Η γυναίκα της Κρήτης
Η γυναίκα της Κρήτης
Πήρα το χώμα απ’τα ερείπια της Κνωσσού,
λίγο νερό από πηγή του Ψηλορείτη,
μορφή να πλάσω, τη δική σου τη μορφή
και η καρδιά μου σα θεό να προσκυνήσει.
Ρίχνω στα μάτια σου γαλάζιο θαλασσί,
κεράσια του γερακαριού στα δυο σου χείλη
και για μαλλιά χύνω πάνω στην κεφαλή,
ξανθό κρασί, απ’Αρχανιώτικο σταφύλι.
Κυπαρισσάκι λυγερό βάζω κορμί,
απ’του Ομαλού τις χιονισμένες τις μαδάρες
και μια καρδιά μέσα στα στήθη πιο ζεστή
απ’της Παλιόχωρας τις καυτερές λιακάδες.
Και τη δική σου αγκαλιά φτιάχνω πλατιά,
τόσο πλατιά, όσο της Σούδας το λιμάνι
και μεσ’τον κόρφο σου σκορπώ την ευωδιά,
από τα βότανα της Κρήτης, το χαρμάνι.
Και νάσαι, ποίημα ομορφιάς και λεβεντιάς,
σαν το δρυμό της Σαμαριάς, που όλοι θαυμάζουν,
με τη σβελτάδα τ’αγριμιού να περπατάς,
ανθοί και μέλι από τα χείλη σου να στάζουν
«Μικροί κύκλοι αγάπης» , Χανιά 1995