Skip to main content
x
Φορολογικη Δικαιοσύνη

Φορολογική Δικαιοσύνη

Γράφει ο Αλέξανδρος Γουγούσης

Η έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης μπορεί να διαφέρει για τον καθένα, ανάλογα με τις κοινωνικοοικονομικές του αντιλήψεις και το αξιακό του σύστημα. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και σε επίπεδο κοινωνίας. Επίσης, η έννοια αυτή μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Στο ελληνικό Σύνταγμα[0] αναφέρεται ότι «Oι Έλληνες πoλίτες συνεισφέρoυν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλoγα με τις δυνάμεις τoυς». Η λέξη «ανάλογα» προέρχεται από τη μαθηματική έννοια των «ίσων λόγων» (ή αλλιώς, των «ίσων πηλίκων») μεταξύ δύο ποσοτήτων, και αποτελεί μια έννοια που εκφράζει τη δίκαιη κατανομή βαρών στους πολίτες. Η ερμηνεία όμως αυτής της έκφρασης, όπως θα δούμε, εξαρτάται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται.

Φορολόγηση εισοδήματος

Με μια απλοϊκή προσέγγιση θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, αν κάποιος βγάζει 1000€ το μήνα, τότε η δυνατότητα συνεισφοράς του στα δημόσια βάρη είναι 1000€. Έτσι, αν συνεισφέρει 100€, η συνεισφορά αυτού που βγάζει 400€ το μήνα πρέπει να είναι, βάσει του ίδιου σκεπτικού, ανάλογη. Δηλαδή, 40€. Άρα, σε αυτή τη περίπτωση, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το Σύνταγμα προτάσσει έναν ενιαίο συντελεστή φορολόγησης (στην περίπτωση αυτή 10%) ώστε η οικονομική συνεισφορά στα δημόσια βάρη να είναι αναλογική! Και πράγματι, αυτή είναι πολλές φορές η προσέγγιση που έχει κάποιος με φιλελεύθερες οικονομικές απόψεις. [1]

Όμως, εδώ, το ζήτημα δεν είναι καθαρά μαθηματικό και η μετάφραση της «δύναμης» κάποιου για συνεισφορά δεν είναι τόσο απλή. Ας υποθέσουμε ότι το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης ενός ατόμου είναι τα 700€ το μήνα. Έστω ότι ο Α βγάζει 800€ το μήνα και ο Β βγάζει 2000€ το μήνα. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι, αν θέλουμε, ως κοινωνία, η αξιοπρεπής διαβίωση κάθε ατόμου να είναι εξασφαλισμένη (είτε για λόγους ηθικών αξιών, είτε για λόγους κοινωνικής σταθερότητας και ασφάλειας), τότε η δυνατότητα συνεισφοράς του Α είναι 100€ και του Β είναι 1300€. Με βάση το σκεπτικό αυτό,  το φορολογητέο εισόδημα ορίζεται σαν το εισόδημα πάνω από το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, γιατί διαφορετικά δεν αντιπροσωπεύει βασική ικανότητα για πληρωμή. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Β έχει 13 φορές μεγαλύτερη δυνατότητα συνεισφοράς από τον Α. Άρα, μια αναλογική συνεισφορά με βάση τις δυνάμεις του καθενός θα σήμαινε ότι (με μια φορολογία 10%, για εύκολους υπολογισμούς), ο Α θα έπρεπε να πληρώσει 10€ σε μηνιαίους φόρους και ο Β 130€. Αν κάποιος συγκρίνει τα φορολογητέα ποσά ως προς το συνολικό εισόδημα θα δει ότι ο Α έχει φορολογηθεί με έναν συντελεστή 1.25%, ενώ ο Β με έναν συντελεστή 6.5% . 

Η λογική της διασφάλισης ενός ελάχιστου κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης εκφράζεται συνήθως με ένα αφορολόγητο όριο εισοδήματος. Το βασικό όμως σκεπτικό εδώ είναι οι φορολογικές κλίμακες. Όπως είδαμε στο παράδειγμά μας, το τμήμα του εισοδήματος από 0 έως 700€ έχει μηδενικό συντελεστή φορολόγησης, ενώ το τμήμα πάνω από τα 700€ έχει συντελεστή 10%. 

Ένας κλασσικός ορισμός της έννοιας του «φόρου» είναι ότι «αποτελεί υποχρεωτική, οριστική και χωρίς ειδικό αντάλλαγμα χρηματική παροχή των ιδιωτών προς το Κράτος με σκοπό την κάλυψη των δημοσιονομικών του αναγκών. Με βάση τον ορισμό αυτό, ο φόρος δεν συνοδεύεται από κάποιο αντάλλαγμα. Η είσπραξη των φόρων από το Κράτος δεν συνδέεται με την υποχρέωσή του να παράσχει ειδικές υπηρεσίες προς τους πολίτες. Για τον λόγο αυτό, οι κρατικές παροχές προσφέρονται γενικώς και αδιακρίτως σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου, χωρίς να έχουν το χαρακτήρα αντιτίμου για την είσπραξη φόρων, σε αντιδιαστολή με τα ανταποδοτικά τέλη, τα οποία χαρακτηρίζονται από την υποχρέωση παροχής ειδικών υπηρεσιών προς όσους βαρύνονται με την καταβολή τους.»[2]

Ας κάνουμε ένα βήμα ακόμα στον συλλογισμό μας. Ας θεωρήσουμε ότι το τμήμα του εισοδήματος κάθε ατόμου που ξεπερνά τα 700€ είναι και αυτό που καθορίζει την ποιότητα ζωής ενός ατόμου. Το να αφαιρεθεί μέσω φορολογίας το 10% των χρημάτων από μια ποιότητα ζωής των 100€ δεν έχει το ίδιο αντίκτυπο από την αφαίρεση του 10% από μια ποιότητα ζωής των 2000€. Η «θυσία» που κάνει ο πρώτος, με την ποιότητα ζωής των 100€, είναι μεγαλύτερη από αυτή που κάνει ο δεύτερος, με την ποιότητα ζωής των 2000€. Κάποιος που θεωρεί αυτό το επιχείρημα σωστό θα ισχυριστεί ότι η κλιμάκωση των συντελεστών θα πρέπει να είναι πιο έντονη όσο μεγαλώνει η εισοδηματική κλίμακα.

Ας δούμε ένα αριθμητικό παράδειγμα:

Τμήμα Εισοδήματος  Συντελεστής Φορολόγησης

    0-700€                   0 %
    701-1200€               10 %
    1200-1700€              15 %
    1700-2500€              22 %
    2500-5000€              30 %
    5000-40000€             45 %

Συνολικά Εισόδημα     Συνολ. Φόρος    Τελικό εισόδημα
     1000€                30€             970€
     2000€               191€           1.810€
     5000€             1.051€           3.950€
    20000€             7.801€          12.200€

Φορολόγηση πλούτου

Βέβαια, η έννοια της «φοροδοτικής δύναμης» δεν εξαντλείται κατ’ ανάγκη στο εισόδημα, αλλά μπορεί να συνδεθεί και με τον διαθέσιμο πλούτο. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι οι πηγές εισοδήματος ενός ατόμου μπορεί να είναι πολλές. Μερικές από τις συνηθέστερες είναι ο μισθός, τα ενοίκια, τα μερίσματα από εταιρικές μετοχές, οι τόκοι καταθέσεων, τα δικαιώματα εκμετάλλευσης (π.χ. πνευματικά δικαιώματα, πατέντες κ.λπ.) και τα επιχειρηματικά κέρδη. Για κάποιες από αυτές, το παραγόμενο εισόδημα είναι αποτέλεσμα κάποιου κόπου που καταβάλλουμε ή έχουμε καταβάλει στον παρελθόν (μισθός, δικαιώματα εκμετάλλευσης, επιχειρηματικά κέρδη), ενώ κάποιες άλλες αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, φυσικό επακόλουθο του πλούτου που ήδη διαθέτουμε (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια).

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ο Γ βγάζει 800€ το μήνα αλλά κατέχει και 10 ακίνητα, τα οποία, ας υποθέσουμε, δεν του δίνουν κάποιο εισόδημα (είναι δηλαδή «ξενοίκιαστα»). Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο Γ έχει την ικανότητα να συνεισφέρει περισσότερα (από ό,τι δικαιολογεί το εισόδημά του), είτε αξιοποιώντας τα ακίνητα (ειδικά αν πρόκειται για κατοικίες), είτε πουλώντας ένα ή περισσότερα από αυτά. Με βάση αυτό το σκεπτικό μπορούν να υπάρξουν φορολογικές πολιτικές που αφορούν, για παράδειγμα, την ακίνητη περιουσία (π.χ. ΕΝΦΙΑ). Από αυτό το σημείο και έπειτα, το ερώτημα που προκύπτει είναι: σε ποιο βαθμό και κατά ποιον τρόπο η φορολογία αποτελεί σύστημα αναδιανομής του πλούτου; Ή, με άλλα λόγια, κατά πόσο το φορολογικό σύστημα ευνοεί τη συσσώρευση πλούτου, και μέχρι ποιο σημείο; Αυτό είναι κάτι που μόνο η ίδια η κοινωνία μπορεί να απαντήσει, με βάση τις αξίες της και το πως πιστεύει ότι μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα και με περισσότερη σταθερότητα. Στην ίδια βάση (συσσώρευση ή αναδιανομή του πλούτου) θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι κινείται και η φορολογία για δωρεές, γονικές παροχές, κληρονομιές κ.λπ.. Θα επανέλθουμε στο θέμα αυτό παρακάτω.

Φορολόγηση κατανάλωσης

Ας εξετάσουμε τώρα μια άλλη προσέγγιση του πλούτου. Στην οικονομικά φιλελεύθερη σκέψη, ο πλούτος πρέπει κυρίως να συνεπάγεται και πλούσια διαβίωση. Δηλαδή, ένας άνθρωπος που κατέχει πολλά, τα οποία όμως αδυνατεί να χρησιμοποιήσει για τη διαβίωσή του, δεν μπορεί να θεωρείται πλούσιος. Για παράδειγμα, κάποιος με χαμηλό εισόδημα που απλά έχει κληρονομήσει ένα πανάκριβο σπίτι (π.χ αξίας  μισού εκατομμυρίου), το οποίο δεν του αποδίδει κάποιο εισόδημα, δεν μπορεί να λογίζεται και να φορολογείται ως πλούσιος. Το ίδιο και αν έχει εισόδημα που αδυνατεί (π.χ. για ψυχολογικούς λόγους, όπως η τσιγγουνιά) να ξοδέψει, δεν θα πρέπει να θεωρείται πλούσιος. Ο φιλελευθερισμός συνδέει τον πλούτο με την κατανάλωση. Με βάση αυτό το σκεπτικό, θεωρεί ότι η φορολόγηση θα πρέπει να σχετίζεται με την κατανάλωση. 

Από την παραπάνω σύνδεση, προκύπτει η έννοια του έμμεσου φόρου. Οι έμμεσοι φόροι επιβάλλονται με αφορμή γεγονότα που αποτελούν εξωτερίκευση της φοροδοτικής ικανότητας, όπως είναι η κατανάλωση. Για παράδειγμα, το Κράτος μπορεί να ορίσει ότι, σε κάθε πώληση αγαθού που ανήκει στην κατηγορία των τροφίμων, το 5% της τιμής θα αποτελεί φόρο, τον οποίο ο πωλητής θα πρέπει να αποδώσει στο Κράτος. Οι πιο γνωστοί από τους έμμεσους φόρους είναι ο ενιαίος φόρος επί των πωλήσεων (π.χ. Φ.Π.Α.) και οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης-ΕΦΚ (π.χ. στα καύσιμα). Σε αντίθεση με την άμεση φορολογία, η οποία επιβάλλεται επί των εισοδημάτων ή της περιουσίας (π.χ. της ακίνητης), και στην οποία το κράτος εισπράττει απευθείας από τον φορολογούμενο, στην έμμεση φορολογία ο φόρος εισπράττεται από τον πωλητή, και στη συνέχεια αποδίδεται στο κράτος. Λόγω της φύσης τους, οι έμμεσοι φόροι πλήττουν αδιακρίτως τους οικονομικά ισχυρούς αλλά και τους ασθενείς, γιατί από μία πώληση θα εισπραχθεί ο ίδιος φόρος ανεξάρτητα από το αν αυτός που αγοράζει το αγαθό ή την υπηρεσία είναι πλούσιος ή φτωχός. Μάλιστα, όταν αυτό συμβαίνει σε είδη πρώτης ανάγκης, στα οποία η ζήτηση είναι ανελαστική (εξηγείται παρακάτω), η έμμεση φορολογία φαίνεται να πλήττει περισσότερο τους οικονομικά ασθενείς, καθώς έχει ως αποτέλεσμα το σύνολο του εισοδήματός τους να αναλώνεται στην προμήθεια των απαραίτητων για την διαβίωσή τους αγαθών.

Με τον όρο «ανελαστική ζήτηση» αναφερόμαστε στην αδυναμία ρύθμισης της ποσότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που καταναλώνουμε, και η οποία παραμένει σχετικά σταθερή ανεξάρτητα από την τιμή του αγαθού. Για παράδειγμα, έστω ότι μια οικογένεια χρειάζεται στην διατροφή της ένα καρβέλι ψωμί την ημέρα. Επειδή το ψωμί είναι βασικό είδος τροφής, η οικογένεια θα προσπαθεί να αποκτήσει αυτό το καρβέλι καθημερινά, ανεξαρτήτως της τιμής του. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η βενζίνη, την οποία χρειάζεται απαραίτητα κάποιος που πηγαίνει καθημερινά στην δουλειά του με το αυτοκίνητο. 

Αντίθετα, τα υψηλότερα εισοδήματα επηρεάζονται λιγότερο, καθώς μικρότερο ποσοστό αυτών δαπανάται για την αγορά βασικών αγαθών. Για τον λόγο αυτό, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι έμμεσοι φόροι πράγματι δεν είναι αντισυνταγματικοί, αλλά ταυτόχρονα δεν συνάδουν με την φορολογική δικαιοσύνη, και ειδικότερα με την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας, καθώς, είναι μεν ανάλογοι προς την κατανάλωση, αλλά καταλήγουν να είναι αντιστρόφως προοδευτικοί, εκφραζόμενοι ως ποσοστό του εισοδήματος (δηλαδή, καθώς το εισόδημα αυξάνει, ο φόρος ισούται με όλο και μικρότερο ποσοστό του εισοδήματος). Όπως είναι αναμενόμενο, οι έμμεσοι φόροι ευνοούν την συσσώρευση πλούτου. Αυτό συμβαίνει και για έναν ακόμα λόγο. Το να μην ξοδεύεις, οδηγεί και σε μικρότερη φορολόγηση του εισοδήματος. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που μπορούν να το κάνουν τα φτωχότερα στρώματα, μιας και σχεδόν το σύνολο του εισοδήματός τους καταναλώνεται σε είδη πρώτης ανάγκης.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι έμμεσοι φόροι χρησιμοποιούνται ευρέως λόγω της υψηλής αποδοτικότητάς τους στην είσπραξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ευκολία επιβολής του ΕΦΚ στα καύσιμα, με την εφαρμογή του απευθείας στα διυλιστήρια. Ακριβώς όμως επειδή δεν είναι δίκαιοι, εφαρμόζονται συνήθως κάποιες δικλείδες με σκοπό την άμβλυνση των ανισοτήτων που αναπόφευκτα δημιουργούν. Για παράδειγμα, συνήθως ορίζονται χαμηλότεροι συντελεστές σε είδη πρώτης ανάγκης, και υψηλότεροι σε είδη πολυτελείας (τα οποία καταναλώνονται περισσότερο από οικονομικά εύρωστα άτομα). Στην επιλογή του συντελεστή έμμεσης φορολόγησης σε κάθε κατηγορία αγαθών ή υπηρεσιών, σημαντικό ρόλο δεν διαδραματίζει μόνο το αν τα συγκεκριμένα αγαθά αποτελούν βασικά είδη διαβίωσης (π.χ. τρόφιμα, βενζίνη, ρεύμα), αλλά και το πόσο ελαστική είναι η κατανάλωσή τους. Για παράδειγμα, η εφαρμογή μεγαλύτερου συντελεστή στα τσιγάρα μπορεί να αντιμετωπιστεί με μείωση της κατανάλωσης, χωρίς να θεωρήσουμε ότι αυτή η μείωση έχει αντίκτυπο στην αξιοπρεπή διαβίωση των φτωχότερων στρωμάτων. 

Να σημειώσουμε εδώ ότι η επιβολή υψηλών φορολογικών συντελεστών σε κάποια προϊόντα δημιουργεί ισχυρά κίνητρα για λαθρεμπόριο (π.χ. τσιγάρα). Είναι, επίσης, γεγονός ότι οι έμμεσοι φόροι χρησιμοποιούνται ευρέως από λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες οι οποίες καταφεύγουν σε αυτή την επιλογή γιατί δεν έχουν εξελιγμένο φοροελεγκτικό μηχανισμό. 

Συγκεντρωτικά, οι κυριότερες κατηγορίες έμμεσων φόρων είναι οι εξής:

- Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ)

Στην Ελλάδα, αποφέρει περίπου το 60% των εσόδων από έμμεση φορολογία.[3]  Η μόνη μεγάλη οικονομία χωρίς ΦΠΑ είναι οι Η.Π.Α.. Σύμφωνα με την Οδηγία ΦΠΑ της Ε.Ε., ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ δεν μπορεί να είναι χαμηλότερος του 15% και επιτρέπονται δύο μειωμένοι συντελεστές, οι οποίοι δεν μπορεί να είναι χαμηλότεροι του 5% και μπορούν να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιοι άλλοι «ειδικοί συντελεστές» ΦΠΑ για εξειδικευμένες περιπτώσεις.

- Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ)

Η επιβολή του γίνεται είτε για λόγους αποθάρρυνσης της κατανάλωσης συγκεκριμένων αγαθών (π.χ. αγαθά με δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή την υγεία του καταναλωτή), είτε για λόγους εύκολης εισπραξιμότητας (π.χ. αγαθά που παράγονται από ένα μικρό αριθμό παραγωγών που είναι εύκολο να εντοπιστούν).

- Φόροι αυτοκινήτων

Στην κατηγορία αυτή η επίτευξη φορολογικής δικαιοσύνης είναι σχετικά ευκολότερη, γιατί το κόστος των αγαθών σχετίζεται με τον πλούτο του αγοραστή/ιδιοκτήτη.

- Άλλοι 

Τέλη κινητής τηλεφωνίας, φόρος ασφαλίστρων, όρος χαρτοσήμου κ.α.

Τεκμήρια διαβίωσης

Τα «τεκμήρια διαβίωσης» αποτελούν έμμεσους τρόπους προσδιορισμού του εισοδήματος των φυσικών προσώπων, εκτός από το εισόδημα που εκείνοι δηλώνουν, και στοχεύουν στη μείωση της φοροδιαφυγής. Χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί το ελάχιστο ετήσιο εισόδημα που απαιτείται για να μπορεί ο φορολογούμενος να συντηρεί τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά του στοιχεία (π.χ. αυτοκίνητα, σκάφη, κύριες και δευτερεύουσες κατοικίες, πισίνες), καθώς και το ελάχιστο κόστος ετήσιας διαβίωσής του. Το τεκμήριο υπολογίζεται ξεχωριστά για κάθε περιουσιακό στοιχείο. Το εισόδημα που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια συγκρίνεται με το συνολικό ετήσιο πραγματικό δηλωθέν εισόδημα του φορολογούμενου από όλες τις πηγές, και η διαφορά προστίθεται στο φορολογούμενο εισόδημα. Το σκεπτικό είναι πως, για να μπορεί κανείς να συντηρεί τόσα περιουσιακά στοιχεία και να κάνει τόσα έξοδα/αγορές, μάλλον πρέπει να έχει ένα ελάχιστο εισόδημα Χ, το οποίο όμως δεν εμφανίζεται στα εισοδήματά του. Οπότε, θα φορολογηθεί με βάση αυτά που «φαίνεται» ότι βγάζει, και όχι με βάση αυτά που δηλώνει (αν τα πρώτα είναι περισσότερα από τα δεύτερα). Γενικά, τα τεκμήρια θα μπορούσαν να ιδωθούν ως μια εναλλακτική μορφή της φορολόγησης πλούτου. Όπως καταλαβαίνει κανείς, χρησιμοποιώντας ως μοναδικό κριτήριο τα περιουσιακά στοιχεία, δεν είναι δύσκολο να γίνουν εσφαλμένες υποθέσεις για το ελάχιστο εισόδημα που κάποιος κατέχει. Όπως και οι έμμεσοι φόροι, τα τεκμήρια χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο από χώρες με αδύναμο φοροελεγκτικό μηχανισμό.

Το ύψος των συντελεστών φορολόγησης

Οι συντελεστές φορολόγησης εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το βαθμό στον οποίο μια κοινωνία θεωρεί ότι το Κράτος πρέπει να παρεμβαίνει στην αναδιανομή του πλούτου.[4] Κράτη όπως αυτά των σκανδιναβικά θεωρούν ότι, για λόγους κοινωνικής ισότητας, το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών δεν πρέπει να εξαρτάται πάρα πολύ από τις αγορές και τις ικανότητες του ατόμου. Γι’ αυτό τα επίπεδα φορολογίας είναι υψηλά, και αντίστοιχα μεγάλες είναι και οι κοινωνικές παροχές του Κράτους προς τους πολίτες (παιδεία, υγεία, συνταξιοδότηση κ.λπ.). Στον αντίποδα, κράτη όπως οι Η.Π.Α. θεωρούν ότι ο καθένας πρέπει να απολαμβάνει το επίπεδο ζωής που του αξίζει με βάση τις ικανότητες του (να παράγει χρήματα), και πως η κρατική παρεμβατικότητα ελαττώνει τις δυνατότητες της χώρας για οικονομική ανάπτυξη. Για αυτό τον λόγο, οι συντελεστές φορολόγησης είναι χαμηλοί και ταυτόχρονα οι περισσότερες παροχές που έχει ανάγκη ένας πολίτης προσφέρονται από ιδιώτες (π.χ. ιδιωτικά πανεπιστήμια, ιδιωτική ασφάλιση υγείας κ.λπ.).

Υπάρχουν βέβαια και ειδικές περιστάσεις που απαιτούν και ειδικούς φορολογικούς συντελεστές. Ένα παράδειγμα είναι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές που επιβλήθηκαν στα υψηλά εισοδήματα και τις μεγάλες περιουσίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου το ζητούμενο δεν ήταν η ιδιωτική επιχειρηματικότητα και η καινοτομία, αλλά η ανοικοδόμηση των χωρών που είχαν εμπλακεί στον πόλεμο. Από το 1944 έως το 1981 ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής στις Η.Π.Α. ήταν κατά μ.ό. στο 81%. Αντίστοιχα, στη Γαλλία και στη Γερμανία κυμαινόταν από 50% έως 70%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο συγκεκριμένος συντελεστής ανήλθε στο 98% τις περιόδους 1941-1952 και 1974-1978.

Το ζητούμενο της συγκέντρωσης πλούτου

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα φτωχότερα στρώματα θέλουν να αυξάνεται συνεχώς η φορολόγηση των πλουσιότερων στρωμάτων, ώστε όλοι να εξισωθούν οικονομικά. Και όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται πλειοψηφικά, αυτό είναι κάτι που φοβίζει τα πλουσιότερα στρώματα. Από την άλλη, μπορούμε να ισχυριστούμε με αρκετή σιγουριά ότι η φύση του ανθρώπου πολύ δύσκολα θα επέτρεπε μια τέτοια οικονομική εξίσωση. Όχι μόνο γιατί θέλει πάντα να ελπίζει πως κάτι θα αλλάξει, και θα μπορέσει (αυτός ή τα παιδιά του) να βρεθούν και αυτοί σε μια προνομιούχα θέση (καλύτερη κάποιων άλλων), αλλά και γιατί ακόμα και τα φτωχότερα στρώματα, στην πλειοψηφία τους, αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι δίκαιο να έχουν όλοι την ίδια ανταμοιβή σε μια κοινωνία. Για παράδειγμα, κάποιες δουλειές απαιτούν περισσότερες ικανότητες από κάποιες άλλες. Πρέπει κάποιος να κοπιάσει για να αποκτήσει αυτές τις ικανότητες (και πάλι δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει να τις αποκτήσει). Γιατί να το κάνει αν δεν υπάρχει η μεγαλύτερη ανταμοιβή ως κίνητρο; Το ίδιο ισχύει και για κάποιες δουλειές περισσότερο δυσάρεστες. Γιατί να τις κάνει κάποιος αν δεν υπάρχει το κίνητρο της μεγαλύτερης ανταμοιβής; Επίσης, παρατηρείται το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι περισσότερο εργατικοί, ενώ άλλοι λιγότερο. Γιατί θα έπρεπε να αμείβονται το ίδιο; Αν, λοιπόν, δεχτούμε ότι τα άνισα εισοδήματα έχουν νόημα, θα ήταν παράλογο να ακυρωθούν από μια φορολογική πολιτική που θα εξισώνει την ποιότητα ζωής όλων. Λέγεται χαρακτηριστικά ότι στις σοσιαλιστικές κοινωνίες τα οφέλη από το να παράγεις περισσότερο πλούτο ήταν από ασθενικά έως ανύπαρκτα, και γι’ αυτό οδηγήθηκαν όλες σε οικονομική παρακμή και κατάρρευση. Πιθανόν γιατί ο σοσιαλισμός επιβλήθηκε με την βία και δεν ήταν συνειδητή επιθυμία της ίδιας της κοινωνίας. Από την άλλη, η δημοκρατική αρχαία Αθήνα δεν επεδίωκε την εξίσωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, αλλά όλοι οι πολίτες μαζί επεδίωκαν την αύξηση του πλούτου της πόλης.

Τίθεται όμως και το ερώτημα από την άλλη πλευρά. Πόσο μεγάλες οικονομικές ανισότητες πρέπει να επιτρέπει μια κοινωνία; Για να το πούμε αλλιώς, υπάρχει πρόβλημα αν μια μικρή μερίδα ατόμων συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου και το διατηρεί κληρονομικά; Η απάντηση φαίνεται να είναι καταφατική. Η υψηλή φορολογία σε μεγάλα εισοδήματα ή περιουσίες, εκτός από τη συνεισφορά στα δημόσια έσοδα, συνήθως έχει σκοπό να περιορίσει τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες συνιστούν απειλή για τη Δημοκρατία, καθώς η υπερβολική συγκέντρωση πλούτου συνεπάγεται και αντίστοιχη πολιτική ισχύ. Αυτό μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους, μεταξύ των οποίων είναι η αγορά ή οικονομική επιρροή των ΜΜΕ, η χρηματοδότηση του προεκλογικού αγώνα των πολιτικών, η οικονομική εξάρτηση αρκετών πολιτών (π.χ. μέσω της κατοχής πολλών επιχειρήσεων, και άρα θέσεων εργασίας) από ένα άτομο, η χρηματοδότηση ιδρυμάτων ή μελετών που προωθούν συγκεκριμένες απόψεις κ.λ.π.

Υπάρχουν δύο παράγοντες που επηρεάζουν αυτή την συσσώρευση πλούτου. Ο πρώτος είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, δηλαδή το ότι η αξία του συσσωρευμένου πλούτου φθίνει με τον καιρό. Η αξία που είχαν τα 100€ πριν 25 χρόνια δεν είναι ίδια με αυτήν που έχουν σήμερα. Ο δεύτερος, είναι ο ρυθμός απόδοσης του κεφαλαίου. Δηλαδή, το ότι «το χρήμα γεννάει χρήμα». Και μάλιστα, όσο μεγαλύτερο πλούτο διαθέτει κάποιος, τόσο πιο εύκολο είναι να αποκτήσει ακόμα περισσότερο. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι τα επιτόκια καταθέσεων είναι 2% ανεξαρτήτως ποσού (συνήθως είναι υψηλότερα για μεγαλύτερα ποσά), τότε η περιουσία κάποιου που έχει 1 εκατομμύριο ευρώ σε καταθέσεις θα αυξάνεται κατά 20.000€ το χρόνο, χωρίς αυτός να κοπιάσει, ενώ η περιουσία κάποιου που έχει 20.000€ σε καταθέσεις θα αυξάνει 400€ το χρόνο. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει όταν κάποιος έχει στην ιδιοκτησία του κάποια ακίνητα, τα οποία του προσφέρουν ένα ετήσιο εισόδημα. Τις περισσότερες φορές, ο ρυθμός απόδοσης του κεφαλαίου ξεπερνά τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Για παράδειγμα, το εισόδημα που προσφέρει μια κατοικία συνήθως ξεπερνά την μείωση της αξίας της κατοικίας για το ίδιο διάστημα. Όσο πιο μεγάλος είναι ο πρώτος ρυθμός από τον δεύτερο, τόσο μεγαλύτερο επίπεδο οικονομικής ανισότητας δημιουργείται στην κοινωνία.[5]

Για να δούμε το ζήτημα αυτό σε μια διαφορετική κλίμακα μπορούμε να δανειστούμε στοιχεία από την έκθεση Billionaires Ambitions Report της ελβετικής τράπεζας UBS για το 2023.[6] Στην έκθεση αυτή φαίνεται ότι ο πλούτος που κληρονομούν οι δισεκατομμυριούχοι ανά τον κόσμο είναι μεγαλύτερος από αυτόν που παράγουν μέσω της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Από τα 137 άτομα που έγιναν δισεκατομμυριούχοι στη διάρκεια του δωδεκαμήνου που έληξε τον Απρίλιο του 2023, οι 53 κληρονόμησαν συνολικά 150, 8 δισεκατομμύρια δολάρια από την οικογένειά τους, ενώ 140,7 δισεκατομμύρια δολάρια συσσωρεύτηκαν την ίδια χρονική περίοδο από επιχειρηματική δραστηριότητα. Στα 9 χρόνια δημοσίευσης αυτής της έκθεσης, η παρούσα είναι η πρώτη φορά που η επόμενη γενιά δισεκατομμυριούχων συσσωρεύει περισσότερα από κληρονομιά παρά από την εργασία της, και μάλιστα αναφέρεται ότι η τάση αυτή βαίνει συνεχώς αυξανόμενη σε όλες τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες του κόσμου. Ακόμα, εκτιμάται ότι τα επόμενα 20-30 χρόνια 1000 υπερήλικες δισεκατομμυριούχοι θα αφήσουν στους κληρονόμους τους συνολικά 5,2 τρισεκατομμύρια δολάρια!

Επιπλέον, αν λάβουμε υπόψη ότι ένα σημαντικό μέρος του πλούτου που παράγεται δεν οφείλεται σε κέρδη από παραγωγική δραστηριότητα αλλά από «επένδυση» σε χρηματοοικονομικά προϊόντα (όπου πολλές φορές η αξία τους αποτελεί περισσότερο αποτέλεσμα κερδοσκοπικής διάθεσης και διασποράς φημών), τότε ένα σημαντικό μέρος του πλούτου αποτελεί πλασματικό κεφάλαιο, το οποίο κληρονομείται. Τα παραπάνω στοιχεία επεκτείνουν το πρόβλημα πέραν των κινδύνων της Δημοκρατίας, μιας και εξασθενίζουν το επιχείρημα ότι η προοπτική δημιουργίας πλούτου (οικονομική ανισότητα) αποτελεί κίνητρο για την πρόοδο της κοινωνίας.[5]

Για να πάρουμε μια ιδέα του πως η φορολογική πολιτική μπορεί να επηρεάσει τη συσσώρευση πλούτου, μερικά μέτρα που την ευνοούν είναι:
- η μείωση της φορολογίας των μερισμάτων 
- η μείωση φόρου για μεγάλες ιδιοκτησίες
- η αύξηση του αφορολογήτου στις κληρονομιές, γονικές παροχές και δωρεές
- η μείωση της φορολογίας από τυχερά παίγνια (απόκτηση περιουσιακών στοιχείων χωρίς αντάλλαγμα)
- η μείωση της φορολογίας των καταθετικών τόκων
- η μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου που αφορά εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων
- η μείωση του φορολογικού συντελεστή στις μεγάλες εισοδηματικές κλίμακες
- η μείωση του φόρου αλληλεγγύης υψηλών εισοδημάτων

Φορολογία πολυεθνικών

Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν την ικανότητα να μετατοπίζουν μεγάλο μέρος των κερδών τους μεταξύ χωρών ώστε να φορολογηθούν με χαμηλότερο συντελεστή. Αυτό το πετυχαίνουν είτε μετατοπίζοντας κέρδη σε χώρες με πολύ χαμηλό φορολογικό συντελεστή (π.χ. μικρότερο του 5%), γνωστές και ως «φορολογικοί παράδεισοι», είτε μετατοπίζοντάς τα σε χώρες με υψηλούς συντελεστές, οι οποίες όμως προσφέρουν φοροελαφρύνσεις (π.χ. φοροαπαλλαγές για έρευνα), οι οποίες στο τέλος κατεβάζουν κατά πολύ τον εφαρμοζόμενο συντελεστή. Έρευνα έχει δείξει ότι, συνολικά, σε ετήσια κέρδη 5,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων από πολυεθνικές, το 13% φορολογείται με ποσοστό κάτω του 5%, και το 23% με ποσοστά από 5% ως 15%.[7] Το μεγαλύτερο μέρος των κερδών των πολυεθνικών επιχειρήσεων φορολογείται με ποσοστά μεταξύ 15% και 30%. Αυτό δημιουργεί φορολογικό ανταγωνισμό, και αποτελεί παράγοντα άνισης κατανομής των εταιρικών κερδών μεταξύ των χωρών. Με απλά λόγια, το κράτος αδυνατεί να ασκήσει τα φορολογικά του δικαιώματα. Η εταιρία βγάζει κέρδη σε αυτό το κράτος, αλλά δεν επιστρέφει σχεδόν τίποτα σε φόρους. Δηλαδή, «μαζεύει» τα λεφτά των πολιτών αυτού του κράτους και τα «δίνει» στους πολίτες ενός άλλου κράτους (εκεί που θα φορολογηθούν τα κέρδη).

Ένα επίσης σημαντικό ζήτημα αποτελεί η κίνηση των ευρωπαϊκών χωρών για έναν φόρο ψηφιακών υπηρεσιών. Βάση αυτού του φόρου αποτελεί η αναγνώριση της συμμετοχής των ψηφιακών χρηστών και των δεδομένων των χρηστών ως αξία (value), δηλαδή ως σημαντικό τομέα της ψηφιακής επιχειρηματικότητας. Οι επιχειρήσεις μπορούν να πραγματοποιούν σημαντικές πωλήσεις από απόσταση, ενώ έχουν την έδρα ή τη μόνιμη εγκατάσταση τους σε κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, γεγονός που δημιουργεί ευκαιρίες για φοροαποφυγή. Έτσι, τα φορολογικά κριτήρια του παραδοσιακού συστήματος για τη φορολόγηση των εταιρικών κερδών – δηλαδή κατοικία/έδρα, μόνιμη εγκατάσταση επιχείρησης, αρχή των ίσων αποστάσεων στις ενδο-ομιλικές συναλλαγές– δεν είναι ικανά στη ψηφιακή οικονομία να υποστηρίξουν την άσκηση του κρατικού φορολογικού δικαιώματος.[8] Με άλλα λόγια, δημιουργείται αξία σε μία επιχείρηση από τη συμμετοχή των χρηστών, καθώς αυτή τους η συμμετοχή συντελεί στη δημιουργία ονόματος(brand) στην αγορά, στη γένεση πολύτιμων δεδομένων, και στην αύξηση των κερδών μέσω πωλήσεων προς αυτούς τους χρήστες. Η ιδέα εδώ είναι ότι το φορολογικό δικαίωμα θα πρέπει να ασκείται από το κράτος στην εδαφική επικράτεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος κατοικίας/έδρας των σχετικά ακίνητων μερών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δηλαδή ο τόπος κατοικίας των πελατών-χρηστών.

Η εύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης μέσω του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) βασίζεται σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας της πρότασης του ΟΟΣΑ, προβλέπει ότι οι πολυεθνικοί γίγαντες φορολογούνται για τα κέρδη τους όχι μόνο στη χώρα που έχουν τη φυσική εγκατάστασή τους –που συνήθως είναι δικαιοδοσία με χαμηλή φορολογία– αλλά και στις χώρες που βρίσκονται οι χρήστες/πελάτες. Έτσι, ο φόρος κατανέμεται μεταξύ του κράτους της φυσικής έδρας και του κράτους κατανάλωσης. Ο δεύτερος πυλώνας προβλέπει έναν ελάχιστο συντελεστή φόρου, βάσει του οποίου η κάθε πολυεθνική εταιρία (είτε είναι ψηφιακή είτε όχι) καταβάλλει τον φόρο ανεξαρτήτως της δικαιοδοσίας στην οποία είναι φυσικά εγκατεστημένη. Με αυτό τον τρόπο εξαλείφεται το κίνητρο για τις πολυεθνικές εταιρίες να μεταφέρουν τα κέρδη σε δικαιοδοσίες με χαμηλή φορολογία. Η σημαντική αλλαγή που εισάγεται με την πρόταση του ΟΟΣΑ – σε σχέση με το σημερινό σύστημα φορολόγησης των εταιρικών κερδών, στο πλαίσιο του οποίου ο φόρος καταβάλλεται μόνο στη δικαιοδοσία της φυσικής εγκατάστασης της εταιρείας – είναι ότι το εισόδημα φορολογείται και στη χώρα όπου παράγεται η αξία.

Για τον λόγο αυτό, τον Οκτώβριο του 2021 περισσότερες από 135 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ αποφάσισαν να εφαρμόσουν ένα σύστημα αλληλένδετων κανόνων με το οποίο θα πρέπει να εισπράττεται ένας «συμπληρωματικός φόρος» κάθε φορά που ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής μιας πολυεθνικής επιχείρησης σε μια χώρα είναι κάτω από 15%. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2021, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η μεταρρύθμιση αυτή θα αναδιανείμει περίπου 100 δισ. δολάρια φόρου διεθνώς, και θα επιφέρει συνολική αύξηση καταβολής φόρου έως και 4% επιπλέον του σημερινού. Τον Δεκέμβριο του 2022 υιοθετήθηκε και η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2523 την οποία όφειλε κάθε κράτος-μέλος να ενσωματώσει στο εθνικό του Δίκαιο μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2023, με υποχρεωτική εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2024. Το όλο εγχείρημα αναφέρεται σε πολυεθνικές με ετήσια έσοδα τουλάχιστον 750.000.000 ευρώ. Ας κρατάμε όμως μικρό καλάθι μιας και η εφαρμογή αυτού του εγχειρήματος απαιτεί ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων από όλα τα κράτη.

Φορολογία και Σύνταγμα

Σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, οι φόροι πρέπει να διέπονται από τις παρακάτω αρχές: [2]

(α) την αρχή της νομιμότητας και της βεβαιότητας. Σύμφωνα με αυτή, δεν επιτρέπεται να επιβαρύνεται ο λαός με φόρους τους οποίους δεν έχει εγκρίνει ο ίδιος μέσω των αντιπροσώπων του (νομιμότητα) και επιβάλλεται ο φόρος να καθορίζεται εκ των προτέρων και κατά σαφή τρόπο, αλλά και να μην ανατίθεται ο καθορισμός βασικών στοιχείων του στη διακριτική ευχέρεια των διοικητικών αρχών (βεβαιότητα).

(β) την αρχή του ενιαυσίου του φόρου, σύμφωνα με την οποία απαιτείται η κατ’ έτος προηγούμενη εξουσιοδότηση της Βουλής για την συνέχιση της βεβαίωσης και είσπραξης των φόρων που προβλέπονται από τους ισχύοντες φορολογικούς νόμους, μέσω της ετήσιας έγκρισης με τυπικό νόμο του Κρατικού Προϋπολογισμού.

(γ) την αρχή της μη αναδρομικής ισχύος των φορολογικών νόμων, πέραν του προηγούμενου της νομοθετικής τους θεσπίσεως οικονομικού έτους, η οποία αποτελεί εξειδίκευση της γενικότερης απαγόρευσης της αναδρομικότητας των νόμων. 

(δ) την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης, η οποία αναλύεται περαιτέρω στην αρχή της φορολογικής ισότητας και της καθολικότητας του φόρου. Η «φορολογική ισότητα» δεν αναφέρεται στο Σύνταγμα του 1975, αλλά συνάγεται από την αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου και από την αναφορά ότι «η κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των πολιτών πρέπει να γίνεται με βάση τη φοροδοτική τους ικανότητα». Έτσι, η φορολογική ισότητα συνίσταται στην όμοια φορολογική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται υπό τις ίδιες συνθήκες (οριζόντια φορολογική ισότητα) και στην ανόμοια για άτομα που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες (κάθετη φορολογική ισότητα). Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα ούτε η άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων ούτε η ίση μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων.

Γενικά θεωρείται ότι η φοροδοτική ικανότητα αρχίζει από το σημείο που το εισόδημα καλύπτει τις βασικές ανάγκες του φορολογούμενου και της οικογένειάς του. Σε άλλη περίπτωση θα σήμαινε ότι το Κράτος οδηγεί ενσυνείδητα τους ασθενέστερους πολίτες στην εξαθλίωση, στερώντας τους ένα τμήμα από τα απολύτως αναγκαία για την συντήρησή τους (διατροφή, ενοίκιο, περίθαλψη, ασφαλιστικές εισφορές, κ.λπ.).

Η αρχή της καθολικότητας απαγορεύει, κατ’ αρχάς, τις εξαιρέσεις, απαλλαγές ή διακρίσεις ως προς την εκπλήρωση της φορολογικής υποχρέωσης. Η συμμετοχή στα δημοσιονομικά βάρη αφορά όλες τις κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες πολιτών, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και το σύνολο του εισοδήματος και της περιουσίας τους. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει πλήρως τις φορολογικές απαλλαγές. Αυτές όμως πρέπει να χορηγούνται με φειδώ και να είναι απόλυτα δικαιολογημένες από κοινωνικοοικονομική άποψη. 

Στη βάση αυτή στηρίζεται και η εξαίρεση του ελάχιστου ορίου συντήρησης, δηλαδή οι διάφορες εκπτώσεις και απαλλαγές για τα οικογενειακά βάρη για άτομα με αναπηρίες, και γενικά για άτομα που έχουν αυξημένες ανάγκες λόγω ιδιαίτερων συνθηκών. Αυτές είναι απαλλαγές που έχουν ως βάση τους κοινωνικά αίτια. Υπάρχουν όμως και άλλες που αφορούν οικονομικούς λόγους, λόγους ενίσχυσης της εθνικής οικονομίας. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι ο προσανατολισμός των επενδύσεων προς μια ορισμένη κατεύθυνση (π.χ. με σκοπό την αυτάρκεια σε στρατηγικά προϊόντα, την δημιουργία θέσεων απασχόλησης κ.λπ.). Επίσης, κοινωνικού χαρακτήρα απαλλαγές υπάρχουν και για άτομα των οποίων η κοινωνική συνεισφορά γίνεται μέσω ενός ιδιαίτερα δυσάρεστου ή επίπονου έργου, το οποίο μπορεί να έχει επιπτώσεις ακόμα και στην υγεία τους (π.χ συγκομιδή απορριμάτων). Μπορούν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν φορολογικές ελαφρύνσεις όχι μόνο ως ανταμοιβή, αλλά για λόγους κινήτρων (διότι ιδανικά κανείς δεν θα ήθελε να επιτελέσει το έργο αυτό). 

Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ότι μεταξύ συνταγματικών διατάξεων δεν υπάρχει ιεραρχία. Σε περίπτωση λοιπόν σύγκρουσης ίσης τυπικής ισχύος συνταγματικών διατάξεων, το ζήτημα του «ποια διάταξη πρέπει να υπερισχύσει» και να εφαρμοστεί, πρέπει να εξετάζεται και να σταθμίζεται ad hoc, ανάλογα με το έννομο αγαθό που χρήζει μεγαλύτερης προστασίας στη συγκεκριμένη περίπτωση. 

 

Πηγές:

[0]. Το Ελληνικό Σύνταγμα
[1]. «Ποιά φορολογία είναι δίκαιη;», Γιώργος Καραβάνας, 2023
[2]. «Η αρχή της φορολογικής ισότητας και η ερμηνεία της στη σύγχρονη νομολογία», Σοφία Μπαξεβάνου, Μεταπτυχιακή Διατριβή, 2010
[3] «Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», Ινστιτούτο Εργασίας Γ.Σ.Ε.Ε, 2023
[4]. «Η φορολογία στην Ελλάδα, με απλά λόγια», Γεωργία Καπλάνογλου, 2023
[5] "New thoughts on capital in the twenty-first century", Thomas Piketty, TEDSalon, Berlin, 2014
[6]. "Billionaire Ambitions Report 2023", UBS
[7] «ΟΟΣΑ για πολυεθνικές: Οι φορολογικοί παράδεισοι δεν είναι μόνον αυτοί που δηλώνονται ως τέτοιοι» 
[8]. «Ο φόρος ψηφιακών υπηρεσιών και το αίτημα για δίκαιη φορολογία», Θεοδώρα Λαζαρέτου

 

Θεματική Κατηγορία