Η θανατική ποινή
Η θανατική ποινή ορίζεται ως η αποστέρηση της ζωής που επιβάλλεται από το ίδιο το Κράτος ως τιμωρία για τα σοβαρά εγκλήματα που διέπραξε κάποιος. Η εφαρμογή της γίνεται συνήθως για εγκλήματα ιδιαζόντως ειδεχθή (δολοφονίες, βιασμοί, εμπορία ναρκωτικών, παιδεραστία κ.ά.). Είναι η αυστηρότερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί από ένα Δικαστήριο, και γι’ αυτό συχνά καλείται ως «η εσχάτη των ποινών». Η τελευταία επιβολή της εσχάτης των ποινών στη χώρα μας εντοπίζεται το 1972, στην εκδίκαση της υπόθεσης του 27χρονου Βασίλη Λυμπέρη, ο οποίος καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο με την κατηγορία πως έκαψε ζωντανούς τη σύζυγό του, τη μητέρα της, τη δύο ετών κόρη του και τον ενός έτους γιο του. [α]
Η θανατική ποινή καταργήθηκε τυπικά στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1993, επί Πρωθυπουργίας Α. Παπανδρέου με τον Νόμο 2172/1993, αλλά ουσιαστικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος της Ελλάδας το 2001, όπου αναφερόταν πως «Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν». Τέλος, η Ελλάδα έχει υπογράψει και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία αναφέρει ότι «[…] η θανατική ποινή θα καταργηθεί. Κανείς δεν θα καταδικάζεται σε τέτοια ποινή ή θα εκτελείται».[α]
Ο πόλεμος είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, και, ως εκ τούτου, δεν θα μας απασχολήσει στη παρούσα παρουσίαση. Ωστόσο, τίθεται πολλές φορές το ερώτημα αν η θανατική ποινή θα έπρεπε να βρίσκεται ανάμεσα στις επιλογές μιας κοινωνίας εν καιρώ ειρήνης, ειδικά όταν το έγκλημα το οποίο έχει διαπραχθεί είναι ειδεχθές.
Τα συνήθη επιχειρήματα υπέρ της θανατικής ποινής είναι τα εξής: [ι][κ][ξ][ο]
1. Η ικανοποίηση του αισθήματος δικαιοσύνης (ηθική δικαίωση) συγγενών και κοντινών ανθρώπων του αδικημένου ή της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό θωρείται ότι, για κάποιους εγκληματίες, η απομόνωση από το κοινωνικό σύνολο δεν αρκεί, και πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη με άλλο τρόπο. Δηλαδή, ότι «δεν αξίζει να ζουν». Μάλιστα μερικές φορές τονίζεται ότι, αν δεν υπάρξει αυτή η ικανοποίηση, μπορεί να ανοίξει ένας κύκλος αντεκδίκησης (βεντέτα). Με άλλα λόγια, αυτός που διέπραξε ένα ειδεχθές έγκλημα θα πρέπει να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα.
2. Ο φόβος της θανατικής ποινής είναι αποτρεπτικός για τη διάπραξη νέων εγκλημάτων (μείωση της εγκληματικότητας). Η αποτρεπτική ικανότητα της θανατικής ποινής θεμελιώνεται σε δύο άξονες. Πρώτον, ότι η αυστηρότητα της ποινής θα κάνει κάποιον να διστάσει να εγκληματήσει. Δεύτερον, ότι κάποιος που έχει ήδη διαπράξει ένα ειδεχθές έγκλημα δεν θα έχει την ευκαιρία να το διαπράξει ξανά, ούτε μέσα στην φυλακή.
3. Για άτομα τα οποία δεν αισθάνονται κανενός είδους τύψεις για τις πράξεις τους ή συμπόνοια για τα θύματα των ειδεχθών εγκλημάτων τους, δεν υπάρχει δυνατότητα σωφρονισμού (ή υπάρχει μια μικρή, αλλά τα εγκλήματα είναι τόσο ειδεχθή που η κοινωνία θα θεωρούσε μεγάλο κίνδυνο την απελευθέρωσή τους) και άρα δεν έχει νόημα να μείνουν ζωντανοί (λογική αναγκαιότητα). Αποτελούν ένα βάρος για την κοινωνία και μάλιστα μη επιθυμητό. Τονίζεται ότι ακόμα και η οικονομική επιβάρυνση των πολιτών για να κρατούνται τέτοιοι εγκληματίες φυλακισμένοι όσο ζουν, δεν αξίζει.
Παρ’ όλ’ αυτά είναι εμφανές, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικότεροι λόγοι για τους οποίους μια κοινωνία θα έπρεπε να στραφεί εναντίον της θανατικής ποινής, και αυτοί είναι οι εξής:
1. Η πιθανότητα δικαστικής πλάνης ή διαφθοράς [γ][δ][ε][λ][ν][ο]
Σε περίπτωση δικαστικής πλάνης, δεν μπορεί να επανορθωθεί το αποτέλεσμα και αποκλείεται η δυνατότητα αποκατάστασης του καταδικασμένου. Και αυτό, πολλές φορές, ισχύει ακόμα και πριν εκτελεστεί η ποινή. Ένας αθώος, μπορεί ακόμα και να χάσει τη ζωή του από την ντροπή και τη θλίψη του ή από το άγχος και τον φόβο του θανάτου, ή και να αποκτήσει κάποια σοβαρή ασθένεια πριν την εκτέλεση της ποινής. Είναι επίσης γνωστό ότι ακόμα και σε κράτη με μακρά ιστορία στη χρήση της θανατικής ποινής, όπως οι Η.Π.Α., το δικαστικό σύστημα φαίνεται να εμφανίζει σημαντικά προβλήματα σχετικά με τη χρήση αυτής της ποινής, και οι περιπτώσεις καταδικασμένων σε θάνατο που αθωώθηκαν στη συνέχεια είναι ουκ ολίγες, ακόμα και μετά από αρκετά χρόνια.
Οι λόγοι μιας πιθανής δικαστικής πλάνης είναι πολλοί. Ρατσιστική προκατάληψη των εμπλεκομένων (από τους αστυνομικούς μέχρι τους ενόρκους, τους δικαστές και τους δικηγόρους), χρήση ψευδομαρτύρων (μέσω χρηματισμού ή και εξαναγκασμού), διαφθορά, έως και πλεκτάνη ώστε να νομίζει μέχρι και ο ίδιος ο θύτης ότι πράγματι διέπραξε το έγκλημα (ο οποίος μπορεί να μην θυμάται λόγω μέθης ή ναρκωτικών ή να να μην έχει ξεκάθαρη αντίληψη λόγω νοητικής αναπηρίας). Χαρακτηριστική περίπτωση διαφθοράς είναι η αμφιλεγόμενη καταδίκη σε θάνατο του Αριστείδη Παγκρατίδη (γνωστού και ως «δράκος του Ζέιχ Σου») το 1966.
Ειδικά στο θέμα της προκατάληψης, πρέπει να τονίσουμε ότι οι αποφάσεις για τη θανατική ποινή συνήθως λαμβάνονται από έναν πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων, κάποιοι εκ των οποίων μπορεί να εμφανίσουν προκατάληψη και λόγω του ειδεχθούς των εγκλημάτων. Επίσης, υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι, λόγω του κλίματος που δημιουργείται, η υπεράσπιση των κατηγορούμενων σε περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων ανατίθεται σε άπειρους δικηγόρους. Ακόμα και η διαδικασία υπεράσπισης είναι μερικές φορές ελλαττωματική όταν το Κράτος δεν παρέχει τα κατάλληλα μέσα ή την χρηματοδότηση για την υπεράσπιση ενός ατόμου που κατηγορείται για ένα ειδεχθές έγκλημα.
Το εκπληκτικό είναι ότι μερικοί υπέρμαχοι της θανατικής ποινής δέχονται ότι πράγματι μπορεί να καταδικαστεί και κάποιος αθώος, αλλά ισχυρίζονται ότι η πιθανότητα είναι πολύ μικρή, και ότι το τίμημα προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη στους υπόλοιπους είναι μικρό. Είναι εκπληκτικό το πως η απέχθεια ή το μίσος απέναντι σε κάποιους ανθρώπους δεν μπορεί να ανεχθεί ούτε τον ισόβιο περιορισμό τους, αλλά προτιμά να θέσει σε κίνδυνο την ζωή ενός αθώου προκειμένου οι ένοχοι να εκτελεστούν.[ν] Πόσω μάλλον όταν, όπως έχουν δείξει μελέτες, ο αριθμός των αθώων που καταδικάστηκαν σε θάνατο δεν είναι τόσο αμελητέος όσο πιστεύεται.[π][ρ]
2. Είναι επιβλαβές γι’ αυτόν που εμπλέκεται στην επιβολή της ποινής [ζ][η][θ][ο]
Η θανάτωση ενός ανθρώπου είναι μια πράξη που δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο, όσο και αν αυτό δεν φαίνεται εξ’ αρχής. Ειδικά όταν αυτός που καταδικάζει σε θάνατο δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς που έχουν αδικηθεί από τον θανατοποινίτη (και, σχεδόν πάντα, δεν είναι). Μελέτες έχουν δείξει ότι έχει σημαντικό αντίκτυπο στα συναισθήματα και την ψυχολογία του εμπλεκόμενου προσωπικού. Όχι μόνο στο προσωπικό που συμμετέχει στην εκτέλεση της ποινής, αλλά και στο προσωπικό των φυλακών που αλληλεπιδρά με τον θανατοποινίτη, κατά το διάστημα που προηγείται της εκτέλεσης της ποινής, και στο οποίο μεταφέρεται, μεταξύ άλλων, και η αγωνία ενός ανθρώπου που πλησιάζει στον θάνατό του. Πόσω μάλλον όταν ορισμένοι μαθαίνουν εκ των υστέρων ότι άτομα τα οποία εκτελέστηκαν με την δική τους συμβολή, ήταν αθώοι. Η συναισθηματική σύνδεση με τον θανατοποινίτη είναι μερικές φορές αναπόφευκτη, δεδομένου ότι, από την καταδίκη μέχρι την εκτέλεση, μπορεί να περάσουν ακόμα και 15 ή 20 χρόνια.
Η καταδίκη σε θανατική ποινή είναι ψυχοφθόρα και επιζήμια ακόμα και γι’ αυτούς που την επιδιώκουν (συνήθως συγγενείς και φίλοι των θυμάτων). Για να αποφευχθεί η δικαστική πλάνη η αναμονή πριν την εκτέλεση της ποινής είναι πολυετής, με δυνατότητα εφέσεων. Αυτό κρατάει τους συγγενείς σε μια διαρκή εμπλοκή με την όλη διαδικασία και τα συναισθήματα που συνδέονται με τις αποτρόπαιες πράξεις, μην αφήνοντάς τους να ησυχάσουν, να επουλώσουν τις πληγές τους και να συνεχίσουν την ζωή τους. Για πολλούς το μίσος σβήνει με τον καιρό, και αν από πείσμα καταφέρουν να φτάσουν την διαδικασία μέχρι τέλους, αρχίζουν να έχουν τύψεις τις οποίες θα αναγκαστούν να κουβαλήσουν για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Ναι, μπορεί να συμβεί. Υπάρχουν ακόμα και περιπτώσεις όπου συγγενείς θυμάτων ήρθαν σε επαφή με θανατοποινίτες και τις οικογένειές τους, και μπόρεσαν να καταλάβουν τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο δράστης οδηγήθηκε στο έγκλημα. Πολλές φορές, καταλήγουν να νιώθουν συμπόνοια για την οικογένεια του δράστη και λύπηση, αλλά όχι μίσος, για τον δράστη τον ίδιο. [ο]
Από μια άλλη σκοπιά, η συγκέντρωση τέτοιας δύναμης (λήψη αποφάσεων για θέματα ζωής και θανάτου) σε ένα άτομο (δικαστές, ένορκοι) μπορεί να είναι εντελώς διαβρωτική ακόμα και για την προσωπική τους ζωή. Το αίσθημα συμμετοχής σε μια διαδικασία που έχει ως σκοπό να προκαλέσει μια τόσο φοβερή από τη φύση της πράξη, μπορεί να οδηγήσει στη χαλάρωση των ηθικών ορίων. Γιατί, αν κάποιος μπορεί να λάβει μια τέτοια απόφαση, έστω και με δυσκολία, πόσο πιο εύκολα μπορεί να λάβει μια απόφαση να αδικήσει ή να ασκήσει βία σε έναν άλλο άνθρωπο (κάτι πολύ ελαφρύτερο από την θανάτωση);
3. Λειτουργεί βλαπτικά από παιδαγωγικής απόψεως
Από τη στιγμή που θεωρούμε ότι η ανθρωποκτονία αποτελεί ένα ειδεχθές έγκλημα ως πράξη, πως μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για την επιβολή της δικαιοσύνης; Μπορεί ένα Κράτος να λειτουργεί με τρόπο ίδιο με αυτόν που κατακρίνει; Αν το κάνει, τότε παραδέχεται ότι ειδεχθής δεν η πράξη καθαυτή, αλλά οι λόγοι για τους οποίους γίνεται. Ένα τέτοιο σκεπτικό εξοικειώνει τον άνθρωπο με την ιδέα ότι μπορεί να αφαιρεθεί μια ζωή, αν οι λόγοι για τους οποίους γίνεται θεωρούνται δίκαιοι. Αυτό είναι κάτι που εύκολα μπορεί να επεκταθεί ως σκεπτικό σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, και όχι μόνο στην απονομή της δικαιοσύνης από την δικαστική εξουσία. Η αποδοχή του φόνου ως αποδεκτή τιμωρία σε συνδυασμό με το αίσθημα της αυτοδικίας που εμφανίζεται υπό συνθήκες έντονης συναισθηματικής φόρτισης, δημιουργεί μεγάλους κινδύνους. Και όχι μόνο για προσωπικά ζητήματα, αλλά σε όλες τις πτυχές τις κοινωνικής ζωής. Ακόμα και τις πολιτικές.
Για τη διαβρωτική ιδιότητα αυτής της απεχθούς πράξης (της καταδίκης και εκτέλεσης ενός ανθρώπου), ο Λέων Τολστόι θα γράψει το 1908: «Ακούγοντας και διαβάζοντας αδιάκοπα για τις φριχτότατες και απάνθρωπες αυτές θηριωδίες, τις διαπραττόμενες από τις Αρχές, από ανθρώπους δηλαδή που ο λαός συνήθισε να θεωρεί άριστους, το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, προπάντων οι νέοι, [...] ,αντί να νιώθουν πως όσοι κάνουν κακές πράξεις δεν είναι άξιοι μήτε εκτίμησης, μήτε σεβασμού, κάνουν ακούσια την αντίστροφη σκέψη: αφού άνθρωποι σεβαστοί απ’ όλους σκέφτονται και κάνουν αυτά που μας φαίνονται κακά, θα πει πως δεν είναι και τόσο κακά όσο μας φαίνονται.» [μ]
Επίσης, ναι μεν η τρομακτική σκέψη της θανάτωσης μπορεί να αποτρέψει κάποιους από το να εγκληματήσουν, αλλά, αν δεχτούμε ότι η αποτροπή είναι ο υπέρτατος σκοπός που «αγιάζει τα μέσα», τότε γιατί να μην μεγαλώσουμε την αποτροπή κάνοντας ακόμα πιο τρομακτική την τιμωρία; Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να εφαρμόζουμε φρικτά βασανιστήρια στον εγκληματία, ακόμα και πριν τον θανατώσουμε. Που μπαίνει το όριο σε αυτόν τον τρόπο σκέψης, και που μπορεί αυτός να οδηγήσει την κοινωνία; Οπουδήποτε, είναι η απάντηση! Ίσως να έχετε προσέξει, σε περιπτώσεις όπου συζητούνται ειδεχθή εγκλήματα ανθρωποκτονίας ή βιασμού, όχι μόνο σε κοινωνικά δίκτυα αλλά και σε κανάλια ή ραδιοφωνικούς σταθμούς, εκτός από την επαναφορά της θανατικής ποινής, κάποιοι «ευτυχισμένοι δήμιοι»[μ] κάνουν και προτάσεις τιμωρίας του εγκληματία. Μεταξύ άλλων, «να τους βιάσουν στην φυλακή», «να τους ευνουχίσουν», «να τους βασανίσουν» κ.λπ.. Δεν υπάρχει όριο στις διεστραμμένες (από τη φύση τους) σκέψεις ή πράξεις τις οποίες μπορεί κάποιος να αποδεχθεί για να ικανοποιήσει την οργή του.
4. Η έλλειψη αποτρεπτικότητας [ι][ν]
Τα εγκλήματα για τα οποία χρησιμοποιείται συνήθως η θανατική ποινή είναι ιδιαζόντως ειδεχθή (δολοφονίες, βιασμοί, εμπορία ναρκωτικών, παιδεραστία) και πολλές φορές διαπράττονται από άτομα δύο κατηγοριών. Στην πρώτη, ανήκουν άτομα παρανοϊκά, αιμοσταγή ή πλήρως υποταγμένα στα πάθη τους. Τέτοια άτομα είναι δύσκολο να παραδειγματιστούν από την τιμωρία ενός άλλου. Επίσης, έρευνες της Διεθνούς Αμνηστίας αναφέρουν ότι το 10% των ανθρώπων που έχουν καταδικαστεί σε θάνατο είναι άτομα με σοβαρά διαταραγμένη προσωπικότητα, πάσχουν από ανίατες πνευματικές ασθένειες και δεν μπορούν να κατανοήσουν τη σοβαρότητα των εγκλημάτων που έχουν διαπράξει. Στη δεύτερη κατηγορία, όπου συνήθως το έγκλημα έχει να κάνει με δολοφονίες, ανήκουν άτομα που είτε δεν το έκαναν με δόλο, είτε άτομα που δεν ήξεραν κάτι καλύτερο ως τρόπο ζωής (π.χ. έφηβοι ενταγμένοι σε συμμορίες ή προερχόμενοι από βίαια οικογενειακά περιβάλλοντα, άτομα που εμπλέκονται με κυκλώματα της νύχτας ή εμπόρους ναρκωτικών κ.ά.). Η αποτρεπτικότητα δύσκολα λειτουργεί και σε αυτές τις περιπτώσεις, καθώς η πηγή του προβλήματος βρίσκεται στις κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη αντιλήψεων που οδηγούν στη βία, τον φόνο και άλλες ειδεχθείς πράξεις. Οπότε, η λύση βρίσκεται στην αναζήτηση και αντιμετώπιση των αιτιών, και όχι των συμπτωμάτων.
5. Η ζωή είναι δώρο του Θεού και ανήκει σε αυτόν [β]
Η Ορθόδοξη Εκκλησία (δεν μπορώ να μιλήσω για δόγματα που δεν γνωρίζω) αναγνωρίζει το δώρο της ζωής ως ιδιοκτησία και μόνο του Θεού. Ο Θεός δημιούργησε τη ζωή και τη δώρισε στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν λαμβάνει αυτό το δώρο επειδή το αξίζει, αλλά επειδή του χαρίζεται. Μάλιστα, η ζωή είναι ένα συνεχές δώρο στον άνθρωπο. Όχι κάτι που του δόθηκε κάποια στιγμή και στην συνέχεια διατηρείται από μόνο του. Ο Θεός ζωοποιεί τον άνθρωπο, σεβόμενος την ελευθερία του, ακόμα και όταν αυτός απομακρύνεται από τον Θεό. Ακόμα και όταν αυτό γίνεται με πράξεις που θα αποκαλούσαμε ειδεχθείς. Και αυτό γιατί διαφορετικά θα εξανάγκαζε τον άνθρωπο να φερθεί με συγκεκριμένο τρόπο, στερώντας του ένα μέρος της ελευθερίας του. Με βάση τα παραπάνω, ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να αφαιρέσει την ζωή ενός άλλου ανθρώπου.
6. Ο σεβασμός προς την ανθρώπινη ζωή [ο]
Ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής στο αξιακό μας σύστημα δεν πρέπει να τίθεται υπό διαπραγμάτευση. Αν θεωρήσουμε ότι η αξία της ζωής κάποιου μέσα στην κοινωνία μπορεί να μηδενιστεί λόγω των πράξεών του, τότε, με παρόμοιο σκεπτικό, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η ζωή ενός ανθρώπου με υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης έχει μεγαλύτερη αξία από τη ζωή ενός με χαμηλότερο δείκτη (και, δυστυχώς, απόψεις σαν αυτές είναι διάχυτες κοινωνικά). Τότε τι αξία θα είχε η ζωή ενός ατόμου με νοητική υστέρηση; Και που μας οδηγεί αυτό, αν όχι σε ρατσισμό και θεωρίες ευγονικής;
Η αξία της ζωής ενός ανθρώπου δεν μπορεί να εξαρτάται από το τι μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος αυτός στην κοινωνία. Η προσέγγιση δεν πρέπει να είναι ωφελιμιστική. Εδώ μιλάμε για την αξία της ανθρώπινης ζωής καθαυτής. Το ερώτημα δεν είναι αν η ζωή ενός ανθρώπου έχει αξία για κάποιον άλλο άνθρωπο. Διαφορετικά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι κάποιος που έχει μείνει μόνος στην ζωή και βρίσκεται σε οικονομική εξαθλίωση (π.χ. άνεργος ή/και άστεγος), δεν έχει καμία αξία για την κοινωνία και η ύπαρξή του μόνο την επιβαρύνει (π.χ. λήψη επιδομάτων). Και θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αξία του εν λόγω ανθρώπου εξαρτάται από μια εν δυνάμει μελλοντική χρησιμότητα στην κοινωνία. Αυτή η «εν δυνάμει χρησιμότητα», για κάποιον που έχει διαπράξει ένα ειδεχθές έγκλημα, μεταφράζεται στο ερώτημα εάν αυτός ο άνθρωπος μπορεί να μετανοήσει (να αλλάξει νοοτροπία) ή να γιατρευτεί (σε περίπτωση που τίθεται τέτοιο ζήτημα). Όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, το ζήτημα του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής υπάρχει και έξω από αυτό το ωφελιμιστικό πλαίσιο. Καλώς ή κακώς, οι απόψεις πάνω στο θέμα δεν μπορούν να θεμελιωθούν αγνοώντας το υπαρξιακό σύστημα και τις μεταφυσικές αντιλήψεις του κάθε ατόμου, οι οποίες καθορίζουν τη θεώρηση του ανθρώπου, την αξία του και τις δυνατότητές του (π.χ. μετάνοια μετά από διάπραξη ειδεχθών εγκλημάτων ή θεραπεία πνευματικών ασθενειών).
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Όρκος του Ιπποκράτη, τον οποίο δίνουν οι γιατροί ως προϋπόθεση άσκησης του λειτουργήματός τους, αναφέρει μεταξύ άλλων «Ούτε θα δίνω θανατηφόρο φάρμακο σε κάποιον που θα μου το ζητήσει, ούτε θα του κάνω μια τέτοια υπόδειξη» και «Δεν θα βλάψω κανέναν εσκεμμένα για τα συμφέροντα κάποιου τρίτου». Οι ιατρικοί οργανισμοί παγκοσμίως έχουν αποδοκιμάσει την παρουσία ιατρών στις νόμιμες εκτελέσεις. Να αναφέρουμε εδώ, εντελώς πληροφοριακά, ότι η θανατική ποινή παραβιάζει ρητά το άρθρο 1 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το δικαίωμα στη ζωή. Το σκεπτικό είναι πως κάθε ποινή πρέπει να έχει σκοπό τον σωφρονισμό του δράστη και να του δίνει το δικαιώματα της μεταμέλειας. Και πάλι, η πηγή τέτοιων διακηρύξεων είναι το αξιακό σύστημα μιας κοινωνίας.
Ίσως αξίζει να αναφέρουμε ότι, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση ότι ο ισόβιος εγκλεισμός είναι πολύ πιο δαπανηρός από μια θανατική ποινή, ο χειρισμός υποθέσεων θανατικής ποινής από την δικαιοσύνη είναι επίσης ιδιαίτερα δαπανηρός και, μερικές φορές, μπορεί να ξεπερνά το κόστος του ισόβιου εγκλεισμού.[ξ][τ]
7. Η στέρηση της δυνατότητας για μεταμέλεια
Θεολογικά, η θανατική ποινή στερεί από τον άνθρωπο όχι μόνο την επίγεια, και εξ' ορισμού πρόσκαιρη ζωή του αλλά και, ακόμα περισσότερο, την δυνατότητα να μετανοήσει για τις πράξεις του και να σωθεί επιστρέφοντας κοντά στον Θεό, μιας και το χρονικό περιθώριο μέσα στο οποίο μπορεί να το πράξει είναι αυτή η επίγεια ζωή. Πέραν όμως από την θεολογική προσέγγιση, η διαδικασία της θανατικής ποινής αποκλείει τη δυνατότητα για μεταμέλεια και τον σωφρονισμό του ατόμου και από κοινωνικής άποψης. Εδώ τίθενται δύο ερωτήματα. Το πρώτο είναι το αν στη φύση ενός τέτοιου ατόμου υπάρχει αυτή η δυνατότητα, ή αν είναι ανίκανο για μεταμέλεια. Να τονίσουμε, παρενθετικά, ότι στο σημείο αυτό δεν εξετάζουμε περιπτώσεις παράνοιας (όπου ο εγκληματίας έχει το «ακαταλόγιστο») και περιπτώσεις όπου τα εγκλήματα διαπράχθηκαν «εν βρασμώ ψυχής». Για τα τελευταία, συνήθως αποφεύγεται η θανατική ποινή, γιατί είναι κοινώς αποδεκτό ότι η δυνατότητα μεταμέλειας υπάρχει, και σε μεγάλο βαθμό. Για τις περιπτώσεις παράνοιας, είναι λίγο δύσκολο να απαντήσουμε χωρίς να καταφύγουμε στις οντολογικές και υπαρξιακές αντιλήψεις του καθενός, οι οποίες καθορίζουν και τα πιθανά αίτια και τη δυνατότητα ίασης της παράνοιας. Γενικά, θεωρείται ότι ο εγκληματίας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με διαφορετικό τρόπο. Βάζοντας αυτές τις δύο περιπτώσεις στην άκρη, από ιστορικής άποψης, υπάρχουν τέτοια παραδείγματα μεταμέλειας. Λίγα ή πολλά, δεν έχει σημασία για το συγκεκριμένο ερώτημα.
Το δεύτερο ερώτημα είναι το αν θα πρέπει να εξετάσουμε το κατά πόσο η πιθανότητα να μεταμελήσει ο εγκληματίας υπερτερεί της πιθανότητας να εγκληματήσει ξανά (ακόμα και μέσα στην φυλακή). Όμως, ακόμα και αν δεν υπερτερεί, ο ισόβιος εγκλεισμός δίνει λύση στο πρόβλημα χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουμε στη θανατική ποινή.
8. Η απονομή δικαιοσύνης δεν πρέπει να στηρίζεται στο αίσθημα της εκδίκησης
Το φαινόμενο της αντεκδίκησης στην οικογένεια του δράστη μπορεί να υπάρξει, αλλά υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπιστεί. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν μπορεί να λαμβάνονται με βασικό κριτήριο την ικανοποίηση της οργής του αδικημένου ή των συγγενών του, οι οποίοι μπορεί να μην σκέφτονται καθαρά, και σίγουρα κινούνται με βάση το προσωπικό τους συμφέρον, και όχι το κοινωνικό. Δεν μπορούμε να οργανώσουμε την κοινωνία μας με βάση τα ζωώδη ένστικτα της εκδίκησης. Αν το μέτρο βαρβαρότητας της ποινής είναι η ίδια η βαρβαρότητα του εγκλήματος, τότε δεν αποτρέπουμε το έγκλημα, αλλά το αντιγράφουμε. Πολλές φορές, οι συγγενείς και φίλοι των θυμάτων αναζητούν τρόπο επούλωσης των δικών τους πληγών μέσω του συστήματος δικαιοσύνης. Και εδώ είναι το λάθος. Δεν είναι (ή δεν θα πρέπει να είναι) αυτός ο σκοπός ενός συστήματος δικαιοσύνης. Όσον αφορά τις πράξεις αντεκδίκησης, αυτές ενισχύονται πολλές φορές από την επιείκεια με την οποία τιμωρούνται, εν τέλει, τα ειδεχθή εγκλήματα. Για παράδειγμα, περιπτώσεις ισοβίων ή δις ισοβίων που κατέληξαν να μετατραπούν σε ποινές 20 ή 30 χρόνων φυλάκισης.
Κάπου εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι από την στιγμή που μια κοινωνία θα αποφασίσει ότι η επιλογή της θανατικής ποινής είναι αποδεκτή, τα όρια είναι διαπραγματεύσιμα. Δεν μπορείς τα ελέγξεις. Η πράξη έχει δείξει ότι οι κοινωνικοπολιτικές πιέσεις δύσκολα θα αφήσουν ανεπηρέαστη την ιδέα ότι η θανατική ποινή προορίζεται μόνο για εξαιρετικά ειδεχθή εγκλήματα, που ως τέτοια αναγνωρίζονται από ολόκληρη την κοινωνία.
Πολλοί από όσους ζουν σε χώρες όπου δεν εφαρμόζεται η θανατική ποινή, μπορεί να πιστεύουν ότι ένας θανατοποινίτης μάλλον θα έχει σκοτώσει 10 οικογένειες, και θα έχει ασελγήσει σε άλλα 10 παιδιά. Η πραγματικότητα, όμως, μπορεί να είναι πολύ διαφορετική. Μπορεί ο θανατοποινίτης να ήταν ένας άμυαλος 19χρονος που, προσπαθώντας να ξεφύγει από έναν αστυνομικό (που τον έπιασε να ανοίγει ένα αυτοκίνητο), πυροβόλησε προς το μέρος του χωρίς να το πολυσκεφτεί, και τον σκότωσε. Μπορεί να είναι ένας 13χρονος που, στην προσπάθειά του να βρει κάποια χρήματα κάνοντας διάρρηξη σε ένα σπίτι με έναν φίλο του, έγινε αντιληπτός και κατέληξε σε διπλή ανθρωποκτονία δύο ηλικιωμένων. [σ]
Αναφορές:
[α]. «Ιστορία και κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα», Γεώργιος Μακαγιός
[β]. «Η έννοια του αυεξούσιο στον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.» , Χαρίδημος Α. Κουτρής, 2020
[γ]. «Lack of Fairness in Receiving Public Services: Study Reveals Injustice in Death Penalty Cases», American University, Washington, 2017
[δ]. "The impact of inadequate representation on death row", NorthWestern Undergraduate Law Journal, 2021
[ε]. «Arkansas executes 4th prisoner in 8 days as lethal injection drug nears expiration», ABC News, 2017
[ζ]. "Prison guards and the death penalty", National Institute of Corrections, 2015
[η]. "Death penalty can be hard on those who carry it out"
[θ]. "The hidden victims of the death penalty: Correctional staff", The Washington Post, 2019
[ι]. «Η ιστορία της θανατικής ποινής και τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της εφαρμογής της», Αποστολία Τζιβάρα
[κ]. «Θανατική ποινή: Τα υπέρ και τα κατά», Παρουσίαση βιβλίου, Ιανός
[λ]. «Αριστείδης Παγκρατίδης», Βικιπαιδεία
[μ]. «Δεν μπορώ να σωπάσω», Λέων Τολστόι, Εκδόσεις Δίχτυ
[ν]. «The death penalty debate», Rohr Jewish Learning Institute
[ξ]. «The death penalty has these families of murder victims divided», VICE News
[ο]. «The Death Bringer: In the executioner's shadow», Free Documentary
[π]. «US death row study: 4% of defendants sentenced to die are innocent», The Guardian, 2014
[ρ]. «Wrongful execution», Wikipedia
[σ]. «Inside Death Row - Our Life», True Lives
[τ]. «The financial implications of the death penalty», Jeffrey Miron, Cato Institute