχηματισμός όμως θα καθυστερήσει, γιατί ένας νέος διχασμός θα εμφανιστεί μεταξύ των σοσιαλιστικών κινημάτων. Μεταξύ των Γάλλων κρατιστών δημιουργήθηκαν δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Οι μαρξιστές από τη μία, πίστευαν ότι η μετάβαση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία μπορούσε να γίνει μόνο με τον ίδιο τρόπο που ήρθε και ο καπιταλισμός. Με βίαιη επανάσταση. Αυτό το ρεύμα είναι γνωστό και ως επαναστατικός σοσιαλισμός (revolutionary socialism). Από την άλλη, οι ποσιμπιλιστές ήταν υποστηρικτές της πολιτικής προσέγγισης. Θεωρούσαν ότι οι προνομιούχες τάξεις που θα αντιστέκονταν είχαν μεγάλη δύναμη, και το στρατό με το μέρος τους. Αλλά ακόμα και αν η ανατροπή μέσω επανάστασης ήταν εφικτή, δεν θεωρούσαν ότι αυτός είναι ο προτιμότερος τρόπος. Η προσέγγισή τους στηριζόταν στην αναμόρφωση/βελτίωση (ρεφορμισμός) του υπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος, πιέζοντας για μικρές σταδιακές αλλαγές, παράλληλα με την προσπάθεια ανάληψης της κοινοβουλευτικής εξουσίας και επιβολής του σοσιαλισμού μέσω αυτής. Το ρεύμα αυτό είναι γνωστό ως «εξελικτικός σοσιαλισμός» (evolutionary socialism). Βέβαια, δεν απέκλειαν εντελώς το ενδεχόμενο της επανάστασης, αν κάποτε εμφανιζόταν μια καλή ευκαιρία. Πάντως, και οι δύο παρατάξεις στόχευαν στην απόκτηση της κρατικής εξουσίας ως μέσο για την επιβολή του νέου κοινωνικού μοντέλου. Η μαρξιστική παράταξη αποκήρυξε τους ποσιμπιλιστές, και δημιούργησε ξεχωριστό μαρξιστικό κόμμα. Ο διχασμός αυτός επεκτάθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η Δεύτερη Διεθνής
Η Δεύτερη Διεθνής ήταν μια οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1889 στο Παρίσι, και αποτέλεσε σημείο συνάντησης των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων, με εξαίρεση τα συνδικαλιστικά κινήματα που έκλειναν προς τον αναρχισμό (αναρχο-συνδικαλιστικά κινήματα), του οποίου η συμμετοχή είχε αποκλειστεί. Χρειάστηκαν κάποια χρόνια μέχρι η μαρξιστική και η ποσιμπιλιστική παράταξη να συμφωνήσουν να συμμετέχουν από κοινού σε ένα συνέδριο, αντί ως δύο ξεχωριστές παρατάξεις. Στα συνέδρια της Δεύτερης Διεθνούς διακηρύχθηκε αρκετές φορές η μαρξιστική άποψη ότι οι σοσιαλιστές δεν έχουν πατρίδα και είναι όλοι αδέρφια, με μόνο εχθρό το ιδιωτικό κεφάλαιο ανεξαρτήτως προέλευσης, και πως ο αγώνας ενάντια στον μιλιταρισμό ήταν μέρος του γενικότερου ταξικού αγώνα. Η αντιπολεμική ρητορική έγινε περισσότερο έντονη τα χρόνια πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο για το μέχρι που θα έπρεπε να φτάσουν τα σοσιαλιστικά κόμματα, σε περίπτωση κήρυξης πολέμου, για να τον αποτρέψουν. Η πρώτη προσπάθεια έγινε στο συνέδριο του 1907. Αλλά, ενώ εκπρόσωποι από την Γαλλία πρότειναν τη χρήση διαδηλώσεων, γενικών απεργιών και εξεγέρσεων, οι εκπρόσωποι του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) εξέφρασαν έντονη αντίθεση σε οποιαδήποτε αναφορά σε γενικές απεργίες. Έτσι, το θέμα έμεινε ανοιχτό, αφήνοντας κάθε μέλος να αντιδράσει με τον τρόπο που θεωρούσε πιο αποδοτικό.
Στα χρόνια λίγο πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου λοιπόν, οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των σοσιαλιστικών ρευμάτων έγιναν πιο έντονες, και πολλοί άρχισαν να αναθεωρούν κάποιες ιδέες του Μαρξ. Για παράδειγμα, μια μερίδα αναθεωρητών (ρεβιζιονιστών) εξέφραζε την προτίμηση υπέρ μιας σταδιακής εξέλιξης προς τον σοσιαλισμό, στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Γάλλοι σοσιαλιστές δήλωναν πως η ρήση του Μαρξ πως «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», απλά αγνοούσε την ιστορική πραγματικότητα, ενώ Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες δήλωναν πως δεν θα επέτρεπαν ούτε μια σπιθαμή γερμανικού εδάφους να καταληφθεί από ξένο κράτος. Κάποιοι μαρξιστές θεωρητικοί δήλωναν ότι η καπιταλιστική επεκτατικότητα δεν οδηγεί απαραίτητα σε πολεμικές συγκρούσεις, και προέβλεπαν μια εποχή ακραία ιμπεριαλιστική, στην οποία η συνεργασία μεταξύ καπιταλιστικών κρατών θα συντηρούσε μια διεθνή ειρήνη. Φυσικά, ένα πολύ μεγάλο τμήμα των σοσιαλιστών ήταν εναντίον του πολέμου, με βάση την πεποίθηση ότι ο πόλεμος είναι απόρροια τόσο του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, όσο και της επιθετικότητας αυτών απέναντι σε μη-καπιταλιστικές χώρες. Σε αυτή τη βάση, μαρξιστές όπως ο Βλαντιμίρ Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ υποστήριζαν ότι η εργατική τάξη δεν θα έπρεπε να εμπλακεί στην υπεράσπιση του έθνους, σε περίπτωση πολέμου.
Με την κήρυξη όμως του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, τα περισσότερα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα, των οποίων τα κράτη ενεπλάκησαν στον πόλεμο, πήραν θέση υπέρ του πολέμου. Φαίνεται πως η ταχύτητα των εξελίξεων δεν έδωσε χρόνο στη Δεύτερη Διεθνή να αντιδράσει συγκροτημένα. Έτσι, τα εθνικά σοσιαλιστικά κόμματα, είτε γιατί είδαν ότι οι διαδηλώσεις δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν τις εξελίξεις, είτε λόγω πατριωτισμού, είτε λόγω μικρής κοινοβουλευτικής δύναμης, μάλλον θεώρησαν πως ήταν καλύτερο να ενισχύσουν τη θέση τους στο υπάρχον πολιτικό σύστημα (ή, τουλάχιστον, να μην βρεθούν εκτός πολιτικού συστήματος). Για αυτό τον λόγο έκαναν μια «ανακωχή», υποσχόμενοι να μην αντιπαρατεθούν στις πολεμικές αποφάσεις των κυβερνήσεών τους. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκαν τρεις παρατάξεις εντός της Δεύτερης Διεθνούς. Η πρώτη, αποτελούμενη από τα σοσιαλιστικά κόμματα των χωρών της Αντάντ, η δεύτερη από αυτά των χωρών που ανήκαν στις Κεντρικές Δυνάμεις, και η τρίτη από τα αντιπολεμικά κόμματα των χωρών που έμεναν ουδέτερες στον πόλεμο. Με αυτόν τον διαχωρισμό, ουσιαστικά τερματίστηκε και η λειτουργία της Διεθνούς.
Φυσικά, οι ενεργά αντιπολεμικές σοσιαλιστικές παρατάξεις δεν έλειψαν από τις εμπόλεμες χώρες, ιδίως από υποστηρικτές του μαρξιστικού ρεύματος (το οποίο διακατέχονταν από διεθνιστικές τάσεις και όχι από εθνικιστικά/πατριωτικά αισθήματα). Οι κατηγορίες για την έλλειψη αντίδρασης έπεσαν στη Δεύτερη Διεθνή, η οποία είχε αδρανοποιηθεί. Μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας αρκετών μαχητικών σοσιαλιστών, οργανώθηκε τον Σεπτέμβρη του 1915 ένα σοσιαλιστικό αντιπολεμικό συνέδριο στο Zimmerwald της Ελβετίας. Οι πιο φανατικοί μαρξιστές θέλησαν να χρησιμοποιήσουν το συνέδριο όχι μόνο ως όχημα μιας κοινής αντιπολεμικής δραστηριότητας, αλλά και για την καταδίκη του ρεβιζιονιστικού ρεύματος, με κάλεσμα σε επαναστατικό εμφύλιο ταξικό πόλεμο. Δεν το πέτυχαν όμως.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το γεγονός ότι η Ρωσία ήταν η μόνη χώρα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου ο σοσιαλισμός είχε καταφέρει να πάρει την εξουσία, έδωσε αφορμή για εκτεταμένες συζητήσεις εντός των σοσιαλιστικών κινημάτων για το αν η επανάσταση είναι ο σωστός τρόπος (και το εγχείρημα θα μπορούσε να επαναληφθεί), ή αν οι συνθήκες στη Ρωσία ήταν μοναδικές. Πολλοί αρνήθηκαν να ακολουθήσουν την επαναστατική ιδεολογία των Ρώσων Μπολσεβίκων. Έτσι, όσοι ήταν υπέρ της επανάστασης αποχώρησαν από τα σοσιαλιστικά κόμματα, και κράτησαν το όνομα «Κομμουνισμός» για την ιδεολογία τους. Οι υπόλοιποι, διατήρησαν τον όρο «σοσιαλιστές». Αργότερα, διάλεξαν το όνομα «σοσιαλδημοκράτες», για να διαβεβαιώσουν τον κόσμο, αλλά και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα, ότι δεν στόχευαν στην βίαιη ανατροπή του.
Έτσι, με το τέλος του πολέμου και τον σχηματισμό της Σοβιετικής Ένωσης, ξανασχηματίστηκαν διεθνείς ενώσεις σοσιαλιστών, οι οποίες ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους. Τα κομμουνιστικά κόμματα σχημάτισαν το 1919 την Τρίτη Διεθνή, η οποία πήρε το επίσημο όνομα «Κομμουνιστική Διεθνής» (Κομιντέρν). Η Κομιντέρν διατηρήθηκε μέχρι το 1943, οπότε και διαλύθηκε από τον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, Ιωσήφ Στάλιν. Οι σοσιαλδημοκράτες σχημάτισαν τη δική τους ένωση. Σοσιαλδημοκρατία βλέπουμε σήμερα στις σκανδιναβικές χώρες, στην Ολλανδία, στην Πορτογαλία, και αλλού. Στην ουσία μιλάμε για εκτεταμένη κυβερνητική παρεμβατικότητα, με κοινωνικό χαρακτήρα, στη λειτουργία της αγοράς.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχηματίστηκε μια νέα Σοσιαλιστική Διεθνής, η οποία συνέχισε την πορεία της σοσιαλδημοκρατικής ένωσης που υπήρχε πιο πριν. Σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, αν και η υποστήριξη των εργατικών δικαιωμάτων ήταν μια καλοδεχούμενη ιδέα για την εργατική τάξη, ο σοσιαλισμός δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει. Από τη μία, τα μη-επαναστατικά σοσιαλιστικά κόμματα εξουδετερώθηκαν από τα αντίστοιχα κομμουνιστικά. Από την άλλη, η έλευση του Ψυχρού Πολέμου (1947–1989) και η λειτουργία των κομμουνιστικών κομμάτων ως «το μακρύ χέρι» της Σοβιετικής Ένωσης, οδήγησε τις κοινωνίες σε έντονο διχασμό, κυρίως γιατί τα κομμουνιστικά κόμματα όχι μόνο στόχευαν στην κατάλυση της δημοκρατίας και του καπιταλισμού, αλλά και γιατί ήταν απόλυτα κατευθυνόμενα από τη Σοβιετική Ένωση (ο σοβιετικός διεθνισμός δρούσε ενάντια στο πατριωτικό αίσθημα).
Μορφές Σοσιαλισμού και σύγχρονες προσεγγίσεις
Λόγω της δράσης της Χιτλερικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η έννοια του σοσιαλισμού απέκτησε αρνητική χροιά. Τις δεκαετίες του 1920 και 1930, το να είσαι σοσιαλιστής είναι κάτι απολύτως αποδεκτό στις ΗΠΑ. Όμως, μετά τον Β’ Παγκόσμιο ο όρος δαιμονοποιήθηκε. Στις σύγχρονες ΗΠΑ, πολλοί δεν μπορούν καν να διακρίνουν μεταξύ Σοσιαλισμού, Κομμουνισμού, Αναρχισμού και τρομοκρατίας. Επίσης, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι, παρόλο που η κεντρική ιδέα του Φιλελευθερισμού και του Σοσιαλισμού είναι μία, ο τρόπος με τον οποίο την προσεγγίζει κάθε άνθρωπος (με το δικό του πολιτισμικό υπόβαθρο, σύστημα αξιών και ιστορική διαδρομή) είναι διαφορετικός. Οπότε, δεν είναι παράξενο να έχουμε πολλές μορφές Φιλελευθερισμού ή Σοσιαλισμού.
Ο Σοσιαλισμός εμφανίστηκε ως αντίβαρο στον Φιλελευθερισμό. Δηλαδή, ως μια προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων που εμφάνιζε ο Φιλελευθερισμός (έντονες κοινωνικές ανισότητες και αστάθεια). Ο Σοσιαλισμός προτάσσει το κοινωνικό συμφέρον έναντι του ατομικού (άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο το κάνει, και με το αν αυτός ο τρόπος είναι επιτυχημένος ή όχι). Σε γενικές γραμμές, στοχεύει σε μια κοινωνία αλληλεγγύης, στην οποία όλοι απολαμβάνουν τα αγαθά της χωρίς μεγάλες ανισότητες. Ιδανικά, οι μόνες ανισότητες που θεωρεί φυσιολογικές είναι αυτές που προέρχονται από την επιθυμία των ίδιων των ατόμων (π.χ. κάποιος επιθυμεί να εργάζεται λιγότερες ώρες, ακόμα και αν απολαμβάνει λιγότερα αγαθά, αρκεί να έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο). Θα λέγαμε ότι, αν σε ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα φαίνεται ότι η ευημερία του συνόλου υπερτερεί της ευημερίας του ατόμου, τότε το σύστημα αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σοσιαλιστικό. Επίσης, σοσιαλιστικές θα ονομάζαμε και τις πολιτικές που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, ακόμα και αν το σύστημα το ίδιο δεν είναι σοσιαλιστικό την δεδομένη στιγμή.
Οι πιο γνωστές μορφές Σοσιαλισμού σήμερα είναι τρεις:
Η πρώτη μορφή αφορά μια μερική κρατική παρεμβατικότητα υπέρ του κοινού συμφέροντος σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Το κράτος επεμβαίνει και ελέγχει μια οικονομία που στηρίζεται σε κάποιες φιλελεύθερες αρχές (μια οικονομία που αποτελείται από ιδιωτικές εταιρίες οι οποίες συναλλάσσονται μέσω ελεύθερης αγοράς), ώστε αυτή να λειτουργεί με τρόπο κοινωνικά ευαίσθητο. Συνήθως, αυτό γίνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος εφαρμόζει έναν μερικό έλεγχο της ελεύθερης αγοράς (εφαρμογή κατώτατου μισθού, έλεγχος των τιμών συγκεκριμένων βασικών αγαθών, περιορισμός στα ποσοστά κέρδους των εταιριών κ.λπ.), και ο δεύτερος αφορά μια μορφή αναδιανομής του πλούτου (αντιστάθμιση της τάσης που έχει ο καπιταλισμός να συγκεντρώνει τον πλούτο σε λίγα χέρια και να εξαθλιώνει την πλειοψηφία), μέσω της φορολογίας και των δημοσίων δαπανών. Αν και στην θεωρία οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης μπορεί να στοχεύουν (ή και όχι) στη σταδιακή μετάβαση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, στην πράξη η εφαρμογή των μέτρων είναι περιορισμένη. Οπότε, στην ουσία, μιλάμε για έναν «Φιλελευθερισμό με ευαισθησίες». Αυτή η άποψη περί Σοσιαλισμού συναντάται σε χώρες όπως η Δανία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Νορβηγία κ.ά. Οι κυβερνήσεις τους είναι συνήθως κυβερνήσεις κομμάτων που (αυτό-)αποκαλούνται σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά.
Η δεύτερη θεωρεί την πρώτη μορφή ανεπαρκή, γιατί, στον αγώνα της εξισορρόπησης των επιπτώσεων του καπιταλισμού, η κυβέρνηση βγαίνει συνήθως χαμένη. Οι ιδιωτικές εταιρίες έχουν τέτοια οικονομική ισχύ που καταφέρνουν σχεδόν πάντα να παρακάμπτουν τους κανόνες, ή και να τους τροποποιούν, μεταφράζοντας την οικονομική ισχύ σε πολιτική ισχύ. Η ιστορία έχει δείξει ότι εταιρίες-κολοσσοί μπορεί να βγάζουν κέρδη δισεκατομμυρίων και να μην πληρώνουν σχεδόν καθόλου φόρους, ή να λαμβάνουν και επιστροφή φόρου. Γι’ αυτό, αν και τα κόμματα που εφαρμόζουν την πρώτη προσέγγιση καλούνται σοσιαλιστικά, το κοινωνικοοικονομικό σύστημα καθαυτό παραμένει φιλελεύθερο (καπιταλιστικό, γι’ αυτούς που ταυτίζουν τον καπιταλισμό με τον φιλελευθερισμό). Η δεύτερη μορφή θεωρεί ότι μια σοσιαλιστική κυβέρνηση πρέπει τουλάχιστον:
(α) να αναλάβει τον έλεγχο όλων των μεγάλων εταιριών, ώστε αυτές να λειτουργούν με βάση το κοινωνικό συμφέρον και όχι με βάση το κέρδος, και
(β) να θέσει αυστηρά όρια στα επίπεδα συσσώρευσης πλούτου (π.χ. με περιορισμό του πλούτου που μπορεί να κληρονομηθεί) ώστε να εξαλειφθούν οι μεγάλες ανισότητες.
Το είδος του ελέγχου μπορεί να διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση (π.χ. το Κράτος μπορεί να αναλαμβάνει πλήρως την ιδιοκτησία και τη λειτουργία των εταιριών, ή απλά να θέτει εκτενείς κανόνες στα επίπεδα των τιμών των προϊόντων, των μισθών, των κερδών κ.λπ.). Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι ότι, για να μπορεί το πολιτικό σύστημα να χαλιναγωγήσει μια ισχυρή οικονομία, πρέπει η κυβέρνηση να έχει μεγάλη δύναμη (πολιτική, οικονομική, στρατιωτική). Αυτό όμως συνεπάγεται ότι, μια τέτοια δύναμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς που δεν είναι υπέρ του συνόλου, μιας και είναι πολύ δύσκολο μια τέτοια κυβέρνηση να ελεγχθεί ή να αντικατασταθεί. Τέτοια παραδείγματα ήταν η Σοβιετική Ένωση, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η Βόρεια Κορέα και, για μέρος της ιστορίας τους, η Κούβα και το Βιετνάμ.
Η τρίτη μορφή είναι πιο ριζοσπαστική, και αποτελεί στην ουσία μια μέση οδό, γιατί θεωρεί ότι η πρώτη προσέγγιση δεν είναι αρκετή, ενώ η δεύτερη είναι επικίνδυνη στην εφαρμογή της. Η προσέγγιση αυτή θεωρεί ότι το πρόβλημα στον καπιταλισμό είναι ο αυστηρά ιεραρχικός τρόπος λειτουργίας των εταιριών, στις οποίες, στην ουσία, όλοι δουλεύουν για λίγα άτομα τα οποία βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας. Αυτό, στην πράξη, δεν άλλαξε ούτε με τον κομμουνισμό, ο οποίος ναι μεν άλλαξε το ποιος βρίσκεται στην κορυφή (ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης), αλλά δεν άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας των εταιριών, όπου η πλειοψηφία των εργαζομένων και πάλι δυσανασχετούσε και υπέφερε. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση ήθελε και πάλι να μεγιστοποιεί το παραγόμενο κέρδος από την εταιρία με το ελάχιστο κόστος, και οι εργαζόμενοι ωφελούνταν ελάχιστα, έως καθόλου, από αυτό το κέρδος. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, αυτό δεν ήταν σύμφωνο με τις επιταγές του Μαρξ, βάσει των οποίων υποτίθεται ότι ο έλεγχος των μέσων παραγωγής θα έπρεπε να βρίσκεται στους εργαζόμενους. Θεωρεί ότι ο έλεγχος μιας εταιρίας πρέπει να γίνεται με τρόπο δημοκρατικό από όλους τους εργαζόμενους, ο καθένας εκ των οποίων έχει μία ψήφο. Έτσι, οι εταιρίες θα λειτουργούν ως μια μικρή κοινότητα χωρίς ιδιαίτερες ανισότητες για τις οποίες θα υπήρχε ανάγκη κρατικής παρέμβασης.
Οι παραπάνω μορφές είναι απλά κάποιες κυρίαρχες τάσεις. Στην πράξη, μπορεί να υπάρξουν κράτη τα οποία λειτουργούν όχι με μία μεμονωμένη, αλλά με συνδυασμό των παραπάνω. Για παράδειγμα, η ύπαρξη κρατικής ιδιοκτησίας και ελέγχου σε κάποιες εταιρίες που παράγουν κάποια βασικά κοινωνικά αγαθά (π.χ. νερό, ρεύμα, συγκοινωνίες), αλλά ταυτόχρονα και ελεύθερη αγορά με κρατική παρεμβατικότητα στις υπόλοιπες εταιρίες. Ας μην ξεχνάμε ότι, ο λόγος που κάποια είδη επιχειρήσεων είναι πολλές φορές κρατικά, είναι ότι αποτελούν φυσικά μονοπώλια (π.χ. ταχυδρομεία, σιδηρόδρομοι, εταιρίες ύδρευσης κ.λπ.). Και, ως γνωστόν, τα μονοπώλια μπορούν να δράσουν ανεξέλεγκτα εις βάρος του καταναλωτή/πολίτη.
Υπάρχουν φυσικά και πιο σύγχρονες προσεγγίσεις του Σοσιαλισμού, που προσπαθούν να εφεύρουν ένα σοσιαλιστικό οικονομικό μοντέλο το οποίο θα μπορεί να προσομοιώνει κάποιες από τις λειτουργίες της ελεύθερης αγοράς, όπως τη διακύμανση των τιμών των αγαθών. Αυτή η διακύμανση είναι χρήσιμη, γιατί εκφράζει το τι είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν οι καταναλωτές ώστε να αποκτήσουν κάποιο αγαθό ή υπηρεσία, και άρα τι αξίζει να παραχθεί. Ένα παράδειγμα τέτοιου σοσιαλιστικού οικονομικού μοντέλου είναι ο σοσιαλισμός της αγοράς (market socialism).
Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι η σύγχρονη κριτική στον Σοσιαλισμό κινείται σε δύο κατευθύνσεις. Η μία αφορά το αν ο Σοσιαλισμός (στην ιδανική του μορφή, όχι με την έννοια του κοινωνικού Κράτους) είναι κάτι το επιθυμητό, δεδομένης της εγωιστικής φύσης του ανθρώπου. Η δεύτερη αφορά το κατά πόσο μια σοσιαλιστική κοινωνία είναι εξ αρχής εφικτή. Αν εξαιρέσουμε κάποιες σύγχρονες προσεγγίσεις, ιστορικά, η ιδέα του σοσιαλισμού είναι έντονα συνδεδεμένη με τον κεντρικό σχεδιασμό. Δηλαδή, με μια ισχυρή κρατική εξουσία που ελέγχει την οικονομική ζωή της κοινωνίας, επιβάλλοντας έναν εξισωτισμό στην ευημερία των ανθρώπων. Μέχρι σήμερα, η πράξη έχει δείξει ότι αυτό το μοντέλο δεν λειτουργεί και τόσο καλά, κυρίως γιατί ισοπεδώνει τις ατομικές ελευθερίες. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι ο σοσιαλισμός γεννήθηκε σε μια εποχή στην οποία η ζωή, για την πλειοψηφία των ανθρώπων (εργάτες), ήταν σκληρή και ανυπόφορη. Μια εποχή που οι άνθρωποι που αγωνίζονταν για τον Σοσιαλισμό δεν είχαν και πολλά να χάσουν, και η ιδέα του Σοσιαλισμού αποτελούσε μία διέξοδο. Αυτό άλλαξε άρδην μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δημιουργία μια πολυπληθούς μεσαίας τάξης, η οποία απολάμβανε ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής. Γι’ αυτό, η επικρατούσα μορφή του Σοσιαλισμού σήμερα είναι η σοσιαλδημοκρατία.
Πηγές:
[1]. «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο», Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Εκδόσεις Πατάκη, 2023
[2]. «Το σύστημα του αναρχισμού», Μιχαήλ Μπακούνιν, Εκδόσεις Πανοπτικόν, 2017
[3]. «Αναρχισμός και Αναρχοκομμουνισμός», Πέτρος Κροπότκιν, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1991
[4]. «Γιατί όχι σοσιαλισμός;», Τζέραλντ Άλαν Κοέν, Εκδόσεις Εκκρεμές, 2010
[5]. «Socialism for dummies - Part 1», Richard Wolff
[6]. «Socialism for dummies - Part 2», Richard Wolff
[6]. «Richard Wolff explains 3 kinds of socialism», Richard Wolff
[7]. «Richard Wolff defines Socialism and Capitalism», Richard Wolff
[8]. «Difference between socialism & communism», Richard Wolff
[9]. «Σοσιαλισμός», Wikipedia
[10]. «Επαναστάσεις του 1848», Wikipedia
[11]. «International Workingmen's Association», Wikipedia
[12]. «Second International», Wikipedia
[13]. «Zimmerwald Conference», Wikipedia