Πολιτικές ιδεολογίες (α): Φιλελευθερισμός
Ο Φιλελευθερισμός, όπως και ο Σοσιαλισμός, είναι ένα από τα πιο δημοφιλή πολιτικά ρεύματα των τελευταίων δύο αιώνων. Αν και μετά από ένα σημείο παρουσιάζει αρκετές διακλαδώσεις, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε με όσο πιο απλό τρόπο μπορούμε την ιστορική του πορεία και τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες εδράζεται. Αναπόφευκτα, θα χρησιμοποιήσουμε κάποιες απλοποιήσεις για να περιορίσουμε την έκταση του άρθρου, αλλά όπως πάντα ενθαρρύνουμε τον αναγνώστη να αναζητήσει επιπλέον πηγές για να εμβαθύνει στο θέμα.
Μία κοινωνία που αλλάζει
Οι απαρχές του Φιλελευθερισμού βρίσκονται στον 18ο αιώνα, σε μια προσπάθεια της ευρωπαϊκής φεουδαλικής κοινωνίας, και κυρίως της ανερχόμενης αστικής τάξης (έμποροι, δικηγόροι, τραπεζίτες κ.ά.) μετά την περίοδο της Αναγέννησης, να απαλλαγεί από την καταπίεση και τον φόβο· τόσο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όσο και των αρχόντων (μεγαλογαιοκτήμονες, αριστοκράτες, βασιλείς). Η πρώτη απαιτούσε θρησκευτική συμμόρφωση, και μάλιστα με πολύ σκληρό και αυστηρό τρόπο, ενώ η δεύτερη διατηρούσε μια γκάμα προνομίων μόνο για λίγους, οι οποίοι βρίσκονταν στην θέση αυτή λόγω κληρονομικότητας, και όχι εξαιτίας των προσωπικών τους επιτευγμάτων ή ικανοτήτων. Οι δύο αυτές μορφές εξουσίας ήταν αλληλένδετες.
Η ανάδειξη προσωπικοτήτων που δεν ανήκαν στην αριστοκρατία κατά την περίοδο της Αναγέννησης (15ος και 16ος αιώνας), η ανάδυση μιας νέας οικονομικής τάξης μέσω της ανάπτυξης του εμπορίου και της αποικιοκρατίας (15ος και 16ος αιώνας), και η εμφάνιση του Προτεσταντισμού (αρχές του 16ου αιώνα) που αμφισβητούσε τις πρακτικές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (π.χ. τα συγχωροχάρτια) και απαιτούσε μεταρρυθμίσεις, ήταν μερικές από τις βασικότερες κινητήριες δυνάμεις για την αμφισβήτηση του κατεστημένου πολιτικοοικονομικού συστήματος. Μεταξύ άλλων, ο Προτεσταντισμός υποστήριξε την ελευθερία του ατόμου να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα ασκήσει την πίστη του, και δεν έδινε τόση βάση στην κοινή προσέγγιση της πίστης από όλους. Δεδομένου ότι η επιβολή της άτεγκτης θρησκευτικής συμμόρφωσης στηριζόταν από την αριστοκρατία, η ανάπτυξη του Προτεσταντισμού που διεκδικούσε το δικαίωμα στη χρήση διαφορετικών θρησκευτικών πρακτικών μεταφράστηκε και ως αμφισβήτηση της αριστοκρατικής εξουσίας. Έτσι, σε αντίθεση με την ιδέα ότι η εξουσία των αρχόντων πήγαζε από τον Θεό, άρχισε να αναπτύσσεται η ιδέα ότι η εξουσία των αρχόντων δινόταν με έμμεσο τρόπο από τον Θεό, μέσω της συγκατάθεσης των ατόμων που απάρτιζαν την κοινωνία.
Ήδη από τον 17ο αιώνα αρχίζει να αναπτύσσεται η έννοια των φυσικών δικαιωμάτων, τα οποία είναι έμφυτα (από την φύση του ανθρώπου) και δεν αποτελούν κάποια παραχώρηση από πλευράς των κυβερνώντων, όπως το δικαίωμα στη ζωή, η ελευθερία να διαμορφώνει κανείς τη ζωή του όπως αυτός πιστεύει, και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Η γενικότερη ιδέα είναι ότι όλοι θα πρέπει να μπορούν να προστατέψουν τα προσωπικά τους συμφέροντα απέναντι σε μια κεντρική εξουσία (κράτος). Ταυτόχρονα όμως, εκφράζεται και η ανάγκη ύπαρξης μιας κεντρικής εξουσίας, η οποία θα προστατεύει τα συμφέροντα των ατόμων από όσους τα επιβουλεύονται (εξωτερικούς ή εσωτερικούς εχθρούς). Στη βάση αυτή, εμφανίζεται η έννοια του διαχωρισμού μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών θεμάτων ως καθοριστικός παράγοντας σχετικά με τα ζητήματα στα οποία η κεντρική εξουσία θα είχε δικαίωμα να παρέμβει ή όχι. Για παράδειγμα, το ζήτημα της πίστης εμφανιζόταν ως ένα ιδιωτικό ζήτημα, και άρα το Κράτος δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνει (ανεξιθρησκεία), εκτός αν ένα δόγμα απειλεί τη δημόσια τάξη, όπως, για τον Τζον Λωκ, ο αθεϊσμός και ο Καθολικισμός. Το ζήτημα των οικονομικών συναλλαγών εμφανιζόταν επίσης ως ιδιωτικό, και άρα το Κράτος δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνει (ελεύθερη αγορά). Το όλο σκεπτικό στηρίζει την άποψη ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι ελεύθερος να επιδιώξει την ευημερία του όπως πιστεύει ο ίδιος, χωρίς κάποια κεντρική εξουσία να του επιβάλλει έναν τρόπο ζωής.
Η άνοδος του Φιλελευθερισμού
Οι απόψεις αυτές θα οδηγήσουν σε μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις όπως η «Ένδοξη Επανάσταση» στην Αγγλία το 1688, η Αμερικανική Επανάσταση το 1775 και η Γαλλική Επανάσταση το 1789. Η Γαλλική Επανάσταση διακήρυττε ελευθερία, ισότητα, και αδελφοσύνη. Για τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, οι διεκδικήσεις αυτές αποτελούσαν μια ανακούφιση σχετικά με πολύ βασικά ζητήματα, κυρίως αναφορικά με τον φόβο για τη ζωή τους και την επιβίωσή τους. Για την ευκατάστατη αστική τάξη, δηλαδή για τους ανθρώπους με ικανότητες, μόρφωση και ταλέντα, η Γαλλική Επανάσταση και τα αιτήματά της αφορούσαν τη διεκδίκηση ευκαιριών πολιτικοοικονομικής ανέλιξης, αφού την εποχή εκείνη το πολιτικό σύστημα ελεγχόταν εξ’ ολοκλήρου από την αριστοκρατία, κάτι που ίσχυε και για ένα σημαντικό μέρος του οικονομικού συστήματος (πτυχές του εμπορίου, θέματα ιδιοκτησίας κ.λπ.). Η αλλαγή που έφερνε ο Φιλελευθερισμός ήταν ότι η θέση κάθε ατόμου στην κοινωνία δεν ήταν πια προκαθορισμένη, γιατί δεν εξαρτιόταν πια τόσο από κληρονομικούς τίτλους. Καθένας μπορούσε να αναδειχθεί οικονομικά και κοινωνικά, αν είχε τις ικανότητες. Αυτό σήμαινε «ελευθερία να αναπτυχθείς και να φτάσεις μέχρι εκεί που μπορείς». Ήταν το πέρασμα από μια «δομημένη» κοινωνία, όπου ο καθένας είχε έναν συγκεκριμένο ρόλο και δεν μπορούσε να τον αλλάξει, σε μια κοινωνία όπου κάθε ρόλος ανήκε σε αυτόν που μπορούσε να τον διεκδικήσει.
Η πρώτη αυτή περίοδος ανάπτυξης του Φιλελευθερισμού είναι μια περίοδος στην οποία οι μεγάλες ανισότητες εντοπίζονται μεταξύ της κεντρικής εξουσίας (αριστοκρατία, φεουδαρχία και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία), και του απλού λαού. Είναι μια περίοδος που ο Φιλελευθερισμός προσπαθεί να εξαφανίσει αυτές τις ανισότητες, γκρεμίζοντας την ισχύ της κεντρικής εξουσίας. Γι’ αυτό οι εκφραστές του θα μιλήσουν για περιορισμό της παρεμβατικότητας της κεντρικής εξουσίας. Οι μετριοπαθείς πολιτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν τις επαναστάσεις έδωσαν τη δυνατότητα στην αναδυόμενη μεσαία τάξη να εισέλθει στον πολιτικό στίβο και να διεκδικήσει μέσα στον 19ο αιώνα περαιτέρω απελευθέρωση του εμπορίου και της βιομηχανίας από τα οικονομικά δεσμά. Μέρος αυτής της προσπάθειας ήταν και η επέκταση της ψήφου σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (η Αγγλία έδωσε δικαίωμα ψήφου στη μεσαία τάξη το 1832), ώστε οι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου να υπερκεράσουν την εξουσία της αριστοκρατίας, καθώς και ο αγώνας για την εδραίωση της ελευθερίας του λόγου. Το θέμα της πολιτικής άποψης θεωρούνταν ιδιωτικό, και άρα πάλι το Κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει (ελευθερία της έκφρασης).
Από τον 19ο αιώνα, θα ξεκινήσει μια αργή στροφή της φιλοσοφίας του Φιλελευθερισμού. Η στάση των φιλελεύθερων απέναντι στην κρατική εξουσία (στην οποία τώρα η αστική τάξη έχει σημαντικό λόγο) αρχίζει να αλλάζει. Ενώ προηγουμένως θεωρούταν ένα «αναγκαίο κακό», τώρα αρχίζει να αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στην προώθηση της ατομικής ελευθερίας. Από πλευράς πολιτικού συστήματος, οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στο να είναι έτσι δομημένο ώστε καμία κοινωνική ομάδα να μην μπορεί να το θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό της. Έτσι, αναπτύχθηκε η ιδέα του συντάγματος, το οποίο θέτει περιορισμούς στους νόμους που μπορεί να θεσπίσει μια κυβέρνηση, η ιδέα της διάκρισης των εξουσιών (μεταξύ νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής), και η διάχυση της εξουσίας μέσω της επέκτασης του δικαιώματος εκλέγειν (ψήφου) και εκλέγεσθαι (ανάληψη δημόσιου αξιώματος δια της εκλογής), μαζί με την ελευθερία του λόγου, τα οποία επέτρεπαν σε κάθε πολίτη να έχει ενεργή δράση στην πολιτική σκηνή.
Η σύνδεση της ελεύθερης αγοράς με φυσικά δικαιώματα ήταν λίγο πιο δύσκολο να διατυπωθεί. Επομένως, οι φιλελεύθεροι θα χτίσουν πάνω στο φυσικό δικαίωμα του ατόμου για ιδιοκτησία και την ελευθερία επέκτασης αυτού του δικαιώματος (συσσώρευση πλούτου δίχως όριο). Στο οικονομικό πεδίο, ο Άνταμ Σμιθ (18ος αιώνας) θα καθιερωθεί ως ένας από τους κυριότερους εκφραστές αυτού του ρεύματος που ονομάστηκε «Φιλελευθερισμός», προτείνοντας ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς το οποίο θα ήταν πιο αποδοτικό για όλους αν ήταν εντελώς ελεύθερο από παρεμβάσεις, και καθένας λειτουργούσε με βάση το προσωπικό του συμφέρον. Ο ίδιος ο Σμιθ αναφέρει ότι η κινητήρια δύναμη αυτού του συστήματος δεν είναι τα ανθρωπιστικά κίνητρα του κάθε ανθρώπου, αλλά η αγάπη του καθενός προς τον εαυτό του (δηλαδή η μεγιστοποίηση του προσωπικού κέρδους). Κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και την εξέλιξη της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, θα εφαρμοστεί ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα που θα εφαρμόζει αυτή τη φιλελεύθερη προσέγγιση. Το σύστημα αυτό θα ονομαστεί Καπιταλισμός, από τη λέξη «κεφάλαιο» (capital) και τις βασικές αρχές του οποίου θα αναλύσουμε λίγο παρακάτω.
Ταυτόχρονα, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά αναπτύσσεται μια επιφυλακτικότητα των φιλελεύθερων απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα. Θεωρούσαν ότι η ψήφος των αμόρφωτων ανθρώπων δεν πρέπει να έχει την ίδια ισχύ με αυτή των μορφωμένων. Ο πρώτος λόγος ήταν ο φόβος ότι, με την επέκταση της ψήφου, ο έλεγχος της πολιτικοοικονομικής κατάστασης θα μπορούσε να περάσει στην πλειοψηφία των πολιτών (βλέπε «τυραννία της πλειοψηφίας»), η οποία πλειοψηφία δεν ευημερούσε όπως η μεσαία τάξη, και θα έβλεπε με αντιπάθεια την ανισότητα αυτή. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τη Δημοκρατία, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την κοινωνία σε μια κατάσταση μετριότητας (άνθρωποι που δεν είχαν καλλιεργήσει τα προσόντα τους δεν είχαν λόγο να στηρίξουν ένα σύστημα το οποίο ευνοεί αυτούς που τους εκμεταλλεύονται). Γι’ αυτό οι φιλελεύθεροι υπήρξαν θερμοί υποστηρικτές της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Η ανάγκη για κοινωνική αλληλεγγύη
Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μετά, η οικονομική ανάπτυξη που είχε φέρει ο καπιταλισμός αρχίζει να φθίνει, και έχει αρχίσει να εμφανίζεται έντονη κριτική προς το καπιταλιστικό σύστημα, ιδιαίτερα από την εργατική τάξη. Σε αυτό συμβάλλουν ιδιαίτερα οι μεγάλες μετακινήσεις προς τις πόλεις, που συνοδεύονταν από συνθήκες ανέχειας για σημαντικό μέρος του αστικού πληθυσμού, καθώς και η ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών. Όλα αυτά θα οδηγήσουν στην ανάδειξη μιας κοινωνικής ευαισθησίας στο πλαίσιο του Φιλελευθερισμού (π.χ. T. H. Green, L. Hobhouse, J. Hobson), ιδιαίτερα κατά τον 20ο αιώνα. Το νέο σκεπτικό του Φιλελευθερισμού θα διακηρύξει ότι τα άτομα μιας κοινωνίας δεν μπορούν να επιβιώσουν ή να ευδοκιμήσουν πάντα μόνα τους, χωρίς την στήριξη άλλων μελών της κοινωνίας. Και αυτό γιατί τα εμπόδια για την προσωπική ανάπτυξη και ευημερία των ατόμων δεν περιορίζονται στις κρατικές παρεμβάσεις ή την έλλειψη κοινωνικής τάξης, αλλά περιλαμβάνουν και την έλλειψη παιδείας (άτομα που δεν είχαν τις γνώσεις που θα στήριζαν τις έμφυτες ικανότητες ή την εργατικότητά τους), την ανέχεια (άτομα από φτωχές οικογένειες που δεν είχαν πόρους για να αναλάβουν κάποια οικονομική δραστηριότητα ή ακόμα και να είναι ευπαρουσίαστοι), την ασθένεια κ.ά. Οπότε το κράτος έπρεπε να παρέμβει για να προστατέψει την ελευθερία των ατόμων από αυτούς τους περιορισμούς. Ως αποτέλεσμα, εμφανίζονται στις αρχές του 20ού αιώνα αιτήματα για αξιοπρεπείς απολαβές, όπως ασφάλεια υγείας, ασφάλεια ανεργίας, και σύνταξη γήρατος. Ταυτόχρονα, εμφανίζεται κριτική στην υπερβολική συσσώρευση πλούτου, όχι μόνο λόγω των ανισοτήτων που δημιουργεί, αλλά και γιατί υπερβαίνει τόσο πολύ την ικανότητα των ατόμων να ξοδέψουν, που οι κάτοχοί του στρέφονται σε ξένες (ακόμα και υπερπόντιες) αγορές για να επενδύσουν το πλεόνασμά τους, εντείνοντας την οικονομική απληστία, την επιθετικότητα και τον μιλιταρισμό. H νέα μορφή φιλελευθερισμού που θα ενσωματώσει αυτές τις αντιλήψεις θα ονομαστεί «Κοινωνικός Φιλελευθερισμός». Βέβαια, αξίζει να τονίσουμε ότι, με την εισαγωγή των πολιτικών δικαιωμάτων στην εργατική τάξη, τα κίνητρα για κρατική πρόνοια αρχίζουν να διαφέρουν για κάθε κοινωνική ομάδα. Για τους σοσιαλιστές θα συσχετιστούν με την αλληλεγγύη και τον ανθρωπισμό, ενώ για τους φιλελεύθερους εν μέρει με την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, και εν μέρει με την διατήρηση της κοινωνικής σταθερότητας (η μεγάλη δυσαρέσκεια μπορεί να οδηγήσει στην ενίσχυση φασιστικών ή κομμουνιστικών τάσεων). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στην πράξη, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός είναι «ξαδερφάκι» της σοσιαλδημοκρατίας, την οποία θα αναπτύξουμε σε σχετικό άρθρο.
Με την εμφάνιση των μεγάλων επιχειρήσεων και των βιομηχανικών τραστ (τέλη 19ου, αρχές 20ου αιώνα), η κοινωνία άρχισε να αποζητά πιο εκτεταμένη κρατική παρέμβαση. Αυτή τη φορά θα διεκδικήσει μέτρα προστασίας από τα εταιρικά τραστ και το μονοπώλιο ώστε να μην «πνιγεί» ο ανταγωνισμός και οι ευκαιρίες ανάπτυξης για τους μικρότερους. H επιδείνωση της οικονομικής κρίσης θα οδηγήσει σε μαζικές απεργίες, και θα εμφανιστούν διάφορα ρεύματα οικονομολόγων με προτάσεις για «διόρθωση» των προβλημάτων του Καπιταλισμού, όπως η αντιμετώπιση περιόδων ύφεσης με μεγάλα δημόσια έργα και κοινωνικές παροχές προς τα οικονομικά ασθενή στρώματα. Το 1926, ο John M. Keynes, σε μια μπροσούρα του με τίτλο «The End of Laissez-Faire» θα γράψει «Δεν είναι σε καμιά περίπτωση σύμφωνο με τις αρχές της πολιτικής οικονομίας το συμπέρασμα ότι το πεφωτισμένο προσωπικό συμφέρον λειτουργεί πάντα προς όφελος του γενικού συμφέροντος». Ιδιαίτερα μετά την κρίση του 1929 στις ΗΠΑ και την άνοδο των εργατικών κινημάτων στην Ευρώπη τις δεκαετίες του '30 και του '40, θα ακολουθήσει ένας συμβιβασμός μεταξύ των εργατικών κινημάτων (κόμματα και συνδικάτα) και την μεγαλοαστική τάξη, που θα ευνοήσει την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους και την επικράτηση του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού (ή σοσιαλφιλελευθερισμού ή αριστερού φιλελευθερισμού). Οι θεωρίες περί ελεύθερης αγοράς θα περάσουν στο παρασκήνιο, ενώ οι Κεϋνσιανές θεωρίες περί κρατικής παρεμβατικότητας σε περιόδους ύφεσης θα γίνουν δημοφιλείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα του προέδρου Ρούσβελτ στις ΗΠΑ, γνωστό και ως «New Deal».
Σε κάποιες περιπτώσεις, η κρατική παρεμβατικότητα θα φτάσει μέχρι την κρατικοποίηση ορισμένων εταιριών που σχετίζονται με βασικά αγαθά και υπηρεσίες (π.χ. ύδρευση, ρεύμα, μεταφορές). Έτσι, δημιουργήθηκαν δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες για τον Φιλελευθερισμό. Η πρώτη είναι ο Κοινωνικός Φιλελευθερισμός και η ανάγκη της κρατικής παρέμβασης (πάντα σε συνδυασμό με την ελεύθερη αγορά και την προστασία ατομικής ιδιοκτησίας). Στις ΗΠΑ, η οπτική αυτή θα εξισωθεί στη συνείδηση των περισσότερων με τον όρο «Φιλελευθερισμός», με το σκεπτικό ότι ο αρχικός στόχος της απελευθέρωσης από την καταπίεση της εξουσίας και της προστασίας των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου παραμένει ο ίδιος (προστασία της ζωής, ελευθερία της έκφρασης, ανεξιθρησκεία κ.λπ.). Ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι, τώρα, οι μεγάλες ανισότητες και η καταπίεση προέρχονται από τα νέα ισχυρά κέντρα εξουσίας, δηλαδή τις μεγάλες εταιρίες (τραστ και πολυεθνικές). Στην Ευρώπη όμως, που ο σοσιαλισμός θα γνωρίσει μεγαλύτερη άνθηση (όπως θα δούμε σε σχετικό άρθρο), οι ίδιες πολιτικές θα γίνουν γνωστές με τον όρο «σοσιαλδημοκρατία». Η δεύτερη οπτική, που θα εγκολπώσει τις θεωρίες της μη-παρέμβασης και την πρόταξη του ιδιωτικού συμφέροντος απέναντι στο κοινωνικό, θα ονομαστεί «κλασικός φιλελευθερισμός» ή «νεοκλασικός φιλελευθερισμός» και θα έχει ως βάση αναφοράς τη θεωρία του Άνταμ Σμιθ και τους νεότερους φιλελεύθερους οικονομολόγους και πολιτικούς επιστήμονες της βιομηχανοποιημένης εποχής (Hayek, Friedman, Mises, Stigler κ.ά.). Επίσης, ο κλασικός φιλελευθερισμός αναφέρεται συχνά ως «καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς», γνωστός επίσης με την έκφραση «Laissez-faire» (ορολογία που θα εξηγήσουμε και στη συνέχεια). Πολύ κοντά στον κλασικό φιλελευθερισμό βρίσκεται και ο «φιλελεύθερος συντηρητισμός» (liberal conservatism, ή απλά conservatism), ο οποίος δεν χρειάζεται να αναλυθεί επί της παρούσης.
Ο νεοφιλελευθερισμός
Η επικράτηση του κοινωνικού φιλελευθερισμού και η διείσδυση σοσιαλιστικών τάσεων και πολιτικών στις φιλελεύθερες δυτικές οικονομίες από τη δεκαετία του '30 και έπειτα, δεν θα αφήσει άπραγους τους εκπροσώπους του κλασικού φιλελευθερισμού. Με την υποστήριξη της οικονομικής ελίτ, οι ακαδημαϊκοί και επιχειρηματικοί εκπρόσωποι του κλασικού φιλελευθερισμού (Χάγιεκ, φον Μίζες, Μίλτον Φρίντμαν κ.ά.) θα οργανωθούν σε 3 κύρια κέντρα: το ινστιτούτο IUHEI στην Γενεύη, το London School of Economics (LSE) και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Λόγω της μεταβολής που είχε υποστεί εν τω μεταξύ η χρήση του όρου «φιλελεύθερος», ειδικά στις ΗΠΑ, οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες που ήρθαν στο προσκήνιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (ειδικά από τη δεκαετία του '60 και μετά) καθώς και οι πολιτικές τους, αναφέρονται συχνά ως «νεοφιλελεύθεροι». Σύμφωνα με αυτούς, η σημασία των κοινωνικών επιστημών (όπως η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η ιστορία κ.ά.), είναι ελάχιστη, και η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς σε όλη της την έκφανση (με τις ανισότητες και τις κρίσεις), είναι αυτή που οδηγεί στην κοινωνική πρόοδο και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής (π.χ. αύξηση προσδόκιμου ζωής, καθημερινές ανέσεις, προστασία δικαιωμάτων κ.ά.). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρόμπερτ Λούκας από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο θα υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει ακούσια ανεργία, σε αντίθεση με τον Κέυνς, που θεωρεί την ύπαρξη της (ακούσιας) ανεργίας δεδομένη. Δηλαδή, ότι ένας άνεργος είναι ένα άτομο που έχει επιλέξει να αυξήσει τον ελεύθερο χρόνο του, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι τα έσοδά του μειώνονται ή χάνονται.

Τις δεκαετίες του '70 και του '80 οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς θα επανέλθουν στο πολιτικό προσκήνιο (π.χ. Ρόναλτ Ρήγκαν, Μάργκαρετ Θάτσερ), αν και δεν θα καταργήσουν τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους. Η επιστροφή αυτή θα ενισχυθεί και από την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων τη δεκαετία του '80. Οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι τόσο ο περιορισμός της δύναμης των τραστ όσο και το κοινωνικό κράτος αποτελούν σοσιαλισμό, και όχι φιλελευθερισμό.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) φαίνεται να αποτελούν διαχρονικούς υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, επιβραβεύοντας την κατάργηση ή μείωση της κοινωνικής ασφάλισης, την αποδυνάμωση του συνδικαλισμού, τη διευκόλυνση απολύσεων και την κατάργηση του ελάχιστου μισθού. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποιοι νεοφιλελεύθεροι οπαδοί της μη-παρεμβατικότητας φτάνουν να υποστηρίζουν ότι ο τζόγος, η πορνεία ή και η πορνογραφία ανήκουν στην ιδιωτική σφαίρα, και άρα δεν θα έπρεπε να θεωρούνται παράνομα (δηλαδή να υπάρχει κρατική παρέμβαση) γιατί περιορίζουν την ελευθερία του ατόμου.
Καπιταλισμός και συγγενή συστήματα
Ο καπιταλισμός ως έννοια δεν ταυτίζεται με τον φιλελευθερισμό, επειδή ο πρώτος είναι απόρροια του δευτέρου. Η κεντρική ιδέα του φιλελευθερισμού είναι η ελευθερία του κάθε ατόμου να μπορεί να επιδιώξει τους προσωπικούς του σκοπούς και την προσωπική του ανέλιξη με βάση τις ικανότητες και την σκληρή δουλειά του. Στον Τζων Στιούαρτ Μιλ, από τους βασικούς εκφραστές του φιλελευθερισμού τον 19ο αιώνα, η έννοια της ελευθερίας αφορά τη δυνατότητα ενός ατόμου να φτάσει στο «άκρον άωτον» (ανώτερο σημείο) των δυνατοτήτων του. Από εκεί και πέρα, σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να αναπτυχθούν πολλές θεωρίες για το πως αυτό θα επιτευχθεί. Θα λέγαμε ότι ο καπιταλισμός αποτελεί έναν τρόπο εφαρμογής των ιδεών του φιλελευθερισμού στο οικονομικό πεδίο. Ο «κλασικός φιλελευθερισμός» του Άνταμ Σμιθ, μάλλον βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που οι περισσότεροι εννοούν ως καπιταλισμό. Είναι αυτό που αποκαλούμε «ελεύθερη αγορά», όπου η ιδιωτική δράση πρέπει να είναι ελεύθερη από κάθε παρέμβαση (παρέμβαση του μονάρχη, της αριστοκρατίας, του Κράτους, κ.λπ.). Δηλαδή, ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών δεν επηρεάζονται από την κρατική παρέμβαση, όπως νομοθεσίες, προνόμια, δασμολόγια ή διατιμήσεις και επιχορηγήσεις. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι:
(α) η ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών γίνεται μέσω μιας ελεύθερης αγοράς, όπου πωλητές και αγοραστές διαπραγματεύονται μεταξύ τους τους όρους της ανταλλαγής προϊόντων
(β) οι εταιρίες/βιομηχανίες και η γη (μέσα παραγωγής) ανήκουν σε ιδιώτες και λειτουργούν από αυτούς και για το όφελος αυτών
(γ) η ιδιωτική περιουσία χαίρει απόλυτης προστασίας και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να την δημεύσει ή να αναδιανείμει μέρος αυτής.
Πολύ δημοφιλής έκφραση για τον καπιταλισμό είναι και το «Laissez-faire», που προαναφέραμε. Η φράση Laissez-faire είναι μέρος μιας μεγαλύτερης γαλλικής φράσης που μεταφράζεται ως «αφήστε το/τα ελεύθερα» και χρησιμοποιείται ως συνώνυμο το κλασικού φιλελευθερισμού στο πεδίο της οικονομίας. Μια βασική αρχή που συχνά αγνοείται είναι ότι οι αγορές πρέπει να είναι ανταγωνιστικές, μια αρχή στην οποία οι πρώιμοι υποστηρικτές του Laissez-faire είχαν δώσει αρκετή έμφαση. Για μεγιστοποίηση της ελευθερίας και για να μπορέσουν οι αγορές να αυτορυθμιστούν, πολλοί υποστηρικτές του Laissez-faire προτείνουν έναν «ενιαίο φόρο» (flat tax) που θα αντικαταστήσει όλους τους άλλους φόρους, και ιδιαίτερα την κλιμακωτή φορολόγηση η οποία, κατ’ αυτούς, αποτελεί αντικίνητρο στην επιχειρηματικότητα γιατί «τιμωρεί» αυτούς που καταφέρνουν να βγάζουν περισσότερα.
Τα δύο βασικά προβλήματα του καπιταλισμού είναι η δημιουργία μεγάλων ανισοτήτων, και οι περιοδικές κρίσεις που εμφανίζει. Υπάρχουν όμως και άλλα φιλελεύθερα συστήματα, τα οποία, συνήθως, προσπαθούν να διορθώσουν την περιοδική αστάθεια από την οποία χαρακτηρίζεται ο καπιταλισμός. Από τα πιο γνωστά είναι η Κεϋνσιανή Θεωρία, η οποία είναι αρκετά κοντά στον καπιταλισμό (επειδή δεν υπάρχει αυστηρός ορισμός για τον Καπιταλισμό, κάποιοι την εντάσσουν στο πλαίσιο του Καπιταλισμού). O John Maynard Keynes έζησε μια εποχή που η φύση της οικονομίας είχε γίνει αρκετά πιο πολύπλοκη από ότι παλαιότερα (π.χ. χρέος καταναλωτών, δημόσιες επιχειρήσεις κ.λπ.). Είχε αποσυνδεθεί από φυσικούς κύκλους παραγωγής, όπως ο θερισμός, και εξαρτιόταν περισσότερο από την αίσθηση του καταναλωτικού κοινού για το αν τα πράγματα πάνε καλά ή όχι. Επίσης, είχε παρατηρηθεί η τάση της οικονομίας να παρουσιάζει εναλλαγές μεταξύ περιόδων ανάπτυξης και ύφεσης. Οι κύκλοι ύφεσης ήταν αρκετά έντονοι και δημιουργούσαν κοινωνική αστάθεια, αλλά θεωρούνταν ότι ένας αυτόματος μηχανισμός της αγοράς «διόρθωνε» την πορεία της οικονομίας προς την αντίθετη κατεύθυνση όταν η ανάπτυξη ή η ύφεση έφτανε στο αποκορύφωμά της. Αυτό όμως δεν έγινε μετά την κρίση του 1929, και η οικονομία παρέμενε σε ύφεση για αρκετά χρόνια. Με αυτή την αφορμή, ο Κέυνς πρότεινε ένα είδος κρατικής παρεμβατικότητας με σκοπό την εξομάλυνση αυτών των κύκλων που έφερναν αβεβαιότητα στην οικονομία. Η ιδέα βασιζόταν σε μια οικονομική πολιτική που θα φορολογούσε παραπάνω τους πολίτες και θα ελάττωνε τις δημόσιες δαπάνες σε περιόδους ανάπτυξης (ώστε να μειωθεί η υπερβολική οικονομική άνεση των πολιτών και να μην επιδοθούν σε υπερκατανάλωση), και, αντίστοιχα, θα ελάφρυνε τη φορολογία και θα αύξανε τις δημόσιες δαπάνες σε περιόδους ύφεσης (ώστε να βελτιώσει την ικανότητα των πολιτών να ξοδεύουν με αποτέλεσμα την τόνωση της οικονομίας). Η παρέμβαση αυτή δεν εξάλειφε τους κύκλους της οικονομίας, απλά τους έκανε πιο ομαλούς· ώστε οι πολίτες να μπορούν να κάνουν μακροχρόνιους σχεδιασμούς χωρίς υψηλό ρίσκο.
Ο πυρήνας του φιλελευθερισμού
O φιλελευθερισμός αποτελεί κατά κύριο λόγο ένα προϊόν των μελών της αναδυόμενης μεσαίας τάξης του 18ου και 19ου αιώνα (πιο μορφωμένο και εύπορο τμήμα των πολιτών) που αναζητά την κοινωνική και οικονομική τους ανέλιξη (μεγαλύτερο μερίδιο πλούτου, εξουσίας και δόξας) γιατί πιστεύει ότι αξίζει πολλά παραπάνω από αυτά που απολαμβάνει. Η επιδίωξη αυτή θεμελιώθηκε θεωρητικά πάνω στα «φυσικά» δικαιώματα του ανθρώπου. Τα κίνητρα όμως δεν ήταν ανθρωπιστικά. Η διασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων είχε ως σκοπό να δώσει την ευκαιρία στα άτομα να επιδιώξουν την ευημερία τους. Όχι όμως και να την διασφαλίσει. Πόσω μάλλον για όλους. Ο σκοπός δεν ήταν η εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων.
Στον πυρήνα του φιλελευθερισμού βρίσκεται η πίστη ότι ο καθένας πρέπει να απολαμβάνει ζωή ανάλογη των ικανοτήτων και του κόπου του. Αν δεν είσαι ικανός ή αποφασισμένος να ξεχωρίσεις, τότε αυτά που θα απολαύσεις θα είναι ελάχιστα. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την δική του ευημερία (ή την δική του δυστυχία). Όχι η κοινωνία ως σύνολο. Όσον αφορά τον τομέα των κοινωνικών παροχών, για όσους φιλελεύθερους τις δέχονται ως τμήμα του φιλελευθερισμού, η κρατική παρεμβατικότητα έχει συγκεκριμένους σκοπούς, οι οποίοι δεν είναι τόσο ανθρωπιστικοί. Από τη μία, αφορά μια προσπάθεια αύξησης των ευκαιριών ευημερίας που εμφανίζονται στη ζωή των λιγότερο προνομιούχων ατόμων, και όχι στην διασφάλιση της ευημερίας τους. Η έννοια της ισότητας στον φιλελευθερισμό δεν σχετίζεται τόσο με μία «ισότητα ευημερίας» (οικονομική ισότητα) όσο, περισσότερο, με μία «ισότητα ευκαιριών». Σύμφωνα με τον Χάγιεκ: «Ο φιλελευθερισμός [...] απαιτεί απλώς η διαδικασία, ή οι κανόνες του παιχνιδιού, με την οποία καθορίζονται οι σχετικές θέσεις των διαφορετικών ατόμων, να είναι δίκαιη (ή τουλάχιστον όχι άδικη), αλλά όχι και να είναι δίκαια τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής για τα διαφορετικά άτομα [...]». Από την άλλη, στοχεύει στην προστασία των προνομιούχων τάξεων σε περιόδους έντονης οικονομικής ύφεσης με τη διασφάλιση των αναγκαίων για τα κοινωνικά στρώματα που υποφέρουν.
Βέβαια, σε αυτό το πνεύμα ατομικισμού, ο φιλελευθερισμός θεωρεί ότι υπάρχει και το σχετικό κοινωνικό όφελος, που δεν είναι άλλο από την κοινωνική ειρήνη και πρόοδο. Η δυνατότητα συσσώρευσης πλούτου αποτελεί κίνητρο για ανταγωνιστικότητα και καινοτομία, αφορά δηλαδή την πρόοδο του πολιτισμού, την πρόοδο σε επίπεδο οικονομικό, επιστημονικό, και τεχνολογικό. Αυτό θα πει ότι, ακόμα και η ζωή των ατόμων που απολαμβάνουν ελάχιστα (γιατί δεν είχαν ιδιαίτερες ικανότητες), καλυτερεύει με τα χρόνια. Η κοινωνική ειρήνη σχετίζεται με την έλλειψη κυβερνητικής παρέμβασης στα ζητήματα της ιδιωτικής σφαίρας (με την έννοια ότι δεν παρεμβαίνει για να επιβάλλει κάποιο τρόπο ζωής, αλλά παρεμβαίνει για να προστατέψει τις επιλογές του καθενός). Όσα λιγότερα είναι τα ζητήματα της δημόσιας σφαίρας, δηλαδή τα ζητήματα στα οποία πρέπει τα μέλη μιας κοινωνίας να συμφωνούν (γιατί το κράτος θα παρέμβει με βάση την άποψη της πλειοψηφίας), τόσο περισσότερο ειρηνική είναι η κοινωνία, γιατί τα μέλη της δεν θα συγκρούονται για να επιβάλλουν την άποψή τους. Ένα από τα λίγα πράγματα στα οποία πρέπει να συμφωνεί μια φιλελεύθερη κοινωνία είναι το δικαίωμα στην ανεμπόδιστη επιχειρηματικότητα και τον πλουτισμό.
Βέβαια, το γεγονός ότι η πλειοψηφία μιας κοινωνίας δεν χρειάζεται να συμφωνεί σε πολλά πράγματα απαιτεί από τα μέλη της να είναι ιδιαίτερα ανεκτικά στις διαφορετικές απόψεις. Και κάπου εδώ υπεισέρχεται (για τον Φιλελευθερισμό) ο ρόλος του Κράτους, το οποίο θα πρέπει να παρέμβει όταν κάποια μέλη θέλουν να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Για τον Φιλελευθερισμό, η επιθυμία της πλειοψηφίας δεν είναι τόσο σημαντική, γιατί θεωρεί ότι δεν υπάρχει μία αλήθεια, αλλά ότι ο καθένας έχει τη δική του. Γι’ αυτό εξ’ αρχής ο Φιλελευθερισμός, ως αγαπημένη ιδεολογία των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, δεν συμπαθεί το δημοκρατικό πολίτευμα και έχει συμβάλει στην εκφύλιση του όρου. Όταν η πλειοψηφία έχει λόγο σπάνια (π.χ. μία φορά κάθε 4 χρόνια), τότε η οικονομική ελίτ έχει τη δυνατότητα να την ελέγξει σε ικανοποιητικό βαθμό και να τοποθετήσει τα άτομα της επιλογής της σε θέσεις εξουσίας. Από εκεί και πέρα (μέχρι τις επόμενες εκλογές) κατέχει απεριόριστη πολιτική εξουσία. Ο Φιλελευθερισμός, επίσης, δεν συμπαθεί τον πατριωτισμό (με την έννοια των κοινών ιδανικών και αξιών), αφενός γιατί προγάγει ένα σύνολο κοινών αξιών σε ολόκληρη την κοινωνία, και αφετέρου γιατί, συνήθως, αυτές είναι αξίες που θέτουν την κοινωνία στο προσκήνιο έναντι του ατόμου. Για ευνόητους λόγους, δεν συμπαθεί ούτε και μορφές θρησκευτικότητας, οι οποίες είναι έντονα κοινωνικές και όχι ατομιστικές. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι, γενικά, δεν συμπαθεί κοινωνίες με έντονους δεσμούς (γλωσσικούς, ιστορικούς, πολιτισμικούς, θρησκευτικούς, κοινές αξίες και ιδανικά).
Τέλος, ένα μεγάλο πρόβλημα του φιλελευθερισμού (κλασικού ή μη) είναι ότι, από ένα σημείο και μετά, η οικονομική ισχύ των μεγάλων εταιριών μεταφράζεται συχνά και σε πολιτική ισχύ μέσω χρηματοδότησης πολιτικών, οικονομικής εξάρτησης των πολιτών από αυτές, και ελέγχου των ΜΜΕ, αφού η επιρροή που ασκούν τα τελευταία στον τρόπο σκέψης των πολιτών είναι τεράστια. Έτσι, πολλές φορές παρακάμπτουν (ή περιορίζουν) τις αντιμονοπωλιακές τάσεις και την πολιτικοοικονομική ανέλιξη της πλειοψηφίας των πολιτών. Τελικά, οι πολίτες όχι μόνο αποκτούν τέτοια εξάρτηση από τις εταιρίες αυτές, αλλά χάνουν σε μεγάλο βαθμό και τη δυνατότητα πρόσβασης στην εξουσία, με αποτέλεσμα να χάνουν τελικά την ελευθερία τους.
Πηγές πληροφόρησης
[α]. «Ο Νεοφιλελευθερισμός - Από τις απαρχές του έως τις μέρες μας», Έρικ Τουσέν, Εκδόσεις Τόπος
[β]. «Φιλελευθερισμός - μια πολύ σύντομη εισαγωγή», Michael Freeden, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
[δ]. «The history of Classical Liberalism», Stephen Davies
[ε]. «Chomsky on Classical Liberalism, Freedom & Democracy»
[ζ]. «Laissez-faire», Wikipedia
[η]. «Οι αιρετικές απόψεις του JOHN MAYNARD KEYNES (II)»
[θ]. «Το New Deal της δεκαετίας του ‘30, οι απόψεις του Κέυνς και οι καπιταλιστικές κρίσεις»