Κάποτε υπήρχε ντροπή και φιλότιμο (β)
Στα απομνημονεύματά του, ο Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1821, γράφει:
«Εκείθεν ο Κολοκοτρώνης και λοιποί καπεταναίοι ανεχώρησαν και επήγαιναν εις την Κόρινθον, και καθ' οδόν ενυκτέρευσαν εις το χωρίον Αγιονόρι και εις την οικίαν του Γεωργίου Καλαρά ιατρού, ανθρώπου επισήμου και γνωστού. Εκεί ένας των στρατιωτών του Κολοκοτρώνη εζήτησεν εληαίς τηγανισμέναις, και επειδή η δέσποινα του σπιτιού, όπου έμεινε δεν εγνώριζε το παράξενο τούτο φαγητόν, ο στρατιώτης εμάλωσε με αυτήν, εθύμωσε και έσπασε την στάμναν με το λάδι, ένεκα τούτου έγειναν παράπονα αφ' εσπέρας εις τον αρχηγόν, όστις αμέσως εδιέταξε και έθεσαν τον στρατιώτην υπό φύλαξιν. Τη δε επαύριον ο αρχηγός έβγαλε τον στρατιώτην εις το αλώνι το πλακωτόν κατά το διάσελον του αυτού χωρίου, και παρόντων όλων των στρατιωτών έκαμε κύκλον και εν τω μέσω ανεγνώσθη η καταδίκη του, η οποία ήτο η εξής: να τον φτύσουν οι άλλοι στρατιώται διότι εζήτησεν εληαίς τηγανισμέναις. Ενώ δε εκτελείτο η απόφασις, ο καταδικασθείς στρατιώτης τόσον εταράχθη από την εντροπήν του, ώστε ελιποθύμησε και έπειτα απέθανε.
Και εις την Κόρινθον μετ' ολίγας ημέρας συνέβη ένα άλλο παρόμοιον. Απεκοιμήθησαν δύο στρατιώται εις την φυλακήν της νυχτός, τούτο μαθών ο Κολοκοτρώνης διέταξε και τους έδεσαν εις ένα μέρος και έπειτα είπεν εις τους στρατιώτας να τους φτύσουν. Ο ένας απέθανεν αμέσως εκεί, ο δε άλλος εχάθη και δεν τον είδαμεν πλέον από την ώραν εκείνην. Ιδού πως οι άνθρωποι του καιρού εκείνου εντρέποντο. Φαίνεται, ότι τότε τα ήθη ήσαν αγνότερα των σήμερον υπαρχόντων.»